Η εν εξελίξει περιοδεία του Πάπα και η προγραμματισμένη συνάντησή του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο επαναφέρουν στο προσκήνιο ένα ανοιχτό και φλέγον θέμα: τη σχέση της Ορθοδοξίας με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Η εικόνα ενός Πάπα που αναγνωρίζει δημόσια τον ιστορικό και πνευματικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι, ασφαλώς, και μια ευγενική χειρονομία, αλλά συνάμα αποτελεί και μια πολιτισμική και εκκλησιαστική δήλωση με ξεχωριστή βαρύτητα. Η θερμότητα στις σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων που αναπτύσσεται εδώ και καιρό δηλοί ότι οι δύο παραδόσεις μοιράζονται κοινές ρίζες και κοινές αγωνίες για τον σύγχρονο κόσμο.
Επιπλέον, αξίζει να τονιστεί η υποχώρηση του Πάπα στο ζήτημα του «filioque» (θεωρούν το Αγιο Πνεύμα και εκ του Υιού εκπορευόμενο) που έχουν προσθέσει στο Σύμβολο της Πίστεως. Με την αποδοχή της ορθόδοξης εκδοχής του «Πιστεύω» χωρίς τη δευτερογενή προσθήκη του «filioque», ο Πάπας θέλει να δείξει στον κόσμο την έμπρακτη αναγνώριση της κοινής πίστης που εκφράστηκε ήδη από την εποχή των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.
Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε εξιδανικεύσεις. Η Ορθοδοξία μας, με την εμπειρική θεολογία, την παράδοση της συνοδικότητας και την πνευματικότητα της ταπείνωσης, δεν μπορεί και δεν πρέπει να απορροφηθεί ή να ταυτιστεί με μια ομολογία που στηρίζεται σε δογματικές θέσεις ξένες προς την παράδοσή μας.
Το παπικό αλάθητο, η ύπαρξη κρατικής οντότητας με τεράστια πολιτική ισχύ, ακόμη και το εκτεταμένο τραπεζικό σύστημα του Βατικανού συνιστούν στοιχεία που φανερώνουν μια διαφορετική θεώρηση για την Εκκλησία και τον ρόλο της στον κόσμο. Ο διάλογος δεν μπορεί να είναι άκριτος ή να επιδιώκει συγχώνευση, αλλά αμοιβαία κατανόηση μέσα στα φυσικά όρια της κάθε παραδόσεως.
Ενάρετος στόχος η ενότητα της πίστεως, αλλά αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με θεσμικές εκπτώσεις, ούτε με εκκλησιολογική αμνησία. Οπως έλεγαν και οι αρχαίοι, «φίλος Πλάτων, φιλτάτη δ’ αλήθεια». Η αλήθεια της Ορθοδοξίας, η ιδιαίτερη ταυτότητα και η πνευματική της κληρονομιά οφείλουν να παραμείνουν ακέραιες.


