Το λεγόμενο εθνικό κέντρο στέλνει ψηφοδέλτια στους Ελληνες του εξωτερικού, αλλά όταν εκείνοι ζητούν σχολεία και δασκάλους, τους λένε ότι «δεν υπάρχουν πόροι»
Είναι βαθιά λυπηρό και εξοργιστικό συνάμα το να βλέπει κανείς ένα κράτος να ξεχνά τα ίδια τα παιδιά του. Να κλείνει τα σχολεία και τα τμήματα ελληνικής γλώσσας στη Γερμανία, τη στιγμή μάλιστα που με τη μετανάστευση των τελευταίων χρόνων ο πληθυσμός των ομογενών μας έχει αυξηθεί εκεί κατά πολύ. Κι όμως, από τις 150 σχολικές μονάδες και τμήματα έχουν μείνει μόλις… 29 και από τους 500 εκπαιδευτικούς υπάρχουν σήμερα μόνο… 15!
- Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Πρόσφατα η κραυγή των εκπροσώπων της Συνομοσπονδίας Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων των Τμημάτων Ελληνικής Γλώσσας από το κρατίδιο Βάδης – Βυρτεμβέργης έφτασε μέχρι την εκπομπή μεγάλης τηλεθέασης σε ελληνικό κανάλι, ενώ την περασμένη Κυριακή, 9 Νοεμβρίου, συγκεντρώθηκαν στη Στουτγάρδη, μαζί με τα παιδιά τους, για να δημιουργήσουν ένα βίντεο, προκειμένου να ευαισθητοποιήσουν τους αρμοδίους για το κρίσιμο σημείο στο οποίο έχει φτάσει η διδασκαλία της ελληνικής λόγω των ελλείψεων σε τμήματα και προσωπικό.
Πώς γίνεται, αλήθεια, στις εκκλήσεις των ομογενών μας, τις διαμαρτυρίες, τις επιστολές, τις εκθέσεις και τις ενημερώσεις τους, τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς όλα τα ελλαδικά κόμματα, η Πολιτεία να απαντά με μια εκκωφαντική σιωπή; Προφανώς, διότι στην πραγματικότητα απλώς δεν νοιάζεται! Κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές όλοι θυμούνται την ομογένεια. Οι πολιτικοί φωτογραφίζονται σε εκδηλώσεις και παρελάσεις, υπόσχονται στήριξη, ομιλούν για «πρεσβευτές του Ελληνισμού», για «γέφυρες πολιτισμού» και άλλα τέτοια βαρύγδουπα.
Μόλις, όμως, σβήσουν τα φλας, η πραγματικότητα επιστρέφει ωμή: σχολεία χωρίς δασκάλους, τμήματα ελληνικών που καταργούνται, παιδιά που παλεύουν να μάθουν ή να μην ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα μέσα από το… διαδίκτυο και άλλες πρόχειρες εναλλακτικές μεθόδους. Πού είναι, αλήθεια, οι «ευαισθητοποιημένοι» υπουργοί Παιδείας; Πού είναι τα κόμματα που «κόπτονται» για την εθνική ταυτότητα;
Το λεγόμενο «εθνικό κέντρο» στέλνει ψηφοδέλτια στους Ελληνες του εξωτερικού, αλλά όταν εκείνοι ζητούν σχολεία και δασκάλους, τους λένε ότι «δεν υπάρχουν πόροι». «Πόροι» φαίνεται πως υπάρχουν για τα ταξίδια των εκάστοτε υπουργών, που μιλούν για «στήριξη της διασποράς», χωρίς ποτέ να έχουν μπει σε μια ελληνική τάξη στη Γερμανία. Και κάπως έτσι τα Ελληνόπουλα, αυριανοί επιστήμονες και επιχειρηματίες, μεγαλώνουν αποκομμένα από τη γλώσσα τους, από τη ρίζα τους, από τη μνήμη τους. Γιατί η γλώσσα είναι το νήμα που συνδέει τους ανθρώπους με την πατρίδα, ακόμα κι αν τους χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα.
Είναι το βλέμμα ενός παιδιού που μαθαίνει να γράφει «Ελλάδα» και να νιώθει ότι ανήκει κάπου. Είναι μια ζεστή «καλημέρα» στο προαύλιο ενός σχολείου στη Στουτγάρδη ή στο Μόναχο, που προσφέρει ζωή σε μια κοινότητα. Κι όμως. Αυτό το νήμα κόβεται βίαια, με «ορθολογιστικές» προσεγγίσεις γραφειοκρατών και με υπουργικές υπογραφές, που αποφασίζουν για περικοπές.
Ας μη γελιόμαστε. Η ευθύνη βαρύνει όλους. Τόσο την κυβέρνηση, που δεν κάνει τίποτα, όσο και την αντιπολίτευση, που γνωρίζει αλλά δεν φωνάζει. Και η σιωπή είναι συνενοχή. Αν το παιδί ενός Ελληνα μετανάστη στη Γερμανία (και αλλού) πάψει να μιλά ελληνικά, δεν θα φταίει εκείνο. Θα φταίει η πατρίδα, που του γύρισε την πλάτη. Η ελληνική γλώσσα δεν είναι μουσειακό έκθεμα, αλλά ζωντανός οργανισμός. Και αν δεν τη φροντίσουμε, θα χαθεί και μαζί της θα χαθεί και ένα κομμάτι της ψυχής μας. Τότε ίσως καταλάβουμε ότι τα έθνη δεν χάνονται όταν φτωχύνει το κράτος τους, αλλά όταν αναγκαστεί η γλώσσα τους να σιωπήσει. Τότε, όμως, θα είναι πια πολύ αργά.
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»


