Εφημερίδα: Το χρυσό κλειδί της ενημέρωσης

Η ανάγνωσή της είναι πράξη πολιτισμού, άρνηση να παραδοθεί ο άνθρωπος στη ρευστότητα του εικονικού! Και αυτό γιατί την κρατάς, τη φυλάς, τη δείχνεις, τη βρίσκεις ξανά ύστερα από χρόνια και διαβάζεις όχι μόνο τι έγινε, αλλά και πώς σκεφτόταν ο κόσμος τότε. Το χαρτί έχει μνήμη

  • Παναγιώτης Λιάκος

Από τους συσχηματιζόμενους τον αιώνα τούτον* διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι το μέλλον της εγχάρτου ενημέρωσης είναι βραχύ και οι ημέρες του μετρημένες. Τα νέα, πλέον, εκτιμάται πως υποχρεωτικά θα περνούν μέσα από τις πύλες του δυαδικού κώδικα για να φτάσουν στους αναγνώστες μέσω οθονών. Αυτή η βεβαιότητα έχει δομηθεί πάνω στα θεμέλια μιας εποχής που ο λόγος αποϋλοποιείται. Γίνεται στιγμιαίος, απρόσωπος. Η πληροφορία, που άλλοτε ήταν καρπός μόχθου και στοχασμού, έχει μετατραπεί σε πυρετώδη και θορυβώδη αγώνα ταχύτητας. Στην άβυσσο του διαδικτύου κάθε φωνή διεκδικεί το ίδιο βάρος, είτε είναι η σκέψη ενός στοχαστή είτε η εκτόνωση ενός ανώνυμου χρήστη. Σε αυτή την απεραντοσύνη της ψηφιακής σύγχυσης, η εφημερίδα, τα φύλλα του χαρτιού που κρατάς, που μυρίζεις, που διπλώνεις, μοιάζει με ένα μικρό θαύμα ανθρωπιάς.

Η εφημερίδα είναι ύλη. Είναι σωματική εμπειρία, όχι απλώς οπτική. Το χαρτί έχει θερμοκρασία, έχει αφή, έχει μυρωδιά και ήχο. Ο ψίθυρος των σελίδων όταν γυρίζουν, ο τρόπος που στέκει στο φως, η ανεπαίσθητη μυρωδιά του μελανιού. Ολα αυτά συνθέτουν μια τελετουργία ανάγνωσης που εμπλέκει το σώμα στην πράξη της κατανόησης. Ο αναγνώστης δεν «καταναλώνει περιεχόμενο», αλλά μετέχει σε μια σχεδόν τελετουργική πράξη: αφιερώνει χρόνο, συγκεντρώνεται, ανοίγει και διπλώνει, αναπνέει συγχρονισμένος με την αλλαγή των σελίδων.

Στο διαδίκτυο, αντίθετα, η ανάγνωση εκφυλίζεται σε… σκρολάρισμα. Δεν υπάρχει ρυθμός, δεν υπάρχει βαρύτητα. Ο λόγος δεν έχει σώμα. Οταν ο λόγος χάνει το σώμα του, χάνει και την ευθύνη του. Ο χρήστης διαβάζει «διαγώνια» τις λέξεις χωρίς να τις «παίρνει πάνω του». Η πληροφορία δεν κατοικεί μέσα του. Περνά και φεύγει, όπως το φως από την οθόνη. Πρόκειται για μια νέα μορφή ασώματης αφασίας: το άτομο πληροφορείται τα πάντα, αλλά δεν κατανοεί τίποτα, δεν συνθέτει.

Η εφημερίδα, αντιθέτως, παραμένει έργο συλλογικό, πειθαρχημένο, υπεύθυνο. Κάθε σελίδα εντάσσεται σε μια ενότητα. Η πειθαρχία του κασέ, τα διαφορετικά μεγέθη των άρθρων και το γεγονός ότι τα ομοειδή βρίσκονται «κοντά» βοηθούν στην ιεράρχηση και την κατανόηση των ειδήσεων. Κάθε άρθρο φέρει υπογραφή. Είναι πρόσωπο που γράφει και υπογράφει. Πίσω από κάθε λέξη υπάρχει ένας συντάκτης, ένας αρχισυντάκτης, ένας διορθωτής, ένας διευθυντής έκδοσης. Υπάρχει η ασφάλεια ενός πλήθους ματιών, τα οποία εγγυώνται την ακρίβεια, τη σαφήνεια, τη στοιχειώδη ευθύνη του δημόσιου λόγου. Η εφημερίδα δεν είναι αυθόρμητο ξέσπασμα στον αέρα του διαδικτύου, αλλά λόγος που έχει υποστεί τη βάσανο της επεξεργασίας και υπόκειται σε λογοδοσία και τη βάσανο της απόδειξης. Το κείμενο δεν είναι «ανάρτηση» αλλά συντεταγμένη σκέψη.

Στο διαδίκτυο η πληροφορία είναι «αδέσποτη». Ενα μηχανικό copy-paste αναπαράγει τον θόρυβο του κόσμου χωρίς κρίση, χωρίς έλεγχο, συχνά χωρίς ντροπή. Η γλώσσα χάνει τη σημασία της, ο λόγος εκπίπτει σε μηχανικό δεδομένο. Εκεί όπου η εφημερίδα προσφέρει λογοδοσία, το διαδίκτυο προσφέρει ανωνυμία. Εκεί όπου η εφημερίδα προϋποθέτει ευθύνη, το διαδίκτυο επιτρέπει ανευθυνότητα.

Η διαφορά είναι η ίδια που χωρίζει το γκουρμέ εστιατόριο από τον μπουφέ για… λιμασμένους. Η εφημερίδα είναι μια επιμελημένη πανδαισία γεύσεων. Κάθε άρθρο βρίσκεται στη θέση του, κάθε είδηση φροντισμένη με μέτρο και αρμονία. Το διαδίκτυο, αντίθετα, είναι ένα αχανές τραπέζι όπου το κρέας ακουμπά το ψάρι και η τούρτα κολυμπά στη σάλτσα. Η υπερπληθώρα των πλίνθων και των κεράμων ατάκτως εριμμένων δεν είναι πλούτος. Είναι σύγχυση. Ο αναγνώστης βγαίνει από τον μπουφέ φουσκωμένος, όχι χορτασμένος. Εξέρχεται από τη διαδικασία της «κατανάλωσης» νέων γεμάτος δεδομένα, αλλά κενός νοήματος.

Η εφημερίδα, με τον περιορισμό των σελίδων, προσφέρει ακριβώς το αντίθετο: τη συνοπτική πληρότητα. Δεν μπορεί να περιέχει τα πάντα, και ακριβώς γι’ αυτό περιέχει τα ουσιώδη. Η συντακτική ομάδα επιλέγει, ιεραρχεί, απορρίπτει. Ο αναγνώστης λαμβάνει μια εικόνα του κόσμου που δεν είναι εξαντλητική αλλά συγκροτημένη. Ανατρέχει σε ένα minimum ενημέρωσης που τον καθιστά ενεργό πολίτη, όχι αδρανή θεατή. Το διαδίκτυο, αντίθετα, καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στο σημαντικό και το ασήμαντο. Ολα έχουν τον ίδιο οπτικό όγκο, την ίδια απαστράπτουσα επιφάνεια.

Η εφημερίδα είναι, με έναν τρόπο, ο τελευταίος τόπος δημοκρατικής παιδείας. Η συλλογική της σύνταξη, η πειθαρχία της ύλης, η λογοδοσία του υπογράφοντος, όλα τούτα συγκροτούν μια μικρογραφία της πόλεως (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου). Αντίθετα, το διαδίκτυο καλλιεργεί την αποσπασματικότητα, τον ατομικισμό του σχολιαστή, την ψευδαίσθηση της συμμετοχής χωρίς κόπο και χωρίς συνέπεια.

Και τέλος, υπάρχει κάτι ακόμη πιο ουσιώδες: η εφημερίδα μένει. Την κρατάς, τη φυλάς, τη δείχνεις, τη βρίσκεις ξανά ύστερα από χρόνια και διαβάζεις όχι μόνο τι έγινε, αλλά και πώς σκεφτόταν ο κόσμος τότε. Το χαρτί έχει μνήμη. Το ψηφιακό αρχείο έχει απλώς… ανακύκλωση. Η εφημερίδα είναι ίχνος πολιτισμού. Η άθροιση ειδήσεων στο διαδίκτυο καταντά ροή χωρίς ίχνος.

Καθίσταται προφανές, λοιπόν, ότι η υπεράσπιση της εφημερίδας δεν είναι νοσταλγία, αλλά πράξη αντίστασης. Είναι μια αντίσταση απέναντι στη μηχανική ομοιομορφία, στην επιτάχυνση που ακυρώνει τη σκέψη, στην αποπροσωποποίηση του δημόσιου λόγου. Η εφημερίδα μάς υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν αποτελεί μηχανή πρόσληψης δεδομένων, αλλά ον που νοεί μέσα από το σώμα του. Και το σώμα, για να κατανοήσει, χρειάζεται ύλη. Εχει ανάγκη από χαρτί, μελάνι και βάρος. Και το σώμα έχει ανάγκη χρόνο, αρκετό για του θυμίσει ότι είναι άνθρωπος, όχι φευγαλέα bits και bytes.

Η ανάγνωση μιας εφημερίδας είναι, τελικά, πράξη πολιτισμού, άρνηση να παραδοθεί ο άνθρωπος στη ρευστότητα του εικονικού, μια υπενθύμιση ότι η σκέψη θέλει σώμα και η αλήθεια μορφή.

*Συσχηματισμό με τον αιώνα τούτο εννοούσε ο Απόστολος Παύλος την ακολούθηση της… μόδας. Η ακριβής φράση του βρίσκεται στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, ΙΒ,2: «Μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον».

Σε νέα ελληνική απόδοση αυτό σημαίνει να μην ακολουθείτε τη μόδα αλλά να μεταμορφώνεστε, ανανεώνοντας τον νου σας, ώστε να διακρίνετε ποιο είναι το θέλημα του Θεού, το οποίο είναι αγαθό και τέλειο και αρέσει σε Εκείνον.








Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων









spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ