Oσο κι αν πασχίζει η κυβερνητική προπαγάνδα να «πουλήσει» στους πολίτες μια εικόνα προόδου, επενδύσεων και αύξησης των εισοδημάτων, η πραγματικότητα των εργαζομένων είναι εφιαλτική, και αυτό το αποδεικνύουν οι αριθμοί. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται σε 18.000 ευρώ, καθιστώντας τους εργαζομένους στη χώρα μας τους δεύτερους πιο κακοπληρωμένους στην Ευρωπαϊκή Ενωση, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία. Πρόκειται για ένα ντροπιαστικό «αργυρό» μετάλλιο στην ανέχεια, το οποίο διαψεύδει το αφήγημα της «ισχυρής οικονομίας» και της «αναπτυξιακής πορείας» που προβάλλει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι για το έτος 2024 ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανήλθε στα 39.800 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,2% σε σχέση με τα 37.800 ευρώ του 2023. Η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με μισθούς που δεν επαρκούν ούτε για τα βασικά. Την ίδια στιγμή, οι τιμές σε τρόφιμα, ενέργεια και ενοίκια έχουν εκτοξευθεί. Η αγοραστική δύναμη των πολιτών καταρρέει, καθώς οι αυξήσεις επιβαρύνουν δυσανάλογα όσους ζουν από τη δουλειά τους. Είναι παράλογο μια χώρα που υποτίθεται ότι βγαίνει από την εποχή της επιτήρησης να ζει σε συνθήκες που θυμίζουν ακόμη τα πιο δύσκολα χρόνια της κρίσης.
Η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στην επικοινωνιακή της «φούσκα», επιλέγει να πανηγυρίζει για κάποιους μακροοικονομικούς δείκτες, αγνοώντας επιδεικτικά τις δυσκολίες των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν με το μηνιάτικο. Αντί η κυβέρνηση να ενισχύσει ουσιαστικά τους μισθούς και να στηρίξει την εργασία, περιορίζεται σε ημίμετρα και επιδόματα-ασπιρίνες. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία κουρασμένη, απογοητευμένη και οικονομικά εξαντλημένη.
Η αλήθεια είναι απλή και οδυνηρή: Οσο οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι και οι τιμές στα ύψη, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στις ακμάζουσες ευρωπαϊκές. Οι χαμηλοί μισθοί και το δυσβάστακτο κόστος ζωής συνθέτουν μια καθημερινότητα που θυμίζει περισσότερο την εποχή των Μνημονίων, παρά μια περίοδο ανάπτυξης και ευημερίας.



