Δολοφονία Γρίβα: Το ερώτημα του μειωμένου καταλογισμού παραμένει στο επίκεντρο, με τους ειδικούς να διαφωνούν
Συνεχίστηκε χθες στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών η δίκη για την πολύκροτη υπόθεση της Κυριακής Γρίβα, που δολοφονήθηκε έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων από τον πρώην σύντροφό της την 1η Απριλίου του 2024. Η χθεσινή συνεδρίαση εστίασε στις κρίσιμες ψυχιατρικές εκτιμήσεις για την πνευματική κατάσταση του κατηγορουμένου τη χρονική περίοδο κατά την οποία σημειώθηκε το φονικό. Το ερώτημα του μειωμένου καταλογισμού παραμένει στο επίκεντρο, με τους εμπλεκόμενους ειδικούς να παραθέτουν αντικρουόμενες εκτιμήσεις, προσδίδοντας νέο βάθος στη δίκη, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Στο εδώλιο βρέθηκε ο ψυχίατρος Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, ο οποίος παρακολουθεί τον 40χρονο κατηγορούμενο στις Φυλακές Κορυδαλλού. Ο ψυχίατρος δέχτηκε πληθώρα ερωτήσεων από τους δικηγόρους της οικογένειας της Κυριακής Γρίβα, Γιάννη Αμπατζίδη και Ελένη Μαζαράκη, με σκοπό να αποσαφηνιστεί αν ο κατηγορούμενος πράγματι έπασχε από κάποια ψυχική νόσο που θα μπορούσε να μειώσει την ικανότητά του να αντιληφθεί ή να ελέγξει τις πράξεις του. Ο κ. Γεωργιάδης, αν και σε προηγούμενη δικάσιμο είχε αποφύγει να δώσει σαφή απάντηση για την κατάσταση του δράστη τη νύχτα της δολοφονίας, εξέφρασε την πεποίθηση ότι πάσχει από διπολική διαταραχή.
Παραλήρημα
Οπως διευκρίνισε, ωστόσο, η εν λόγω πάθηση δεν επηρεάζει τη γνωστική ικανότητα, εκτός αν συνοδεύεται από ψυχωσικά επεισόδια ή παραλήρημα, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε «ανεξέλεγκτη παρόρμηση». Η μαρτυρία του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την πολιτική αγωγή, καθώς έρχεται σε σαφή αντίθεση με την κατάθεση που είχε προηγηθεί την Παρασκευή από τον καθηγητή Ψυχιατρικής Αθανάσιο Δουζένη. Ο τελευταίος είχε παρακολουθήσει τον κατηγορούμενο για επτά μήνες και ανέφερε ότι «πάσχει από αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, ενώ στο πρόσωπό του εντοπίζονται ενδείξεις μειωμένου καταλογισμού».
Ερωτηθείς σχετικά με το αν υπήρχαν ενδείξεις παραληρηματικής κατάστασης μετά το έγκλημα, ο κ. Γεωργιάδης δήλωσε ότι οι γιατροί που τον παρέλαβαν στο Νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς» και στο Δαφνί θα μπορούσαν να διαπιστώσουν κάτι τέτοιο, όμως βάσει του ιατρικού φακέλου του κατηγορουμένου τέτοια διάγνωση δεν προέκυψε. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο 40χρονος είχε επίγνωση των πράξεών του, όταν κατέσφαξε την αδικοχαμένη κοπέλα στο κατώφλι του αστυνομικού τμήματος. Το «παρών» στη δικαστική αίθουσα έδωσαν και οι τεχνικοί σύμβουλοι της οικογένειας της Κυριακής, ο ιατροδικαστής Δημήτρης Γαλεντέρης και η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχιατρικής Μυρτώ Σαμαρά. Η κυρία Σαμαρά ανέλαβε την αξιολόγηση της ψυχικής κατάστασης του 40χρονου μετά την εντολή του χαροκαμένου πατέρα. Στην κατάθεσή της ενώπιον του δικαστηρίου αποκάλυψε ότι συνομίλησε απευθείας με τον κατηγορούμενο. «Ελαβα το ιστορικό του από τον ίδιο» είπε, επισημαίνοντας ότι αυτός ήταν συνεργάσιμος, με μόνη εξαίρεση το γεγονός ότι «δεν θυμόταν τίποτα από το έγκλημα».
Πάντως ήταν κατηγορηματική σχετικά με τη δυνατότητα του δράστη να κατανοήσει και να σχεδιάσει την αποτρόπαια πράξη. Οπως ανέφερε: «Είχε πλήρη επίγνωση και γνώση τόσο του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε να διαπράξει το έγκλημα όσο και των μεθόδων αυτοτραυματισμού». «Ηξερε πώς να σκοτώσει και πώς να αυτοτραυματιστεί για να μην κινδυνέψει» ανέφερε, ενώ δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την απόπειρα αυτοκτονίας από την πλευρά του κατηγορουμένου χειριστική και προσχηματική, γεγονός που ενίσχυσε το επιχείρημα περί στρατηγικής σκέψης. Παράλληλα η κυρία Σαμαρά υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει καμία ιατρική τεκμηρίωση περί διπολικής διαταραχής στον φάκελο του κατηγορουμένου, αμφισβητώντας ευθέως την αξιοπιστία της εκτίμησης του κ. Γεωργιάδη.
Αντίθετα, όπως τόνισε, οι ενδείξεις παραπέμπουν σε παραβατική προσωπικότητα με αντικοινωνικά χαρακτηριστικά, καθιστώντας αδύνατο τον ισχυρισμό περί μειωμένου καταλογισμού. Η ακροαματική διαδικασία διεκόπη λίγο πριν από το μεσημέρι προκειμένου να συνεχιστεί σήμερα με την κατάθεση του Δημήτρη Γαλεντέρη. Ο ιατροδικαστής πρόκειται να ρίξει περαιτέρω φως στις συνθήκες της δολοφονίας της άτυχης κοπέλας και να ενισχύσει ή να διαψεύσει τους ισχυρισμούς περί αυτοτραυματισμών και ψυχικής ανισορροπίας.