«Στις μέρες μας η τρυφή, η μαλθακότητα και η πολυτέλεια έχουν κάνει τους ανθρώπους να μη χρησιμοποιούν αυτά που έχουν, μολονότι έχουν αρκετά· δανείζονται λοιπόν έναντι υψηλών τόκων, ενώ τίποτα δεν τους αναγκάζει. Περίτρανη απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι κανείς δεν δανείζει σε ανθρώπους που δεν έχουν οικονομικούς πόρους· δανείζουν σ’ εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν μεγαλύτερη άνεση· και φέρνουν μάρτυρες και παρέχουν εγγυήσεις για το ότι είναι άξιοι δανεισμού επειδή έχουν περιουσία, ενώ ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο θα έπρεπε να μη δανείζονται καθόλου».
Πλούταρχος, «Οι συμφορές του δανεισμού – Περί του μη δειν δανείζεσθαι», 827-F, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 8
Ιδού ένα έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που θα έπρεπε να διδάσκεται στα παιδιά της πατρίδας από το δημοτικό σχολείο. Φυσικά κάτι τέτοιο ουδέποτε πρόκειται να γίνει όσο στοιχειώνει τη χλομή και φθισική «ελίτ» της χώρας μας το φάντασμα του ρεπουσισμού και η ύβρις των «συνωστισμών». Η αριστουργηματική πραγματεία του Πλουτάρχου στις συμφορές του δανεισμού διαπερνά σαν αστραπή τον πανδαμάτορα Χρόνο.
Το κείμενο είναι ένας κόλαφος, μια τεκμηριωμένη καταγγελία εναντίον της ανθρώπινης αδυναμίας, που οδηγεί στην τρυφή, και της απάνθρωπης αθλιότητας, που καταλήγει στην τοκογλυφία. Το απόσπασμα που παρατέθηκε αρκεί (αν κατανοηθεί) για να φρενάρει την καλπάζουσα αφέλεια αναρίθμητων θυμάτων των τοκογλύφων, τα οποία οδηγούνται στο γκισέ για να ζητήσουν δάνειο που δεν χρειάζονται – και οι τοκογλύφοι είναι πρόθυμοι να το παρέχουν σε όλους όσοι αποδείξουν ότι τους είναι αχρείαστο.
Ο Πλούταρχος, οξυδερκής παρατηρητής της οικονομικής λειτουργίας της κοινωνίας, περιγράφει την τραγωδία του δανεισμού σ’ όλα της τα στάδια. Από το μυαλό που αδυνατίζει μέχρι το σώμα που παχαίνει. Από την ανηφόρα που τραβούν οι ανόητοι πόθοι του καταναλωτή μέχρι τα Τάρταρα στα οποία κατεβαίνει η περιουσία του δανειζομένου και των εγγυητών του δανείου του.
Εκποίηση και αξιοπρέπεια
Ο Πλούταρχος σ’ αυτό το έργο (που αποτελεί μέρος των «Ηθικών» του) σε περιπτώσεις ένδειας προτείνει την εκποίηση της γονικής κληρονομιάς και όχι την υποθήκευσή της. Στο 828-Α γράφει: «Τον άνθρωπο που, αντί να πουλήσει τα υπάρχοντά του, τα βάζει ενέχυρο -που ντρέπεται να δεχτεί αντίτιμο, αλλά δεν ντρέπεται να πληρώνει τόκο για κάτι που είναι δικό του- ούτε ο Ζευς ο Κτήσιος δεν μπορεί να τον σώσει». Σημειώνεται ότι ο Κτήσιος Ζευς ήταν προστάτης της περιουσίας. Παρακάτω (831-D), ο πρόγονός μας, που ενέπνευσε τον Σαίξπηρ και τα κείμενά του παρηγόρησαν τον Μπετόβεν όταν έχανε την ακοή του, γίνεται ακόμα πιο οξύς:
«Ετσι και οι οφειλέτες δεν πουλάνε τα δικά τους χωράφια ούτε τα δικά τους σπίτια, αλλά του δανειστή, που με τον νόμο κατέστησαν κύριό τους. “Μα τον Δία” λένε. “Τη γη αυτή μού την άφησε ο πατέρας μου”. Μα και την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, που θα πρέπει να είναι για σένα πιο σημαντικές, ο πατέρας σου σού τις έδωσε».
Αρρωστοι τοκογλύφοι
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η ανάλυση του Πλουτάρχου για τα -εν τέλει άχρηστα- αγαθά που κατάσχουν οι τοκογλύφοι λόγω της αδυναμίας των δανειζομένων να αποπληρώσουν τα χρέη. Στο 829-D εξηγεί με λίγα λόγια το παγκόσμιο πρόβλημα: «Αιτία των ψεμάτων τους είναι η πλεονεξία, ούτε η ανάγκη ούτε η δυσπραγία, μα η απληστία, που στο τέλος, ενώ καταστρέφει τα θύματά τους, σ’ εκείνους δεν φέρνει ούτε απόλαυση ούτε όφελος. Γιατί ούτε τα χωράφια που κατάσχουν από τους οφειλέτες καλλιεργούν· ούτε στα σπίτια τους, από τα οποία τους έχουν πετάξει έξω, κατοικούν. […] παρά, με το που θα καταστρέψουν έναν, ρίχνονται στο κυνήγι και δεύτερου, χρησιμοποιώντας τον πρώτο για δόλωμα. Και η άγρια αυτή πρακτική εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά».
Και ποια είναι η λύση που προτείνει ο Πλούταρχος για τη διασφάλιση των προς το ζην; Την εργασία (830-Β): «Μα πώς θα ζήσω; ρωτάς, ενώ έχεις χέρια, έχεις πόδια, έχεις φωνή, είσαι άνθρωπος, άρα ικανός να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να προσφέρεις και να εκφράζεις ευγνωμοσύνη για όσα σου προσφέρουν. Γίνε δάσκαλος, παιδαγωγός, θυρωρός, ναυτικός· τίποτε απ’ αυτά δεν είναι πιο επαίσχυντο ούτε και πιο δυσάρεστο από το να ακούς να σου λένε “πλήρωνε”».
Παναγιώτης Λιάκος