Ήταν ο καλύτερος αποχαιρετισμός προς το μνημείο που έβαλε στη ζωή μας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1955, με τη δημιουργία του Φεστιβάλ Αθηνών
Το διηγήθηκε σημαντικός άνθρωπος του πολιτισμού μας, σε πρόσφατη βραδινή βεγγέρα με ανθρώπους της τέχνης, της διανόησης και της πολιτικής. Αληθινή ιστορία! «Κάναμε πρόβες για τη συναυλία ενός μεγάλου μας συνθέτη στο Ηρώδειο, στη δεκαετία του 1970, όπου επρόκειτο να συμμετάσχει για πρώτη φορά και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
- Του Μανώλη Κοττάκη
Ο οποίος συμπτωματικά δεν είχε επισκεφθεί ποτέ στη ζωή του το ωδείο. Μπήκε μέσα ο Σερ, κοίταξε προς την ορχήστρα και τα όργανα που κουρδίζονταν, προσπέρασε τον φίλο του τον μαέστρο, χωρίς να πει λέξη, και με το χέρι την τσέπη άρχισε να ανεβαίνει στις κερκίδες, να χαζεύει τη θέα από αυτές. Ηταν φανερό σε όλους μας ότι ο χώρος τον είχε υποβάλει και τον είχε καθηλώσει. Εδειχνε, όμως, σκεπτικός. Οταν κάποτε αποφάσισε να κατέβει από τα διαζώματα και εδέησε να ανέβει στη σκηνή μάς κοίταξε στα μάτια, γύρισε έκθαμβος ξανά προς τις κερκίδες και με απαρηγόρητο ύφος μάς είπε το αμίμητο: “Ωστε εδώ σφαγιάσθηκαν τα νήπια!”».
Ο μεγάλος του ελληνικού τραγουδιού μας δεν είχε πλήρη μόρφωση, του διέφευγαν κάποια πράγματα. Είχε, όμως, μέσα του βαθιά παιδεία. Γι’ αυτό και, όπως διηγήθηκε στους συνδαιτυμόνες του ο σημαντικός του πολιτισμού, συγκλόνισε με τη λιτότητα, τη δωρικότητα και την ελληνικότητα της ερμηνείας του σε εκείνη τη συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου, αρχές Μεταπολίτευσης. Το άλμα του Σερ από τη Δραπετσώνα στην πλακόστρωτη οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου (έργο Πικιώνη, κατόπιν αναθέσεως από τον Καραμανλή) δεν ήταν απλά επιτυχές – ήταν ιστορικό.
Τη Δευτέρα το βράδυ βρέθηκα στις κερκίδες του Ηρωδείου, λίγες μέρες πριν κλείσει για ανακαίνιση. Θα μας υποδεχθεί ξανά ύστερα από τρία χρόνια, πρώτα ο Θεός. Ο Σταμάτης Σπανουδάκης, που γέμισε δύο φορές το ωδείο (από τους τελευταίους πριν από την αυλαία), η ορχήστρα «Στράους» (ο οποίος έπαιξε στο Ηρώδειο το 1926) και η Ευανθία Ρεμπούτσικα (που στην τελευταία της συνέντευξη στην εφημερίδα μας μίλησε για τις ρίζες της μουσικής) είναι ο καλύτερος προσωρινός αποχαιρετισμός σε αυτό το μνημείο του 160 π.Χ., που ανήγειρε ο Ηρώδης ο Αττικός προς τιμήν της συζύγου του, Ρηγίλλης. (Τα αρχαία αγάλματά τους βρίσκονται στο Μουσείο Μαραθώνα).
Ηταν ο καλύτερος αποχαιρετισμός προς το μνημείο που έβαλε στη ζωή μας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1955, με τη δημιουργία του Φεστιβάλ Αθηνών. Εκανα και ο ίδιος τη «δοκιμή Μπιθικώτση», χωρίς τα… νήπια, και κοίταξα καλά το μνημείο πριν αρχίσει η συναυλία για να το «αποθηκεύσω» στη μνήμη μου. Κοιτώντας, σκέφτηκα ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε πλούσιος λαός από γεννήσεώς μας. Πριν καν αποκτήσουμε οποιοδήποτε εισόδημα. Είμαστε πλούσιοι, γιατί έχουμε και τους χώρους του πολιτισμού και το κλίμα (20 βαθμοί Κελσίου, Οκτώβριος μήνας!), αλλά και τους ανθρώπους που μπορούν να σηκώσουν με το έργο τους το βάρος αυτού του πολιτισμού.
Ο Σταμάτης, τον οποίο γνωρίζω από το 2003, από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και από μια συνέντευξη που μου έδωσε, στην οποία κατήγγειλε τότε ονομαστικά τους Λαμπράκη και Μπόμπολα για διαπλοκή (ήταν πιο ζωηρός τότε), είχε μια έξυπνη έμπνευση στην αρχή της συναυλίας: έσβησε όλα τα φώτα, πρόβαλε στο οικοδόμημα του ωδείου μια απέραντη ελληνική σημαία στα μπλε (όχι στα ροζ!) και άφησε να ακουστεί πλήρως αρμονική προς το περιβάλλον -σας βεβαιώ- η καθάρια φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη σε σύνθεση δική του:
«Σκληροί καιροί… Ελλάδα στους δρόμους τη γη κουβαλάς… Εσύ που χάραξες τους δρόμους». Ναι, σε αυτόν τον χώρο όπου αντήχησε κάποτε η φωνή του Φρανκ Σινάτρα, της Μαρίας Κάλλας και της Νάνας Μούσχουρη χώρεσε και ο λαϊκός Στέλιος. Και μετά, συνοδεία μιας ορχήστρας εκπληκτικής και δύο χορωδιών, η μία εκ των οποίων ταξίδεψε από την Κύπρο ιδίοις εξόδοις, το ωδείο πλημμύρισε από ήχο ελληνοκεντρικό και διεθνή. Από βιολί και από ηλεκτρική κιθάρα. Από παράδοση και από νεωτερικότητα. Από Ιστορία, αλλά και από προσδοκία. Από Ορθοδοξία και από καταλλαγή. Από «Τάμαλο», «Ματωμένη Θάλασσα» και «Κύματα», μέχρι «Αλέξανδρο», «Μαρμαρωμένο βασιλιά», «Σμύρνη» και «Δέσποινα». Και, κυρίως, από «Ελλάδα ενωμένη».
«Να φιλιώσουμε»
Ο Σπανουδάκης αυτή τη φορά ήταν διαφορετικός από το παρελθόν. Απέφυγε τις ιδεολογικές ταυτίσεις και επέλεξε να είναι ενωτικός. «Να φιλιώσουμε» ζήτησε μπροστά στην υπουργό Τουρισμού Ολγα Κεφαλογιάννη, στον αριστερών καταβολών πατριώτη Μανώλη Μητσιά και τον υιό του, Μιλτιάδη, στον διοικητή του Αγίου Ορους Αλκιβιάδη Στεφανή, στον πρέσβη μας στην UNSECO Γιώργο Κουμουτσάκο, στον μητροπολίτη Μεσογαίας Νικόλαο και στην πρόεδρο του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων Μαρία Καρυστιανού. «Ουτοπικό το ενωτικό!» ψιθύρισε ο διπλανός μου, αλλά η ουτοπία είναι το μισό της διαδρομής.
Ο «νέος» Σπανουδάκης των 77 ετών έβαλε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας τον «παλαιό» Σταμάτη, που μιλούσε με «γωνίες» για πρόσωπα όπως η Ρεπούση, και για θεσμούς όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών. «Πρέπει να κοιτάμε τις καρδιές! Αλλά εμείς οι Ελληνες, αντί να κοιτάμε τις καρδιές, έχουμε τον νου μας στις ταμπέλες και τις ετικέτες – αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι. Ωρα να τα αφήσουμε αυτά. Ακόμη και η διάκριση χριστιανών και μη χριστιανών δεν πρέπει να μας απασχολεί. Σημασία έχει η αγάπη».
Μεταφέρω grosso modo τα λεγόμενά του από μνήμης, όχι κατά λέξη. Σίγουρα, το ακροατήριό του ήθελε μερικές από τις παλιές κορόνες του για τα εθνικά θέματα και το «Πόλη γλυκιά, θα έρθει ο καιρός!», αλλά έτσι επέλεξε – και, μεταξύ μας, άριστα πράττει. Το χρέος του απέναντι στο έθνος το έχει κάνει και με το παραπάνω, με το έργο του. Νέα ένσημα είναι περιττά.
Δεν γνωρίζουμε πολλούς που αφήνουν παρακαταθήκη με το έργο τους τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Ιωάννη Καποδίστρια τον Iωνα Δραγούμη, τον Παύλο Μελά, τον Νικόλαο Πλαστήρα κ.ά. Στο μέλλον, τα Ελληνόπουλα θα ρωτάνε «ποιοι είναι αυτοί;» και θα τους μαθαίνουν από τις συνθέσεις του Σπανουδάκη, από τις ταινίες του Σμαραγδή, ίσως και από το αρχείο της «Εστίας». Γιατί από τα βιβλία στα σχολεία μην περιμένετε να το μάθουν…
Πέντε χιλιάδες άνθρωποι ολοκλήρωσαν τη συναυλία όρθιοι, συγκινημένοι, ψάλλοντας μαζί με τον Σπανουδάκη τον ύμνο της υπάρξεώς μας: Tον «Υμνο εις την Ελευθερία», τον Εθνικό Υμνο. Με την ελληνική σημαία εκ νέου κυματίζουσα στις «πλάτες» της ορχήστρας και των χορωδιών.
Ηταν λοιπόν ο καλύτερος αποχαιρετισμός του Ηρωδείου, μέχρι νεωτέρας. Με ένα άλμα εθνικής μνήμης από τον Ηρώδη τον Αττικό, τη Ρηγίλλης και τον αρχαίο πολιτισμό μας, μέχρι το Βυζάντιο, τους επιφανείς του Οικουμενικού Ελληνισμού. Του πολιτισμού που έχει πνευματικά σύνορα κατά πολύ μεγαλύτερα των φυσικών του συνόρων. Στην πραγματικότητα, ο Σταμάτης δεν έκανε μια συναυλία για τον εαυτό του τη Δευτέρα. Είπε ένα μικρό «αντίο», προσωρινό, σε αυτό το αγέρωχο μάρμαρο, που «κακιά σκουριά δεν πιάνει», με τρόπο ο οποίος αρμόζει στο κύρος του.