Μελέτη-καταπέλτης του ΙΟΒΕ: Ενεργειακά ανεπαρκή τα περισσότερα σπίτια στην Ελλάδα
- Του Βασίλη Παπακωνσταντόπουλου
Πολύ χαμηλότερο από το προσδοκώμενο είναι το αποτύπωμα των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας. Ναι μεν συμβάλλουν στην ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών, δεν αρκούν όμως τόσο λόγω του γηρασμένου κτιριακού αποθέματος όσο και των πολύπλοκων και χρονοβόρων διαδικασιών των «Εξοικονομώ».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 51% των κατοικιών στην Ελλάδα έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980, ενώ μόλις το 2,6% των κτηρίων ανεγέρθηκε μετά το 2011! Η διάκριση αυτή έχει σημασία καθώς στα κτίρια με χρονολογία κατασκευής πριν από το 1980 -το ήμισυ των οποίων είναι μονοκατοικίες ή διπλοκατοικίες- δεν εφαρμοζόταν ο Κανονισμός Θερμομόνωσης Κτιρίων, ο οποίος αναθεωρήθηκε το 2010 με την εφαρμογή του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων. Συνεπώς, υφίσταται μεγάλο ποσοστό κατοικιών χωρίς θερμική προστασία, ενώ πολύ μικρό είναι το ποσοστό των κατοικιών που συμμορφώνονται με πιο σύγχρονες προδιαγραφές θερμοπροστασίας.
Τα ευρήματα της μελέτης του ΙΟΒΕ για τα οφέλη της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων και τη συμβολή της στην ελληνική οικονομία είναι αποκαλυπτικά. Οι επιδόσεις της χώρας αναφορικά με την εξοικονόμηση ενέργειας, αν και εμφανίζονται θετικές, ήταν κυρίως αποτέλεσμα της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης και όχι της συστηματικής ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών. Από τα δεδομένα που συγκεντρώνονται από τις ενεργειακές επιθεωρήσεις που διεξάγονται στα κτίρια της χώρας και την επακόλουθη έκδοση Πιστοποιητικών Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ) προκύπτει ότι ένα στα τρία κτίρια κατοικίας (34%) εντάσσεται στη χειρότερη κατηγορία ενεργειακής απόδοσης (Η), ενώ το 60% των κατοικιών είχαν ενεργειακή απόδοση κλάσης Ζ έως Γ (στην καλύτερη περίπτωση). Μόλις το 6% των κατοικιών που επιθεωρήθηκαν είχε ενεργειακή κλάση Β (ελάχιστες προδιαγραφές ΚΕΝΑΚ) ή καλύτερη.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή πληθυσμού – κατοικιών της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το 2021 υπήρχαν στην Ελλάδα 6,6 εκατ. κανονικές κατοικίες, εκ των οποίων οι 4,3 εκατ. ήταν κατοικούμενες (ποσοστό 65%) και οι 2,3 εκατ. κενές (35%). Οι κανονικές κατοικίες περιλαμβάνουν κυρίως διαμερίσματα σε πολυκατοικίες (ποσοστό 50% του συνόλου), ενώ το 34% ήταν μονοκατοικίες, το 15% διπλοκατοικίες και το 1% κτίρια που η κύρια χρήση τους δεν ήταν κατοικία. Οι κατοικούμενες κατοικίες στην πλειονότητά τους (56%) βρίσκονται σε πολυκατοικίες.
Αντιθέτως, οι κενές κατοικίες σε ποσοστό 61% είναι μονοκατοικίες ή διπλοκατοικίες και κυρίως περιλαμβάνουν τις εξοχικές (38%) και τις δευτερεύουσες (27%) κατοικίες. Οι υπόλοιπες κενές κατοικίες προορίζονταν για ενοικίαση (18%) ή πώληση (3%), ενώ το 14% ήταν κενές για κάποιον άλλον λόγο. Το ήμισυ των κανονικών κατοικιών είχε επιφάνεια μεταξύ 60 και 99 τετραγωνικών μέτρων.
Χωρίς θέρμανση
Οι εξελίξεις στον τομέα της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων επηρεάζουν και το ποσοστό ενεργειακής φτώχειας του πληθυσμού. Το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα και ο χαμηλός ρυθμός επενδύσεων σε μέτρα ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών έχουν οδηγήσει σε υψηλό ποσοστό νοικοκυριών στην Ελλάδα που δηλώνει αδυναμία επαρκούς θέρμανσης. Το ποσοστό αυτό στα μέσα της δεκαετίας του 2010 -εν μέσω της οικονομικής κρίσης- είχε προσεγγίσει τιμές πάνω από 30%, ενώ το 2023 ήταν σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27, καθώς το 19% των νοικοκυριών στην Ελλάδα δήλωσε σχετική αδυναμία, έναντι 10,6% στην Ε.Ε.-27.
Η Ελλάδα βρισκόταν το 2023 στην 5η θέση ανάμεσα στις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών χωρίς πρόσβαση σε επαρκή θέρμανση, ακολουθώντας την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία. Κατά συνέπεια. η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας έχει κρίσιμο ρόλο για την άμβλυνση του συγκεκριμένου προβλήματος, καθώς είτε επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών για θέρμανση με χρήση λιγότερης ενέργειας, περιορίζοντας τη σχετική δαπάνη των νοικοκυριών, είτε βελτιώνει δραστικά τις συνθήκες θέρμανσης με δεδομένη τη δαπάνη του νοικοκυριού, οδηγώντας τελικά σε μείωση της ενεργειακής φτώχειας. Ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα είναι και το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές λογαριασμών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (32,9% έναντι 6,9% στην Ε.Ε.-27 το 2023).
Συγχρόνως, το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που ζει σε κατοικία με μη στεγανή στέγη, υγρασία στους τοίχους, στα δάπεδα ή στα θεμέλια, ή σάπια πλαίσια παραθύρων ή δάπεδα εκτιμάται το 2023 σε 13,5%, επίπεδο που είναι λίγο χαμηλότερο έναντι της Ε.Ε.-27 (15,5%). Οι στοχευμένες παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας θα μπορούσαν να μετριάσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υποδηλώνει οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς (βλ. ΕΣΕΚ, 2024), το 12,4% των νοικοκυριών στην Ελλάδα (περίπου 513.000 νοικοκυριά) πλήττόταν από ενεργειακή ένδεια το 2021.
Οι επιδοτήσεις
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, η προώθηση της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων αποτελεί ένα από τα βασικά μέτρα πολιτικής για την επίτευξη των στόχων εξοικονόμησης ενέργειας της χώρας. Προς τον σκοπό αυτόν, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 έχουν σχεδιαστεί και εφαρμοστεί ειδικά χρηματοδοτικά προγράμματα για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια, με σχετικά ικανοποιητικά αποτελέσματα. Συνολικά οι ενεργειακές επιδόσεις των κατοικιών παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση και ως εκ τούτου το περιθώριο βελτίωσης είναι μεγάλο.
Με τα προγράμματα «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον Ι», «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον ΙΙ» και «Εξοικονομώ-Αυτονομώ» για τις περιόδους 2010-2023 υλοποιήθηκαν παρεμβάσεις σε περίπου 136.500 κατοικίες με συνολικό προϋπολογισμό 1,4 δισ. ευρώ. Το μέσο ποσό επιδότησης των εν λόγω προγραμμάτων πλησίασε τα 11.235 ευρώ ανά ωφελούμενο.
Επιπλέον, βρίσκονται σε εξέλιξη αρκετά προγράμματα χρηματοδότησης της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, όπως το «Εξοικονομώ 2021», το «Εξοικονομώ 2023», το «Εξοικονομώ – Ανακαινίζω για νέους» και το «Εξοικονομώ 2025». Τα προγράμματα αυτά έχουν συνολικό προϋπολογισμό που πλησιάζει τα 1,7 δισ. ευρώ και αποσκοπούν στην ενίσχυση περίπου 140.000 ωφελουμένων. Το μέσο ποσό επιδότησης από τα συγκεκριμένα προγράμματα κυμαίνεται από 11.100 ευρώ έως 14.500 ευρώ ανά ωφελούμενο.
Αναλύοντας τη μέση ετήσια εξοικονόμηση ενέργειας σε κτίρια κατοικιών που συμμετείχαν σε χρηματοδοτικά προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης την περίοδο 2011-2023 παρατηρείται σαφής αναλογία μεταξύ της συνολικής μέσης εξοικονόμησης ενέργειας και του αριθμού των πιστοποιητικών ενεργειακών απόδοσης, σε συνάφεια με τα ενεργά προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης. Οι παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια είχαν μεγαλύτερη απόδοση, με αποκορύφωμα το 2023, όταν η μέση ετήσια εξοικονόμηση ενέργειας ανά παρέμβαση έφτασε τις 49 MWh, γεγονός που αναδεικνύει την αυξανόμενη αποδοτικότητα των χρηματοδοτικών προγραμμάτων.
Ακόμη, η παράλληλη αύξηση στον αριθμό ΠΕΑ δείχνει αυξημένο ενδιαφέρον των ιδιοκτητών για συμμετοχή σε αυτά τα προγράμματα (όταν αυτά είναι διαθέσιμα), ενισχύοντας το συμπέρασμα ότι τα χρηματοδοτικά εργαλεία επιφέρουν ουσιαστική ενεργειακή βελτίωση στον οικιακό τομέα, προσφέροντας μακροπρόθεσμα οφέλη τόσο σε επίπεδο κατανάλωσης όσο και περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Απαιτείται, ωστόσο, βελτίωση των διαδικασιών ώστε η αγορά ενεργειακών αναβαθμίσεων να λειτουργεί ομαλά, με απρόσκοπτη υλοποίηση των παρεμβάσεων.
Επιτακτική αναβάθμιση 400.000 ακινήτων έως το 2030
Η Ελλάδα θα πρέπει μέχρι το 2030 να μειώσει την κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας κατά περίπου 13%, έναντι του επιπέδου το 2023, και την τελική κατανάλωση ενέργειας κατά περίπου 7%. Για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει 11 προτεραιότητες πολιτικής, οι περισσότερες από τις οποίες συσχετίζονται σε απόλυτο ή σε μεγάλο βαθμό με την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, τα Καθεστώτα Επιβολής Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης θα καλύψουν το 56% του συνόλου των νέων εξοικονομήσεων ενέργειας και το 24% του συνολικού σωρευτικού στόχου την περίοδο 2021-2030. Από τα υπόλοιπα μέτρα πολιτικής, το σημαντικότερο είναι η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων κατοικίας, η οποία θα συνεισφέρει το 33% των σωρευτικών νέων εξοικονομήσεων ενέργειας. Το δυνητικό ποσοστό εξοικονόμησης ενέργειας είναι σημαντικό και κυμαίνεται από 34,7% έως 62,4%, ανάλογα με τη χρήση του κτιρίου, αλλά και την κλιματική ζώνη στην οποία βρίσκεται.
Ειδικότερα, οι ανακαινίσεις κτιρίων κατοικίας την περίοδο 2025-2030 θα πρέπει να ανέλθουν ετησίως σε 68.000 (σύνολο 408.000 ανακαινίσεις). Για την περίοδο 2031-2040 οι αναγκαίες ανακαινίσεις εκτιμώνται σε 64.000 ετησίως (συνολικά 640.000), ενώ σημαντική αύξηση αναμένεται την επόμενη περίοδο 2041-2050, όπου εκτιμάται η ανάγκη για 83.000 ανακαινίσεις ετησίως (συνολικά 830.000) ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι για την εξοικονόμηση ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών του οικιακού τομέα.
Κενό 3 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, το συνολικό ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων στον οικιακό και τον τριτογενή τομέα την περίοδο 2025-2030 εκτιμάται σε 15,6 δισ. ευρώ. Σε ετήσια βάση το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 2,6 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο. Για την επόμενη περίοδο 2031-2050 εκτιμάται συνολικό ποσό επενδύσεων 52,1 δισ. ευρώ (2,6 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως).
Με βάση υποθέσεις ως προς τα ποσοστά ενίσχυσης των ενεργειακών αναβαθμίσεων εκτιμάται ότι οι δημόσιοι πόροι που απαιτούνται για την περίοδο 2025-2030 μπορεί να κυμαίνονται από 5,8 δισ. ευρώ έως 7,4 δισ. ευρώ. Συγκρινόμενα τα ποσά αυτά με τους διαθέσιμους δημόσιους πόρους των 4,2 δισ. ευρώ προκύπτει ένα χρηματοδοτικό κενό από 1,7 δισ. ευρώ έως 3,2 δισ. ευρώ για το σύνολο της περιόδου 2025-2030.
Σημαντικά οφέλη
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ πραγματοποιήθηκε επίσης ενδεικτική εκτίμηση των επιδράσεων στην οικονομία από τις επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων που προβλέπονται στο ΕΣΕΚ. Για το σύνολο της περιόδου 2025-2050 εκτιμάται μέση ετήσια συνεισφορά στο ΑΕΠ της τάξης των 961 εκατ. ευρώ, με μεγαλύτερη ετησίως συνεισφορά την πρώτη περίοδο 2025-2030. Οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις στο ΑΕΠ είναι μεγαλύτερες έναντι των άμεσων επιδράσεων.
Σε όρους απασχόλησης εκτιμάται την περίοδο 2025-2050 μέση ετήσια συνεισφορά 28.280 θέσεων εργασίας (σε όρους ισοδύναμων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης), με μεγαλύτερη επίδραση από τις άμεσες θέσεις εργασίας που υποστηρίζονται. Τέλος, τα έσοδα του Δημοσίου από φόρους εκτιμώνται κατά μέσο όρο ετησίως σε 280 εκατ. ευρώ, προερχόμενα κυρίως από τις έμμεσες επιδράσεις που συνδέονται με τις επενδύσεις ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων.
Οδικός χάρτης με μέτρα και στρατηγική χρηματοδότηση
Οπως υπογραμμίζει το ΙΟΒΕ, η υλοποίηση της πολιτικής για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων θα πρέπει να υποστηριχτεί από ένα προβλέψιμο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα περιλαμβάνει σαφή χρονοδιαγράμματα διαβούλευσης και εφαρμογής. Εξίσου σημαντική είναι η αποτελεσματικότητα στον σχεδιασμό και την παροχή ενισχύσεων και κινήτρων, η οποία θα πρέπει να συνοδεύεται από επαρκή χρηματοδότηση.
Μεταξύ άλλων προτείνεται:
– Η ενημέρωση/αναθεώρηση του ΚΕΝΑΚ ώστε να ευθυγραμμίζεται με την τελευταία Οδηγία της Ε.Ε. για την Ενεργειακή Απόδοση των Κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων για τα Κτίρια Σχεδόν Μηδενικής Κατανάλωσης Ενέργειας, Μηδενικών Εκπομπών (ΖΕΒ) και Θετικού Ενεργειακού Ισοζυγίου.
– Η διασφάλιση ότι ακολουθούνται τα πλέον πρόσφατα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα ως προς την ενεργειακή απόδοση που προσφέρουν τα δομικά υλικά και τα ενεργειακά συστήματα του κτιρίου, τα οποία και αποτυπώνονται στα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης, αντανακλώντας τις πραγματικές συνθήκες ενεργειακής λειτουργίας του κτιρίου.
– Ο προσδιορισμός κτιρίων αναφοράς για κάθε προβλεπόμενη περίπτωση. Παροχή μέσω των ΠΕΑ αξιόπιστων και τεχνικά υλοποιήσιμων συστάσεων αναφορικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε σχέση με ανακαινίσεις μεγάλης κλίμακας του κελύφους ή των τεχνικών συστημάτων του κτηρίου ή μέτρα μεμονωμένα για δομικά στοιχεία και παροχή ενδεικτικής ανάλυσης κόστους – οφέλους για την απόδοση των προτεινόμενων μέτρων.
– Ο υπολογισμός των ενεργειακών αναγκών και της χρήσης ενέργειας για θέρμανση χώρου, ψύξη χώρου, ζεστό νερό οικιακής χρήσης, φωτισμό, εξαερισμό και άλλα τεχνικά συστήματα του κτιρίου βάσει μηνιαίων και ωριαίων διαστημάτων υπολογισμού, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβαλλόμενες συνθήκες που επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία και την απόδοση των συστημάτων του κτιρίου.
Απαιτείται επίσης ο σχεδιασμός ενός έξυπνου και δυναμικού συστήματος βιώσιμης χρηματοδότησης σχετικών επενδύσεων που θα στηρίζεται, πέραν των παραδοσιακών και νέων ευρωπαϊκών Ταμείων, στη βελτίωση της αγοράς βιώσιμης χρηματοδότησης, η οποία θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη εφαρμοσμένων τεχνικών λύσεων, με έμφαση σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η διατήρηση των προγραμμάτων επιχορήγησης της εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια και μετά το 2027 με αξιοποίηση πόρων από το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα και βελτίωση των διαδικασιών. Διατήρηση συστήματος πίστωσης φόρου εισοδήματος και μετά το 2026, με πιθανές προσαρμογές κατόπιν αξιολόγησης της επίδρασής του.
Επίσης, ο σχεδιασμός προγραμμάτων που θα συνδυάζουν δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση για την κινητοποίηση επενδύσεων σε έργα ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων μεγάλης κλίμακας, αλλά και η εξασφάλιση ότι τα κίνητρα και οι ενισχύσεις θα κατευθύνονται κατά προτεραιότητα σε τεχνολογίες/παρεμβάσεις με υψηλότερο βαθμό ωριμότητας και εγχώριο περιεχόμενο, με συνυπολογισμό και του οφέλους που προκύπτει ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της κατανάλωσης ενέργειας.


