Σαββόπουλος, ο μέγας αντιφατικός

Το διαζύγιό μας ήταν αμοιβαία βελούδινο. Οπως αρμόζει σε χαμηλόφωνους εκδρομείς που τους ενώνει η λύπη των ταξιδιών

Φθινόπωρο του 1985, ό,τι είχα γυρίσει από σκληρή δουλειά στον τρύγο στην Κρήτη με γεμάτες τσέπες κι ήμουν αραχτός στο σπίτι που νοίκιαζα τότε στα Τουρκοβούνια. Τριάντα πέντε αδιάκοπες μέρες απ’ το χάραμα ίσαμε που έπεφτε το φως, για ένα πεντοχίλιαρο μεροκάματο με φαΐ και ύπνο, σε μια σκληροτράχηλη οικογένεια Κρητικών στον Κρουσώνα Ηρακλείου, τα λεφτά λογάριαζα, αν θα με φτάνανε για το νοίκι έξι μηνών, μέχρι να βρω, παράλληλα με τη σχολή τι θα κάνω.

  • Γιώργος Χατζηδημητρίου

«Θέρος, τρύγος, πόλεμος, Γιώργη!» με ενθάρρυνε κάθε πρωί η κυρά του αφεντικού, ενός λιγομίλητου θηρίου που τα ζύγιζε γρήγορα όλα με βλέμμα-φωτιά. Στις αποφάσεις του δεν υπήρχε οίκτος. Απ’ όλο το συνεργείο, τους έδιωξε όλους την πρώτη μέρα και κράτησε μόνο εμένα. Τα χέρια μου κάηκαν από την «αλουσά» (ποτάσα διαλυμένη σε νερό), όπου βύθιζα τα τσιγκάκια με το σταφύλι για να τα απλώσω μετά στους οψιγιάδες (η λέξη είναι ομηρική και σημαίνει την όψη της γης!), να τα στεγνώσει εξωτερικά ο ήλιος, κρατώντας όμως τη ζουμερή σάρκα και να θρέψουν οι σουλτανιές σταφίδες. Ο σκούρος και γυαλιστερός χρυσός που θρέφει τις φαμίλιες των νοικοκυραίων.

Εκεί όπου κάθομαι λοιπόν και βόσκω τις σκοτούρες μου, ακούω στο μονίμως ανοιχτό ραδιόφωνο το «Μακρύ ζεϊμπέκικο του Νίκου», το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου, το μοναδικό που προσπάθησε να εξηγήσει πώς ο Κοεμτζής οδηγήθηκε εκείνο το μοιραίο βράδυ στο μπουζουκτσίδικο, σε ένα φριχτό φονικό. Το άκουσα ολόκληρο για πρώτη φορά. Και σκάλωσα στον στίχο «Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει, καμιά Αστυνομία/Για τους φυγάδες αυτός ο Ουρανός είν’ η παρανομία».

Ξημέρωνε Σάββατο και κατηφόρισα στο κέντρο υπό βροχήν, όπου από ένα βιβλιοπωλείο μουσικών εκδόσεων αγόρασα τις παρτιτούρες του Σαββόπουλου με τα ακόρντα, γιατί δυστυχώς νότες δεν διαβάζω. Προμηθεύτηκα κρασί από την κάβα της γειτονιάς και στρώθηκα στη μελέτη. Το τραγούδι, βουνό. Πώς να το διαβείς; Παιδεύτηκα ώρες. Είχα μια «λαϊκή» κιθάρα, χειροποίητη, με συρμάτινα τέλια από τους ξακουστούς αδερφούς Παναγή στην πλατεία Καρύτση, εκεί όπου ο Μανώλης Χιώτης παρήγγειλε και του κατασκεύασαν το πρώτο του τετράχορδο μπουζούκι. Μέχρι το βράδυ είχα «σπάσει» και κυριολεκτικά ματώσει τα δάχτυλα, αλλά το έβγαλα!

Κι ύστερα, το Happy Day -«Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς/που μου λεν «μην τα ρωτάς/γύρω στο ’48 πέρασα από κει κι εγώ/ήταν μέρες φοβερές η Μακρόνησος που λες”»-, «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο δύο», απ’ τα πιο αγαπημένα μου, και άλλα πολλά, από τα καινούργια του, γιατί τα παλιά, όπως την «Αννα», μια στιγμή καθαρής ποίησης σαν να ακούς ένα βιολοντσέλο σε μια παγωμένη λίμνη, και το «Σαν βγω από αυτή τη φυλακή» τα ήξερα απ’ τη Σαλονίκη ακόμα…

Δεν έκρυψε ποτέ τις συντηρητικές απόψεις του. Αλλο που η Μεταπολίτευση ήθελε να τον στριμώξει σε δικά της καλούπια. Εκείνος έζησε σύμφωνα με το αξίωμα του Μπουνιουέλ για την καλλιτεχνική δημιουργία, πως είναι ανήθικο στην τέχνη να σκέφτεσαι τις επιπτώσεις. «Ημουν αριστερός, όταν η Αριστερά εδιώκετο» είπε απλά.

Μέγας αντιφατικός, αλλά τον συγχωρήσαμε και πήγαμε παρακάτω. Νομίζω κι αυτός το ίδιο έκανε. Το διαζύγιό μας ήταν αμοιβαία βελούδινο. Οπως αρμόζει σε χαμηλόφωνους εκδρομείς που τους ενώνει η λύπη των ταξιδιών.








Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων









spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ