Μέσα από τις περιγραφές ανθρώπων από την Ιωνία, την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη, που συνέλεξε η συγγραφέας Σούλα Μπόζη, ξετυλίγονται τα δραματικά γεγονότα και οι θηριωδίες των Τούρκων
Οι μνήμες των Ελλήνων που βίωσαν τις θηριωδίες των Τούρκων μέσα στον 20ό αιώνα αναβιώνουν και έρχονται στο προσκήνιο με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Στις φτερούγες της Ιστορίας – 20 μαρτυρίες ξεριζωμού από τη Μικρασία και την Πόλη» της Σούλας Μπόζη. Το βιβλίο συμπίπτει με τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τα τραγικά εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού γεγονότα, τα οποία εκτυλίχθηκαν την 6η Σεπτεμβρίου του 1955.
- Από τον Σωτήρη Λέτσιο
Μέσα από τις περιγραφές 20 ατόμων -από την Ιωνία, τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη-, τις οποίες συνέλεξε η συγγραφέας, παρακολουθούμε να ξετυλίγονται τα δραματικά για τη μοίρα του Ελληνισμού γεγονότα εκείνων των χρόνων. Οι αφηγήσεις τους έχουν τη μορφή προφορικών μαρτυριών -τις οποίες κατέγραψε η κυρία Μπόζη τη δεκαετία του 1990-, όταν οι περισσότεροι από τους αφηγητές βρίσκονταν στα στερνά του βίου τους.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι συνομιλητές της κρατούσαν ολοζώντανα στη μνήμη τους τα λαμπρά αλλά και τα σκοτεινά χρόνια που έζησαν. Μέσα από τις αφηγήσεις τους ζωντανεύουν η γεωγραφία της Πόλης και της Μικράς Ασίας, τα τοπόσημα, οι μυρωδιές και οι γεύσεις, οι χαρές και οι πίκρες, ο κοσμοπολιτισμός της Πόλης, τα σχολεία της, οι τόποι συνάθροισης, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός βίος της Ρωμιοσύνης στα μέσα του 20ού αιώνα.
Πρώτο πλήγμα
Το πρώτο σοβαρό πλήγμα η ελληνική κοινότητα στην Πόλη το δέχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’40, όταν αποφασίστηκε η επιστράτευση των μη μουσουλμάνων ηλικίας 25 έως 45 ετών. Το επόμενο μέτρο κατά του ελληνικού στοιχείου -όπως και για τους υπόλοιπους μειονοτικούς πληθυσμούς- ήταν η επιβολή του έκτακτου φόρου περιουσίας που επιβλήθηκε τον Νοέμβριο του 1942. Οσοι αδυνατούσαν να καταβάλουν τον φόρο που τους αναλογούσε στέλνονταν -έπειτα από τη δέσμευση της περιουσίας τους- στο Ασκαλε, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ανατολίας, για να εργαστούν σε έργα οδοποιίας. Τα βάσανα για τον Ελληνισμό, όμως, δεν είχαν τελειώσει ακόμη.

Ηταν 6 Σεπτεμβρίου του 1955 όταν γράφτηκε μία από τις πιο οδυνηρές σελίδες στην ιστορία των Ελλήνων. Τότε ο τουρκικός όχλος, που είχε μεταφερθεί ειδικά για την περίσταση από τα βάθη της Ανατολίας, λεηλάτησε και κατέστρεψε σπίτια, καταστήματα, ναούς, σχολεία, νεκροταφεία κ.ά. που ανήκαν στην ελληνική κοινότητα. Τα γεγονότα αυτά διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των περισσότερων από τους Ρωμιούς της Πόλης.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ακολούθησαν και οι απελάσεις του 1964, όταν εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους στην Πόλη 12.000 Ρωμιοί -οι οποίοι είχαν ελληνική υπηκοότητα- παίρνοντας μαζί τους στην Ελλάδα μόνο ελάχιστες αποσκευές. Τους ακολούθησαν παρόλο όπου είχαν τουρκική υπηκοότητα και οι πρώτου βαθμού συγγενείς τους, με αποτέλεσμα να φτάσουν συνολικά στους 50.000 αυτοί που ξεριζώθηκαν βίαια από την Κωνσταντινούπολη.

Από το μηδέν
Οσοι κατάφεραν να φθάσουν σώοι και αβλαβείς στην Ελλάδα κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να σταθούν στα πόδια τους και να ξεκινήσουν τη ζωή τους στην κυριολεξία από το μηδέν, αφού μπόρεσαν να επουλώσουν σταδιακά τα ψυχικά τους τραύματα και να αντιμετωπίσουν τη συχνά εχθρική στάση των γηγενών της «παλαιάς Ελλάδας».
Κάποια από τα πρόσωπα που εξιστορούν τις αναμνήσεις τους σε αυτό το βιβλίο υπήρξαν ιδιαιτέρως γνωστά στην ελληνική πραγματικότητα, όπως π.χ. η λογοτέχνις Διδώ Σωτηρίου, η συγγραφέας Αικατερίνη Λασκαρίδου, η ψυχολόγος Αιμιλία Ψάλτη, η εκπαιδευτικός Μαρίκα Κοντοπούλου, ο φωτογράφος Δημήτριος Καλούμενος, ο βουλευτής Αχιλλέας Μόσχος κ.ά. Πολλά από τα πρόσωπα του βιβλίου δραστηριοποιήθηκαν στον καλλιτεχνικό ή στον επιστημονικό στίβο, ενώ άλλοι ανέπτυξαν πλούσια κοινωνική δράση αφήνοντας εξαίρετα δείγματα της προσωπικότητας ως παρακαταθήκη στην ελληνική κοινωνία.
Η κυρία Μπόζη τους χαρακτηρίζει -και δικαίως- μαχητές της ζωής, καθώς ο καθένας με τον τρόπο του διέπρεψε στο επιχειρηματικό πεδίο αποδεικνύοντας το ταλέντο, την ευφυΐα και την εργατικότητα – στοιχεία που δεν έπαψαν ποτέ να τους διακρίνουν ακόμη και όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τον οριστικό αφανισμό τους.
Διδώ Σωτηρίου: Η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004) είναι το πρόσωπο με το οποίο ξεκινούν οι συνεντεύξεις στο βιβλίο της κυρίας Μπόζη. Η μεγάλη αυτή μορφή των ελληνικών γραμμάτων ξετυλίγει τις αναμνήσεις της από την παιδική ηλικία στο Αϊδίνι αλλά και στη Σμύρνη. Στην πόλη όπου καθόταν με τις ώρες και παρατηρούσε γοητευμένη τη θάλασσα και δίπλα της ευωδίαζε το γιασεμί, ενώ ο κόσμος γύρω της ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Περιγράφει τα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας, τους ανθρώπους και τις ομορφιές της φύσης στα παράλια της Μικράς Ασίας. Αλλά και τις στιγμές μετά την άφιξη στον Πειραιά, την προσαρμογή σε μια δύσκολη πραγματικότητα, αλλά και τα χρόνια της ηρωικής αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής.

Αικατερίνη Χαλεπλή: Τις αναμνήσεις από τα χρόνια της νεότητάς της στην Πόλη, τις συνθήκες της ζωής, αλλά και από τα Σεπτεμβριανά του 1955 ξετυλίγει η Αικατερίνη Χαλεπλή, ενώ αναφέρεται στα όσα θλιβερά βίωσαν αυτή και η οικογένειά της εξαιτίας των Τούρκων.
Μαρίκα Κοντοπούλου: Τις δικές της αναμνήσεις παραθέτει και η Μαρίκα Κοντοπούλου, που διετέλεσε διευθύντρια του δημοτικού στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, μιλώντας για τη δραστηριότητά της ως εκπαιδευτικού και όσα έζησε στο σχολικό περιβάλλον του Ζάππειου.
Σπύρος Λίνας: Στις αναμνήσεις του και τις εμπειρίες του από τον χώρο του κινηματογράφου στην Κωνσταντινούπολη αναφέρεται ο Σπύρος Λίνας, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνει και στα δρώμενα στη θεατρική πραγματικότητα, όπως και στα πρόσωπα που δέσποζαν τότε στις θεατρικές ομάδες, αφού ο ίδιος υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα με μεγάλη συνεισφορά στο καλλιτεχνικό στερέωμα της Πόλης.
Νίκος Παλαιόπουλος: Πολυτάλαντο πρόσωπο και σοφό χαρακτηρίζει η κυρία Μπόζη τον Νίκο Παλαιόπουλο, ο οποίος ταύτισε τη ζωή του με την τέχνη και την πρόοδο της Ρωμιοσύνης στην Πόλη, στην Ιμβρο και την Αθήνα. Επιδόθηκε με επιτυχία στη ζωγραφική, στην αγιογραφία και στο σχέδιο. Μεγάλο μέρος της ζωής του πέρασε και στην Ιμβρο, όπου ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, ενώ συγχρόνως μέσα από το βιβλιοπωλείο που διατηρούσε, ζωγράφιζε και πωλούσε καρτ ποστάλ με διάφορα τοπία.

Δημήτριος Καλούμενος: Με τον χώρο της φωτογραφίας ήταν συνδεδεμένο και το όνομα του Δημήτριου Καλούμενου, ο οποίος είχε εκδώσει ένα φωτογραφικό λεύκωμα-ντοκουμέντο σχετικά με τα Σεπτεμβριανά του 1955. Αντικείμενο προσοχής αποτελούν οι εκμυστηρεύσεις του, σύμφωνα με τις οποίες οι Τούρκοι πρόδιδαν στους Γερμανούς όσους Ελληνες έφευγαν από την Τουρκία για να μεταφερθούν στην Αίγυπτο! Εξίσου σημαντικά είναι και όσα αναφέρει για την περίοδο κατά την οποία ο Βενιαμίν διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης.
Αιμιλία Ψάλτη: Στις σελίδες του βιβλίου φιλοξενείται με τις αναμνήσεις της και η Αιμιλία Ψάλτη, η οποία προσέφερε πλούσιο έργο σε διάφορα ψυχοπαιδαγωγικά ιδρύματα και ιατροπαιδαγωγικούς σταθμούς.
Αχιλλέας Μόσχος: Από τις αφηγήσεις της πληροφορούνται οι αναγνώστες πολλά στοιχεία για τα λογοτεχνικά περιοδικά που εξέδιδαν οι νέοι της Πόλης. Πολυσχιδής και έντονος υπήρξε ο βίος του δικηγόρου Αχιλλέα Μόσχου -έτσι όπως τον καταγράφει η κυρία Μπόζη-, ο οποίος ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, εκλεγόμενος βουλευτής με το Δημοκρατικό Κόμμα στην Τουρκία.

Σμαράγδα Μπαϊράμογλου-Καραθεοδωρή: Στο βιβλίο μιλά και η Σμαράγδα Μπαϊράμογλου-Καραθεοδωρή, εγγονή του Αλέξανδρου Καραθεοδωρή, σημαίνοντος αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αναφέρεται στην προσφορά και στον ρόλο που διαδραμάτισε η οικογένειά της στα μέσα του 19ου αιώνα.