Η ιστορία του μονού διορθωτικού φακού στη σύγχρονη Ελλάδα
Το μονόκλ (γαλ. monocle) ή μονύελος, όπως αποκλήθηκε το 1878 προς το ελληνικότερο, ο στρογγυλός φακός που τοποθετούσαν οι άνδρες στον ένα οφθαλμό όταν η όρασή του ήταν ελαττωματική. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως ήταν ένα εξάρτημα μόδας που είχε εξελιχθεί σε πραγματική επιδημία στην Ευρώπη στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα.
- Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
Κάθε νέος, του αποκαλούμενου καλού κόσμου, αισθανόταν την ανάγκη να προσθέτει το εξάρτημα αυτό στην εμφάνισή του πιστεύοντας πως του προσέθετε κύρος και αρχοντιά. Χρειαζόταν δε ιδιαίτερη και κοπιαστική εκπαίδευση ώστε να διατηρεί στη θέση του το εξάρτημα όταν χόρευε, όταν έτρεχε ή ακόμη και όταν κολυμπούσε.
Ο μονός διορθωτικός φακός, σε διάφορες εκδοχές, εμφανίσθηκε παράλληλα με τα γυαλιά όρασης και καθιερώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Τον τοποθετούσαν ακριβώς μπροστά στο μάτι και το συγκρατούσαν οι μυς του προσώπου. Θεωρούνταν ως απαραίτητο εξάρτημα για τους διπλωμάτες και τους ηθοποιούς. Αλλά και κάθε δανδής έπρεπε να φορά μονόκλ και να μετατρέπεται σε άνθρωπο με… τρία μάτια, όπως έλεγε ο λαός. Το φορούσαν όμως και ευγενείς άνθρωποι του πνεύματος, όπως ο Στέφανος Ξενόπουλος ή ο Άγγελος Τανάγρας. Το φορούσαν μάλιστα με τέτοια πεποίθηση ώστε υπήρχαν τύποι που ήταν αδύνατον να τους σκεφτεί κανείς χωρίς το μονύελό τους.

(1937).
Ωστόσο τα λαϊκά στρώματα φαίνεται πως απεχθάνονταν το μονόκλ, θεωρώντας το ως ένδειξη σνομπισμού. Έτσι, στις δημοτικές εκλογές των αρχών της δεκαετίας 1930, καταψηφίστηκε ο εξαιρετικός υποψήφιος δήμαρχος Πειραιώς Άγγελος Μεταξάς και την επόμενη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν πως «Ο λαός του Πειραιώς επάταξε χθες το μονόκλ»! Εξάλλου, σε συνδυασμό με το αυτοκίνητο και το πούρο αποτελούσαν τα τρία χαρακτηριστικά των πλούσιων ή νεόπλουτων νεαρών που φρόντιζαν την εμφάνισή τους στις διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις. Ήταν το απαραίτητο στοιχείο των χρονογράφων όταν περιέγραφαν τις διασκεδάσεις στα σαλόνια και επιθυμούσαν κάποιον να λοιδορήσουν.
«Εις τας Αθήνας κυκλοφορούν πενήντα έως εξήντα μονόκλ, αλλά εις το Παρίσι είναι άπειροι οι άνθρωποι που γυρίζουν εις τους δρόμους με φεγγίτην», έγραφε το 1910 από το Παρίσι ο κοσμοπολίτης Αλέξανδρος Μαυρουδής. Ο οποίος έσπευδε να συμπληρώσει πως ελάχιστοι ήταν εκείνοι που το φορούσαν εξ ανάγκης, ενώ οι περισσότερο το έκαναν από ιδιοτροπία, ματαιοδοξία και υπολογισμό. «Κατηγορούμε τας κυρίας διότι βάφονται, αλλά επί τέλους εκείναι με την αυτοζωγραφικήν των έχουν σκοπόν να κρύψουν ασχημίας, ενώ οι μονοκλοφόροι προσθέτουν απλώς μίαν», διαπίστωνε ο Μαυρουδής. Εν ολίγοις κάποιος ιππότης έπρεπε να πάσχει από μυωπία ή πρεσβυωπία από το ένα μάτι. Όπως αντιστοίχως, στη Γαργαρέττα και στου Ψυρρή, ο Μιστόκλης για να αναγνωριστεί ως παλικαράς έπρεπε να γέρνει από τον ένα ώμο και να κουτσαίνει ελαφρά!
Απίστευτες στιγμές ζούσαν οι ηθοποιοί στα θέατρα, όταν έπρεπε να εμφανιστούν με μονόκλ. Χρησιμοποιούσαν διάφορες κατασκευές μέχρι και το γυαλί των ρολογιών! Σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα κάθε τιτλοφόρος ευγενής, κάθε κατακτητής, μπερμπάντης, τραπεζίτης, υπουργός κ.λπ. όφειλε να οπλίζει το μάτι του με φορούσε μονόκλ. Δεν εννοούσαν να εμφανιστούν χωρίς μονόκλ, θέμα που σατίριζε με ιδιαίτερα σκωπτικό τρόπο ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης. Ένας από τους ηθοποιούς που διατήρησαν τη συνήθεια μέχρι τις μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν ο ηθοποιός Άρης Μαλιαγρός που υποκρινόταν τον αριστοκράτη μπον βιβέρ όπως και στην ταινία «Η μοντέρνα Σταχτοπούτα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Πάντως, η εποχή της παρακμής του μονόκλ και στην Ελλάδα είχε έρθει από τα τέλη της δεκαετίας 1930.