Δεν υπήρξε πτυχή της σύγχρονης Ιστορίας μας που να μην την άγγιξε ο Διονύσης. Η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» είναι έπος. Ο «Μπάλλος» είναι η κραυγή της γκάιντας, που μας καλεί σε εγρήγορση. «Ερμος και βαρύς στο μονοπάτι, με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη». Χείμαρρος η ποίησή του, οργιώδη τα κρουστά και στακάτα τα τύμπανα αλαλάζοντα μας ανέβαζαν σε κορφές που δεν είχαμε ξαναπατήσει.
Κι ύστερα «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», πάνω σε ζωναράδικο της Θράκης! Τι πιο επαναστατικό, πιο ξεσηκωτικό; Κι από κοντά «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας», με τη Δόμνα Σαμίου! Η παράδοση αυτοπροσώπως! Αλλά κι εκείνη η «Μαύρη θάλασσα», με το άναρχο φλάουτο της Γαδέλη; Ποίημα στους αιθέρες. Πού να σταθείς και να μην πέσεις σε βαθιά περισυλλογή!
Στο «Φορτηγό», που μας έδωσε μια απίθανη σφαλιάρα και μας είπε «κοιτάξτε, ρε, τι γίνεται γύρω σας;». Στον ήχο του Τζώνυ Λαμπίτσι και τα μπάσα του Ντάλα, που μας άρπαζαν από τον γιακά στα σκαλιά του Κύτταρου; Κι όταν αποφάσισε να βγάλει τραπεζάκια έξω, πλημμύρισε ο τόπος οσμήν ευωδίας πνευματική!
Μνημείο αιώνιο το «Ζεϊμπέκικο», με τη Σωτηρία Μέλλου. Αρπακτικό! «Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ» μας είπε και μας θύμισε ότι τους είχαμε προλάβει κι εμείς, αλλά δεν είχαμε προλάβει να τους διαβάσουμε λέξη προς λέξη! Και μας γνώρισε τον Χριστιανόπουλο, μας έβαλε σε χωρικά ύδατα που δεν είχαμε σκεφθεί ότι υπάρχουν!
Κι όταν έκανε τον «Παλιάτσο και τον ληστή», που τον είχαμε ακούσει με τον Ντίλαν και τον Χέντριξ, είπαμε: «Να ‘το, το ελληνικό ροκ». Και πέσαμε με τα μούτρα να τον μελετήσουμε, να τον αποκρυπτογραφήσουμε. Θυμάμαι που έπαιξα κάποια από τα τραγούδια του σε μια παρέα, στο Λονδίνο, στα μέσα του ’80. Κι όταν μετέφρασα μερικά από τα λόγια, άρχισαν να ζητούν λεπτομέρειες. «Νομίζω ότι θα πουλήσεις μερικά αντίτυπα παραπάνω στο Λονδίνο» του είπα, όταν γύρισα. «Να πας, όταν ξαναβρεθείς εκεί, στο “Νοστάλτζια”, που έχει όλη τη δεκαετία του ’60» μου είπε κι έτσι γνώρισα έναν απίθανο δισκογραφικό παράδεισο, σε ένα μικρό μαγαζί του Λονδίνου.
Δεν υπήρξε ποτέ λιγόψυχος ο Διονύσης. Σκέφτηκε κανείς πόσο θάρρος χρειαζόταν στα χρόνια του Κοσκωτά να βγει και να γράψει το «Μητσοτάκ»; Το «Κούρεμα» δεν ήταν, όπως το χαρακτήρισαν πολλοί, «ενδοτικό». Ηταν ένα απολύτως θαρραλέο μήνυμα, σαν εκείνα που και στη συνέχεια εξέπεμψε, αδιαφορώντας για το τι θα του έψελναν πρώην «σύντροφοι» και συνοδοιπόροι.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν «έφυγε» πλήρης ημερών. Πλήρεις, όμως, άφησε όλους εμάς αλλά και όσους θα έρθουν, που θα τον μνημονεύουν εσαεί.