Η δική μας απερήφανη φάρα!

Τις μακρόσυρτες νύχτες του χειμώνα, τότε που οι πατεράδες μας λείπανε στα ξένα κι η ψυχή μας ήταν μπεράτι, κοιμόμασταν στη χαμηλοτάβανη κουζίνα, όπου η «μασίνα» (ξυλόσομπα) έκαιγε νύχτα – μέρα και τρώγαμε καθισμένοι οκλαδόν στον ταπεινό σοφρά.
Κατέβαινε τότε μια ομίχλη που τύλιγε τα σπίτια απειλητικά και σωπαίναν ανήσυχοι οι ζωντανοί…

  • Του Γιώργου Χατζηδημητρίου

➜ «Αλί από αυτούς που βρίσκονται τώρα στον δρόμο…» έλεγε η Αρβανίτισσα γιαγιά μου η Φωτεινή, που έλυνε μάγια και σταυροκοπιόταν με δέος κάθε φορά που άκουγε τους λύκους να ουρλιάζουν ψηλά πάνω από την Γκολίνα. Εκεί όπου ξέχασε μια φορά ο θείος μου ο Μήτκας δεμένο το πιστό άλογό μας, τον Μάγγο, και το κατασπαράξανε ανυπεράσπιστο τα θεριά.

➜ «Πες στα παιδιά ένα “παραμύθι” απ’ το μέτωπο» παρότρυνε τότε για να ξεχαστούμε τον παππού μου, ήρωα των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασίας, απ’ όπου γύρισε γεμάτος πληγές και εννέα παράσημα ανδρείας, κι έχοντας προηγουμένως παρατήσει, χωρίς να το σκεφτεί, ζωή στρωμένη και δουλειά στο Παρίσι, προτού να πάρει απ’ τη Μασσαλία το πρώτο βαπόρι για Πειραιά και να καταταγεί εθελοντής.

Αυτή είναι η δική μας απερήφανη φάρα! Και με αυτές τις πατριωτικές διηγήσεις μεγαλώσαμε, τις οποίες ο παππούς μου, ο Ευάγγελος Χατζηδημητρίου, φρόντιζε να κλείνει, λίγο προτού σφαλίσουν τα βλέφαρά μας και παραδοθούμε σε έναν περιπετειώδη ύπνο, γεμάτο ανδραγαθήματα και θυσίες, με τον «Ορκο των Αθηναίων εφήβων», λέγοντας με ρίγος και τον επιβεβλημένο στόμφο λόγια που γυρίζανε στο μυαλό μας – «δεν θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά», «ούτε θα εγκαταλείψω τον συμμαχητή», «και μόνος και μετά πολλών», «και την πατρίδα μικρότερη δεν θα παραδώσω!». Αν μπορούσε να το εγγυηθεί αυτό κι ο Μητσοτάκης με τη γελοία πινακοθήκη των υπουργών του… Ας είναι.

Περίμενα πώς και τι φέτος στο καινούργιο μου σπίτι, που υποχρεώθηκα να μετακομίσω (καταραμένο Airbnb…), την άγια μέρα του αγίου Δημητρίου, που απελευθερώθηκε η αγαπημένη Θεσσαλονίκη, η πρωτεύουσα ημών των Μακεδόνων, να υψώσω στο μπαλκόνι την ελληνική σημαία.

Κι αδιαφορώ παγερά που κάποιοι σύντροφοί μου λένε χλευαστικά ότι ήταν επιταγή της προδοτικής χούντας. Εγώ τιμώ τους αγώνες της γενιάς του παππού μου, που μεγάλωσε την Ελλάδα, η οποία έφτανε τότε έξω απ’ τη Λάρισα μέχρι τη Μελούνα, κι αυτή την υπέροχη γενιά που πήρε τα τρένα για το μέτωπο χαμογελώντας, κι όπως είπε ο ποιητής (Ανδρέας Εμπειρίκος) «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου»!

Πώς τα καταφέραμε εμείς, οι ανάξιοι επίγονοι, μέσα σε τόσο λίγα χρόνια και «φτάσαμε από τη φτώχεια στο δήθεν», όπως λέει ένας σοφός φίλος, ώστε να καταντήσουμε αυτοί που τέλεια, σαν ένα μάθημα εθνικής αυτογνωσίας, μας δώρισε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο τραγούδι του «Κωλοέλληνες», συνιστά μια ζωτική υπόθεση εργασίας.

Ας ελπίσουμε ότι η χώρα θα αποκτήσει κάποτε Παιδεία κι ότι θα ‘ρθουν στο προσκήνιο γενιές Ελληνόπουλων για να χτίσουν από την αρχή μια Ελλάδα, η οποία, όπως θα ’λεγε ο Σεφέρης, «δεν θα υπάρχει μονάχα στη νοσταλγία μας»…

ΥΓ.: Θα είχε ενδιαφέρον αν ρωτούσε κάποιος «ασεβής» δημοσιογράφος τον Μητσοτάκη -που θα καμαρώνει με αυτό το «περίεργο» ύφος αύριο στην παρέλαση στη Σαλονίκη, όπου ανεβαίνει για να «κοντύνει» τον Δένδια- αν γνωρίζει ποιοι ήσαν οι Φίλιππος Νίκογλου και Αθανάσιος Σουλιώτης…

Από τη στήλη «Σχοινί κορδόνι» της «δημοκρατίας»









Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων










spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ