Μεγάλο «αγκάθι» για την πάταξη της φοροδιαφυγής είναι η ανελέητη φορολαίλαπα και η έλλειψη κινήτρων
«Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη» έλεγε -προ τριών δεκαετιών- εκστρατεία του υπουργείου Οικονομικών για τη φοροδιαφυγή. Η πάταξή της αποτέλεσε πεδίο προεκλογικών εξαγγελιών των περισσότερων κυβερνήσεων, που υπόσχονταν καλύτερες ημέρες από την αντιμετώπιση της «μαύρης» οικονομίας.
Οι υποσχέσεις έμεναν πάντοτε στα χαρτιά και η μόνη που έδωσε λύση στο θέμα ήταν η τεχνολογία, με την επέκταση των ψηφιακών συναλλαγών που έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ακόμα και τώρα, η παραοικονομία στη χώρα μας καλά κρατεί και μάλιστα κινείται σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο υπολογισμός αυτού του «φαινομένου» δεν μπορεί να είναι ακριβής, καθώς πρόκειται για ανεπίσημη οικονομική δραστηριότητα που κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το εύρος της. Από την αδήλωτη εργασία και τη φοροδιαφυγή έως τις «συναλλαγές χωρίς απόδειξη», το φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες, ενώ μεταφράζεται σε απώλειες δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως για τα δημόσια ταμεία, επιβαρύνοντας τους συνεπείς φορολογουμένους και υπονομεύοντας τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους.
Η μελέτη του ΚΕΠΕ
Ειδική μελέτη του ΚΕΠΕ εκτιμά ότι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα κινείται μεταξύ των 45-50 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που αποτελεί σχεδόν το 1/5 του ετήσιου ελληνικού ΑΕΠ και χάνεται στους «κρυφούς» διαδρόμους του παράνομου χρήματος. Πολύ ενδεικτικά, σε περίπτωση που η παραοικονομία «εξαφανιζόταν» μια ημέρα, το κράτος θα μπορούσε να καταργήσει τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων για τρία χρόνια ή να βάλει στον «πάγο» την επιβολή ΦΠΑ σε όλο το φάσμα της οικονομίας για μια διετία!
Σύμφωνα με μελέτη, η παραοικονομία στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ιδιαίτερα με τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Συγκεκριμένα, το 2022 το επίπεδο της ανεπίσημης οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ανήλθε στο 20,9% του ΑΕΠ, δηλαδή 3,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Γιατί παραμένει στα ύψη η παραοικονομία
Μεγάλο «αγκάθι» για την πάταξη της φοροδιαφυγής είναι η έλλειψη κινήτρων που έχουν οι πολίτες για να ζητούν απόδειξη. Ολο και περισσότεροι είναι οι φορολογούμενοι που ακούν από επαγγελματίες με τους οποίους συναλλάσσονται αν επιθυμούν την έκδοση απόδειξης ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση το ποσό της συναλλαγής είναι υψηλότερο, με τον εκάστοτε επαγγελματία να προσπαθεί να αποφύγει την επιβολή ΦΠΑ και τον φόρο εισοδήματος και τον καταναλωτή να γλιτώσει τα λίγα ευρώ αυτής της «έκπτωσης».
Εχει παρατηρηθεί δε πως πολλές φορές το όφελος για έναν φορολογούμενο είναι μεγαλύτερο από το «μαύρο ψαλίδισμα» της συναλλαγής σε σχέση με την έκπτωση φόρου που θα έχει από την Εφορία.
Οπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, οι κύριοι παράγοντες που διατηρούν σε υψηλά επίπεδα την παραοικονομία στην Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. είναι το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης, ακολουθούμενο από την έμμεση φορολογία, το ποσοστό ανεργίας, τη φορολογική ηθική, τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και το ρυθμιστικό πλαίσιο (regulatory burden), όπως αυτό μετράται από τον δείκτη επιχειρηματικής ελευθερίας.
Πιο αναλυτικά, οι παράμετροι που ενισχύουν την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή είναι:
– Οι έμμεσοι φόροι που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεγέθους της παραοικονομίας. Οι υψηλοί συντελεστές έμμεσων φόρων και οι συχνές πληρωμές με μετρητά στις επιχειρήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε φοροδιαφυγή μεγάλης κλίμακας, ιδίως σε οικονομίες όπως η Ελλάδα, όπου οι συντελεστές ΦΠΑ ήταν υψηλοί και οι ηλεκτρονικές συναλλαγές περιορισμένες μέχρι πρόσφατα.
– Η υψηλή ανεργία συμβάλλει και αυτή σημαντικά στην παραοικονομία σε ποσοστό 18%. Στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά κατά 17,6 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2013 (υψηλότερο ποσοστό στο 27,7%) και του 2024 (10,1%).
– Η φορολογική ηθική διαδραματίζει επίσης καταλυτικό ρόλο, με συμμετοχή 10,4% στο μέγεθος της παραοικονομίας. Οπως εξηγείται, η χαμηλή ποιότητα των θεσμών, οι αναποτελεσματικοί κρατικοί θεσμοί, τα πολύπλοκα φορολογικά και ρυθμιστικά συστήματα, η απουσία ενός ευέλικτου νομικού πλαισίου και η διαφθορά είναι οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της παραοικονομίας στις περισσότερες χώρες.
– Η ποιότητα των θεσμών στην Ελλάδα θεωρείται ιστορικά ανεπαρκής (ή χαμηλή) και κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης σε συγκεκριμένους βασικούς θεσμούς, όπως το κράτος δικαίου, η ποιότητα των ρυθμιστικών μηχανισμών, ο έλεγχος της διαφθοράς, η συμμετοχή και λογοδοσία, και η πολιτική σταθερότητα.
Ποιες παρεμβάσεις πρέπει να «τρέξουν» άμεσα για να μειωθεί το «κενό ΦΠΑ»
Χαρακτηριστικός δείκτης για τη «μαύρη» οικονομία στην Ελλάδα είναι το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ». Η διαφορά ανάμεσα στα έσοδα που θα έπρεπε να εισπράττει το κράτος και σε όσα τελικά εισπράττει. Παρά τις προσπάθειες του φοροελεγκτικού μηχανισμού και την ενίσχυσή του με ψηφιακά μέσα, το κενό ΦΠΑ παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα του μέσου όρου της Ε.Ε., ωστόσο κάθε χρόνο συνεχίζουν να χάνονται πολλά δισεκατομμύρια ευρώ λόγω απάτης, φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής, αλλά και δόλιων πτωχεύσεων.
Το κενό στον ΦΠΑ εκτιμήθηκε σε 13,71% της συνολικής φορολογικής υποχρέωσης ΦΠΑ το 2022, καταγράφοντας αξιοσημείωτη μείωση 16,28 ποσοστιαίων μονάδων από το 2011 (υψηλότερο ποσοστό στο 30%). Τι θα πρέπει να γίνει; Να «τρέξουν» μια σειρά από παρεμβάσεις, που όπως αναφέρει η μελέτη, περιλαμβάνουν:
– την καθολική δήλωση των εσόδων και εξόδων μιας επιχείρησης στην πλατφόρμα myData,
– την καθολική λειτουργία της ψηφιακής βάσης δεδομένων πελατών,
– την έναρξη της υποχρεωτικής εφαρμογής του ψηφιακού δελτίου αποστολής διακινούμενων προϊόντων,
– νέα συστήματα ελέγχου για την αυτόματη παρακολούθηση της εξέλιξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών κάθε υπόχρεου,
– την αποτελεσματικότερη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης με στόχο την περαιτέρω μείωση της γραφειοκρατίας,
– την καθολική επέκταση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης,
– την ενθάρρυνση της χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών.


