Ο Ατλαντικός Ωκεανός μετατρέπεται ξανά σε όριο ξεχωριστών κόσμων. Ανησυχία στις Βρυξέλλες για τα σχέδια του πλανητάρχη.
Δεν χρειάστηκε μια επίσημη ομιλία από το Οβάλ Γραφείο για να αντιληφθεί η Ευρώπη ότι κάτι θεμελιώδες άλλαξε. Αρκούσαν δύο συνεντεύξεις -στο Politico και στην «Bild»- λίγες μόνο ημέρες μετά την παρουσίαση της νέας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ έθεσε σε δημόσια θέα ένα ανανεωμένο, επιθετικότερο δόγμα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, το οποίο δεν περιορίζεται σε σκληρές εκφράσεις, λειτουργεί πλέον ως πλαίσιο ανατροπής ολόκληρης της αρχιτεκτονικής της μεταπολεμικής Δύσης.
Στις δηλώσεις του η Ευρώπη περιγράφεται ως μια «αποσυντιθέμενη ομάδα εθνών υπό την ηγεσία αδύναμων ανθρώπων», ένα οικοδόμημα που «δεν ξέρει τι να κάνει» απέναντι στο Μεταναστευτικό, στη γεωπολιτική αστάθεια και στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η ρητορική αυτή είναι ο καθρέφτης ενός νέου προσανατολισμού: η Ουάσινγκτον δεν αντιλαμβάνεται πλέον την Ευρωπαϊκή Ενωση ως σταθερό πυλώνα της δυτικής συμμαχίας, αλλά ως έναν χώρο πολιτικής και πολιτισμικής απόκλισης, που χρειάζεται αναμόρφωση.
Η στάση αυτή αποτυπώνεται στον τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ σχολιάζει τους Ευρωπαίους ηγέτες: «αδύναμοι», «αναποτελεσματικοί», «χωρίς στρατηγικό όραμα». Στέλνει, ταυτόχρονα, ένα μήνυμα χωρίς περιστροφές, ότι ο Τραμπ είναι πρόθυμος να στηρίξει πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη που ευθυγραμμίζονται με τη δική του οπτική. Πρόκειται για μια άμεση αμερικανική παρέμβαση που υπερβαίνει τους θεσμούς, παρακάμπτει το ΝΑΤΟ και εισχωρεί βαθιά στις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές των κρατών-μελών.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτουργεί ως καταλύτης αυτής της μετατόπισης. Ο Αμερικανός πρόεδρος αποφεύγει να δεσμευτεί σε απεριόριστη υποστήριξη προς το Κίεβο, ενώ ταυτόχρονα δηλώνει ότι η Ρωσία βρίσκεται «σε ισχυρότερη θέση». Υποστηρίζει ότι ο πόλεμος «δεν θα είχε συμβεί» αν ο ίδιος βρισκόταν στον Λευκό Οίκο, εισάγοντας μια προσωπική διάσταση στο ουκρανικό ζήτημα, η οποία περιπλέκει την ευρωατλαντική ενότητα.
Η εμμονή του στην ανάγκη διενέργειας εκλογών στην Ουκρανία, συνοδευόμενη από υπαινιγμούς ότι ο Ζελένσκι λειτουργεί εκτός δημοκρατικών ορίων, αποτελεί μια μορφή πολιτικής πίεσης. Το μήνυμα είναι σαφές: η Ουκρανία δεν μπορεί πλέον να θεωρεί δεδομένη την αμερικανική στήριξη, καθώς η Ουάσινγκτον μεταβάλλει την προτεραιότητά της, εξετάζοντας την προοπτική μιας νέας ισορροπίας με τη Μόσχα.
Η 33σέλιδη στρατηγική εθνικής ασφάλειας σηματοδοτεί την πιο εντυπωσιακή μετατόπιση αμερικανικών προτεραιοτήτων των τελευταίων δεκαετιών. Σε αντίθεση με το 2017, όπου η Κίνα και η Ρωσία χαρακτηρίζονταν ξεκάθαρα αναθεωρητικές υπερδυνάμεις, η νέα εκδοχή ουσιαστικά τις απομακρύνει από το επίκεντρο. Η Κίνα αναφέρεται κυρίως ως οικονομικός ανταγωνιστής, ενώ η Ρωσία αντιμετωπίζεται ως συνομιλητής, με τον οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να επιτύχουν «στρατηγική σταθερότητα». Το γεγονός ότι η Βόρεια Κορέα δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου, ενώ το Ιράν μνημονεύεται με ασάφεια, υποδηλώνει ότι ο χάρτης απειλών που επεξεργάζεται η Ουάσινγκτον δεν έχει πια ως επίκεντρο την Ασία, το βλέμμα στρέφεται καθαρά στο δυτικό ημισφαίριο.
Η επαναφορά ενός εκσυγχρονισμένου Δόγματος Μονρόε -με έμφαση στον περιορισμό της μετανάστευσης, στην καταπολέμηση του ναρκεμπορίου και στην ενίσχυση της αμερικανικής επιρροής στη Λατινική Αμερική ακόμη και με στρατιωτικά μέσα- καθιστά σαφές ότι η Ουάσινγκτον αναδιάταξε το παγκόσμιο ενδιαφέρον της. Η απροθυμία του Τραμπ να αποκλείσει αποστολή στρατευμάτων στη Βενεζουέλα είναι ενδεικτική μιας πιο παρεμβατικής στρατηγικής στο άμεσο γεωπολιτικό της περιβάλλον.
Πολιτισμική απειλή
Το νέο δόγμα είναι ιδιαίτερα σκληρό απέναντι στην Ευρώπη. Η ήπειρος παρουσιάζεται ως χώρος που απειλείται από «πολιτισμική διαγραφή» λόγω της μετανάστευσης, των δημογραφικών δεδομένων, της απώλειας εθνικών ταυτοτήτων και της θεσμικής παρέκκλισης που αποδίδεται στις Βρυξέλλες. Αυτή η αφήγηση συνομιλεί ευθέως με τα ρεύματα της άκρας Δεξιάς τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.
Οι αντιδράσεις δεν άργησαν. Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έκανε λόγο για μια στρατηγική «εν μέρει κατανοητή, εν μέρει απαράδεκτη», επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη οφείλει να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία. Η ήπειρος βρίσκεται σε κατάσταση αμηχανίας: από τη μία, γνωρίζει ότι η αμερικανική πυρηνική ομπρέλα εξακολουθεί να είναι αναντικατάστατη. Από την άλλη, βλέπει ότι ο πρώην εγγυητής της συμμαχίας αμφισβητεί την ίδια τη χρησιμότητά της.
Το ρήγμα δεν είναι μόνο γεωπολιτικό. Η σύγκρουση μεταξύ της Ε.Ε. και των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών -με κορυφαίο παράδειγμα το πρόστιμο στην πλατφόρμα X- λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της κρίσης. Η αντίδραση του Ιλον Μασκ, με την προκλητική δήλωση περί «κατάργησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης», δεν εκλήφθηκε απλώς ως υπερβολή ενός επιχειρηματία, αλλά ως αντανάκλαση μιας ευρύτερης ιδεολογικής σύγκρουσης. Οταν στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης υιοθετούν ανάλογες εκφράσεις, η κρίση αποκτά θεσμικό βάθος: η Ουάσινγκτον δεν βλέπει πια την Ευρώπη ως σύμμαχο στο πεδίο των δημοκρατικών αξιών, αλλά ως χώρο γραφειοκρατικής και πολιτισμικής «εκτροπής».
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούν πλέον διαφορετικά. Ο Αντόνιο Κόστα υπογράμμισε ότι οι συμμαχίες δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες. Ο Τιερί Μπρετόν έκανε λόγο για «επίσημη εχθρότητα», ενώ ο Ζοζέπ Μπορέλ χαρακτήρισε το δόγμα «κήρυξη πολιτικού πολέμου». Αυτή η γλώσσα δεν χρησιμοποιείται ελαφρά από τις Βρυξέλλες, αντικατοπτρίζει έναν πραγματικό φόβο: ότι η Ευρώπη μπορεί να βρεθεί μόνη της σε έναν κόσμο όπου οι αναθεωρητικές δυνάμεις ενισχύονται και οι συμμαχίες είναι ρευστές. Ταυτόχρονα, η ειρωνεία είναι εμφανής: μολονότι οι ΗΠΑ κατηγορούν την Ευρώπη για «αποτυχία δημοκρατίας», πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ήδη υιοθετήσει αυστηρότερες πολιτικές στα σύνορα, στην ασφάλεια και στην επιτήρηση. Αλλά τίποτα από αυτά δεν ανατρέπει το αφήγημα της Ουάσινγκτον. Η σύγκρουση δεν αφορά τις πολιτικές, αφορά την ταυτότητα.
Ο Ατλαντικός ωκεανός από γραμμή ενότητας μετατρέπεται ξανά σε όριο
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει σε μια εποχή όπου η αμερικανική προστασία δεν είναι δεδομένη. Η άμυνά της παραμένει «υπό εξέλιξη», η ενεργειακή της αυτονομία είναι ατελής και οι εσωτερικές της διαιρέσεις βαθαίνουν. Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η γηραιά ήπειρος αναγκάζεται να σκεφτεί μια δομή εξουσίας που δεν θα εξαρτάται από τον ένοικο του Λευκού Οίκου, εάν βέβαια αυτό είναι εφικτό.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μεταπολεμική Δύση αλλάζει ριζικά. Ο Ατλαντικός από γραμμή ενότητας μετατρέπεται ξανά σε όριο. Και η Ευρώπη καλείται να αποφασίσει αν θα παραμείνει παθητικός δέκτης των αμερικανικών εξελίξεων ή αν θα διαμορφώσει, επιτέλους, τη δική της στρατηγική ωριμότητα σε έναν κόσμο όπου η δύναμη, η τεχνολογία και η ιδεολογία συγκρούονται χωρίς κανόνες.


