Η εκτόξευση των τιμών στις πρώτες ύλες «γονατίζει» τα ζαχαροπλαστεία, με τους εκπροσώπους του κλάδου να κάνουν λόγο για νέα λουκέτα, ενώ η ελληνική παραγωγή δεν αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες
Ο κλάδος της ζαχαροπλαστικής, παραδοσιακά συνδεδεμένος με την ελληνική καθημερινότητα, τις γιορτές και τις κοινωνικές παραδόσεις, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη ίσως οικονομική πρόκληση των τελευταίων δεκαετιών.
- Του Χρυσόστομου Τρίμμη
Ενας συνδυασμός διεθνών αναταράξεων στην αγορά πρώτων υλών, εκρηκτικών αυξήσεων στην ενέργεια και μειωμένης αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών έχει δημιουργήσει περιβάλλον οικονομικής ασφυξίας για τα ελληνικά ζαχαροπλαστεία, όπως περιγράφει στον «Ε.Α.» ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ζαχαροπλαστών Ελλάδος, Ιωάννης Γλύκος.
Σύμφωνα με αυτόν, λοιπόν, η πραγματικότητα είναι το λιγότερο δραματική. Αυτό βλέπουν και οι Ελληνες καταναλωτές στην τσέπη τους, εξάλλου, καθώς το κόστος αγοράς των γλυκών, ακόμα και μίας απλής σοκολάτας στο περίπτερο ή στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, έχει πάρει την ανηφόρα και δεν λέει να σταματήσει.
«Τρία ευρώ μία απλή σοκολάτα στο περίπτερο;» ήταν το πρώτο ερώτημα στον κ. Γλύκο, με τον ίδιο να περιγράφει με ωμή ειλικρίνεια το μέγεθος του προβλήματος και να αναλύει τις ανατιμήσεις που χτύπησαν το κακάο, τη σοκολάτα, το βούτυρο, την κρέμα γάλακτος, αλλά και το κόστος της ενέργειας – ένα σκηνικό που, όπως τονίζει, έχει οδηγήσει πολλούς επαγγελματίες του χώρου στο χείλος του λουκέτου.

Κακάο και σοκολάτα
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι Ελληνες αγρότες έχουν καταγγείλει τις χαμηλές τιμές στα προϊόντα τους, βλέποντας στη συνέχεια το κόστος λιανικής αγοράς να είναι πολλαπλάσιο. Στην περίπτωση των ζαχαροπλαστών, πάντως, ένα υλικό που δεν παράγεται στην Ελλάδα παίζει τεράστιο ρόλο στις ανατιμήσεις, και αυτό δεν είναι άλλο από το κακάο, βασικό και για την παραγωγή σοκολάτας.
Οπως εξηγεί ο κ. Γλύκος, το πλέον χαρακτηριστικό και σοκαριστικό παράδειγμα της κρίσης είναι η εκτόξευση της τιμής του κακάο στις διεθνείς αγορές. «Πριν από ενάμιση χρόνο, ο τόνος κακάο, που αποτελεί την πρώτη ύλη για τη σοκολάτα, είχε 2.000 δολάρια. Λόγω καιρικών συνθηκών και άλλων φαινομένων, και λόγω χρηματιστηρίου, καθώς πρόκειται για χρηματιστηριακό προϊόν, έφτασε μέχρι και τα 12.000 δολάρια!» σημειώνει ο πρόεδρος της ΟΕΖΕ, με την άνοδο αυτή να μην είναι τόσο σταδιακή, αλλά απότομη και βίαιη.
Σαφώς έπαιξαν ρόλο η μειωμένη παραγωγή παγκοσμίως, με ακραία καιρικά φαινόμενα να πλήττουν τις καλλιέργειες σε χώρες παραγωγούς, όπως η Ακτή Ελεφαντοστού και η Γκάνα, τη στιγμή που το παγκόσμιο ενδιαφέρον για προϊόντα σοκολάτας παραμένει αυξημένο (λόγω και του μάρκετινγκ, θα πει κανείς). Από την άλλη, είναι δεδομένη η επιθετική χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, και το αποτέλεσμα ήταν οι Ελληνες επαγγελματίες να πληρώνουν το τριπλάσιο από το αρχικά υπολογιζόμενο – και όλα αυτά εντός ενός έτους.
Ο κ. Γλύκος το περιγράφει με συγκεκριμένα μεγέθη. «Η αύξηση της σοκολάτας ήταν τέτοια, που, ενώ αγοράζαμε 4-4,5 ευρώ, φτάσαμε να αγοράζουμε 10,50-12 ευρώ! Η αύξηση που έχουμε είναι 200%» σημειώνει, ενώ οι πρόσφατες χρηματιστηριακές μειώσεις στην πρώτη ύλη δεν μεταφέρθηκαν και στην αγορά. Οντως, έπειτα από αυτή τη δραματική κορύφωση, τους τελευταίους μήνες παρατηρείται μια σημαντική, αλλά όχι αρκετή, αποκλιμάκωση, με τον πρόεδρο των Ελλήνων ζαχαροπλαστών να επισημαίνει: «Τον τελευταίο καιρό υπήρξε υποχώρηση στην τιμή του κακάο – έπεσε στα 9.000 δολάρια, στα 8.000 και έχει φτάσει μέχρι τα 6.000-6.500 δολάρια.
Ωστόσο, η μείωση που είδαμε εμείς ως ζαχαροπλάστες ήταν ένα 10% στη σοκολάτα. Αυτό, γιατί τα συμβόλαια κλείνονται για πωλήσεις πρώτης ύλης κάθε 6 μήνες. Οπότε, έχοντας το κακάο, λένε ότι δεν μπορούν να ρίξουν την τιμή περισσότερο από 10%, αντί να τη ρίξουν 50%». Με λίγα λόγια, μέχρι να να ξεστοκάρουν τα «χρυσά» αποθέματα οι μεγάλες παγκοσμίως εταιρίες, δεν ρίχνουν περισσότερο τις τιμές. «Περιμένουμε να πάει 30%-40% η μείωση. Φυσικά, δεν περιμένουμε ποτέ να φτάσει στις τιμές που ήταν, αλλά τουλάχιστον να αγοράζουμε στα 7 ευρώ» ελπίζει ο κ. Γλύκος, και κάπως έτσι ακόμη και μία απλή σοκολάτα κοστίζει 2,5 και 3 ευρώ πλέον…
Η χειρότερη εικόνα
Πέρα από το κόστος, υπάρχει και η ζήτηση. Η αγορά, όπως περιγράφεται, δεν είναι απλώς στάσιμη – είναι απογοητευτική. «Είναι ό,τι χειρότερο μπορούμε να φανταστούμε» σημειώνει ο κ. Γλύκος, με τον κόσμο να περιορίζει κι αυτές τις αγορές.
«Πάμε για κλείσιμο»
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, το συμπέρασμα του Ιωάννη Γλύκου δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. «Εμείς πάμε για κλείσιμο, αν πάει σε αυτόν τον ρυθμό η ανόδος κόστους, αν δεν σταθεροποιηθούν τα πράγματα» σημειώνει ο πρόεδρος της ΟΕΖΕ.
Ελπίδες στο δώρο
Μια και ο εορταστικός χαρακτήρας των ημερών φέρνει τα γλυκά στο προσκήνιο, ο πρόεδρος της ΟΕΖΕ σημειώνει ότι όλοι ελπίζουν σε αύξηση της κίνησης και με την καταβολή του δώρου των Χριστουγέννων στον ιδιωτικό τομέα! Η ανάσα αυτή, όμως, είναι εποχική και όχι δομική…
Εξαντλητικό το ενεργειακό κόστος
Ακόμα και αν οι πρώτες ύλες ήταν σταθερές -που δεν είναι-, η ενεργειακή πίεση από μόνη της θα ήταν αρκετή για να προβληματίσει τον κλάδο. Ο κ. Γλύκος αναφέρει ότι η επιβάρυνση και του κλάδου που εκπροσωπεί είναι μεγάλη πλέον και σαφώς πολλαπλάσια σε σχέση, π.χ., με δύο χρόνια πριν. «Σε προσωπικό επίπεδο, πριν από δύο χρόνια πλήρωνα 2.500 ευρώ, και τώρα πληρώνω 7.000 ευρώ» σημειώνει, με τους αριθμούς να είναι εντυπωσιακοί, καθώς ουσιαστικά δείχνουν αύξηση της τάξης του 180%!
«Συγκρατημένες οι τιμές…»
Παρά την καταιγίδα αυξήσεων, τα ελληνικά ζαχαροπλαστεία δεν πέρασαν όλη την αύξηση στον καταναλωτή, όπως υποστηρίζει τουλάχιστον ο πρόεδρος της ΟΕΖΕ: «Εμείς απορροφήσαμε τουλάχιστον το 100% από τις αυξήσεις, κάναμε πολύ μικρές αυξήσεις. Εμείς κάναμε 20% αύξηση και είχαμε αυξήσεις 100%-150%. Κρατάμε ισορροπημένες τιμές, πολύ χαμηλές σε σχέση με το τελικό προϊόν και σε άλλες χώρες. Εδώ, ένα προϊόν μπορεί να το έχουμε 60-70 λεπτά το κομμάτι και σε άλλη χώρα μπορεί να κοστίζει 2 ευρώ».
Δεν αρκεί η εγχώρια παραγωγή – Αυξημένες οι εισαγωγές
Η κρίση (και) στα ελληνικά ζαχαροπλαστεία δεν περιορίστηκε στην αύξηση της τιμής του κακάο, αφού ακόμη και το βούτυρο, που υποτίθεται ότι αποτελεί εγχώριο προϊόν, κοστίζει πολύ περισσότερο πλέον, και αποτελεί και αυτό θεμελιώδες υλικό για τους επαγγελματοβιοτέχνες ζαχαροπλάστες. Ανάλογα είναι τα δεδομένα και με την κρέμα γάλακτος.
«Μεγάλο πρόβλημα είχαμε και με το βούτυρο, που από τα 6 ευρώ έφτασε στα 14 ευρώ το κιλό. Αυτή τη στιγμή αγοράζουμε στα 10 με 12 ευρώ το κιλό» σημειώνει ο κ. Γλύκος, περιγράφοντας ότι, ακόμα και αν υπάρχει μια αποκλιμάκωση στην τιμή, η αρχική αύξηση ήταν της τάξης του 130%. Οι επαγγελματίες έπρεπε να απορροφήσουν την πίεση είτε μειώνοντας τα κέρδη είτε αυξάνοντας τις τιμές πολύ ελαφρά, με κίνδυνο να χάσουν πελατεία.

Αλλο ένα υλικό-κλειδί είναι η κρέμα γάλακτος, με διευρυμένη χρήση, για το οποίο επίσης η εικόνα είναι δυσμενής, με τον πρόεδρο της ΟΕΖΕ να τονίζει ότι διπλασιάστηκε το κόστος, ενώ υπάρχει και θέμα επάρκειας. Χαρακτηριστικά σημειώνει: «Δεν έχουμε γάλα. Τα δικά μας δεν φτάνουν. Εχουμε ελλείψεις και στην κρέμα γάλακτος και δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη συνταγή σε ένα γλυκό κάθε μήνα, επειδή έχουν έλλειψη οι εταιρίες, και που μπορεί να το καταλάβει και ο πελάτης».
Αυτό, όπως υπογραμμίζει ο κ. Γλύκος, είναι δομικό πρόβλημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, αφού η εγχώρια γαλακτοπαραγωγή δεν καλύπτει πλήρως τις ανάγκες της ζαχαροπλαστικής και της γαλακτοβιομηχανίας. Οπότε, σε σχετική ερώτηση για το κατά πόσο η ελληνική ζαχαροπλαστική στηρίζεται σε εγχώριες ύλες έναντι των εισαγόμενων, ήταν σαφής: «Οι ντόπιες πρώτες ύλες δεν φτάνουν. Από την άλλη, έχει αλλάξει τόσο πολύ η δουλειά στις γεύσεις με πάρα πολλά προϊόντα, και έτσι το 50% τουλάχιστον είναι εισαγόμενα».
Αυτό δεν ισχύει μόνο για το κακάο (που δεν παράγεται στην Ευρώπη), αλλά και για το γάλα και τα παράγωγά του, ακόμη και για αρώματα, πραλίνες, ξηρούς καρπούς και άλλα υλικά, που είναι στην πρώτη γραμμή όσον αφορά τη χρήση τους από τα ζαχαροπλαστεία. Φυσικά, όσο ο πρωτογενής ελληνικός τομέας υποχωρεί, οι εισαγωγές αυξάνονται, και έτσι ένας ακόμη κλάδος γίνεται όλο και πιο ευάλωτος σε διεθνείς αναταράξεις. Κάπως έτσι, ακόμη και η τιμή του πιο απλού γλυκού αυτή τη στιγμή στην ελληνική αγορά έχει αυξηθεί κατά 50%-100% σε πολλές περιπτώσεις.
Πηγή: Εφημερίδα Έλληνας Αγρότης



