Διεκδικώντας ουσιαστικά την έμπρακτη συγγνώμη
Η εξώδικη αίτηση και πρόσκληση προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη, που κατέθεσε τον περασμένο μήνα η πληρεξούσια δικηγόρος των κληρονόμων δύο εκ των επιζησάντων της σφαγής του Διστόμου, Χριστίνα Σταμούλη, επανέφερε, «ενοχλητικά» για ορισμένα αθηναϊκά ρετιρέ, στο προσκήνιο το ζήτημα των γερμανικών οφειλών.
- Από τον Γιώργο Χατζηδημητρίου
Με την ενέργειά της αξίωνε την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης 137/1997 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και της αμετάκλητης απόφασης του Αρείου Πάγου που ακολούθησε, με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του γερμανικού Δημοσίου να καταβάλει αποζημιώσεις στους ενάγοντες για τις θηριωδίες του γερμανικού στρατού Κατοχής στην περιοχή.
Κι αυτό γιατί, όπως αναφέρεται, το γερμανικό Δημόσιο «ουδέποτε εξεδήλωσε την πρόθεση εξοφλήσεως του οφειλομένου ποσού, το οποίο σήμερα έχει πλέον υπερδιπλασιαστεί, λόγω των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας. Αντιθέτως, έσπευσε, καταδολιευτικά, να εκποιήσει ή και να θέσει υπό διπλωματική προστασία συγκεκριμένα ακίνητα ιδιοκτησίας του».
Με δυο λόγια, η Γερμανία, αξιοποιώντας τη «λήθη χωρίς κάθαρση» την οποία επίμονα καλλιεργούν η επίσημη Ελλάδα, με την αμέριστη συνδρομή Γερμανών και εγχώριων εκπροσώπων του ιστορικού αναθεωρητισμού, φρόντισε να καλύψει νομικά τα νώτα της, θωρακίζοντας τα περιουσιακά της στοιχεία στη χώρα απέναντι σε κάθε νόμιμη και δίκαιη διεκδίκηση και τυχόν κατασχέσεις…
Η δικαστική απόφαση, προκειμένου να εκτελεστεί, προϋποθέτει άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης, αλλά, όπως αποδεικνύεται, αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, έχει άλλες προτεραιότητες. Κι οι ελάχιστοι πλέον επιζώντες και οι κληρονόμοι τους συνειδητοποιούν με απογοήτευση και οργή ότι η ελληνική Πολιτεία εξακολουθεί να παρέχει προνομιακή ασυλία στο γερμανικό Δημόσιο, απαγορεύοντας την εκτέλεση αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων που στρέφονται εναντίον του.
Υπενθυμίζεται ότι η ένωση των δύο Γερμανιών, που συντελέστηκε πριν από 35 χρόνια, σηματοδότησε τη λήξη του ευνοϊκού καθεστώτος της μεταπολεμικής αναστολής, με την οποία η διεθνής κοινότητα είχε «φιλοδωρήσει» τη Γερμανία από το 1953 και μετά… Οπως παρατηρεί η δικηγόρος Χριστίνα Σταμούλη, διαχειρίστρια του «Αρχείου Σταμούλη», «δεδομένη αναδύεται η διαπίστωση ότι η χώρα μας βρέθηκε εκτός κάθε διαδικασίας επανόρθωσης και αποζημίωσης, αφού, στα χρόνια που θα μπορούσε να διεκδικήσει την καταξίωση της συμμετοχής της στην επιτυχία της πολεμικής προσπάθειας -διεκδικώντας όσα, έστω και λίγα, της αναγνωρίστηκαν με τη Συνθήκη του 1946-, εκείνη βρισκόταν εγκλωβισμένη στη δίνη των εμφύλιων συγκρούσεων».
Σήμερα όμως, προσθέτει, μιλώντας στη «δημοκρατία», «έχει έρθει πια η χρονική στιγμή, νηφάλια και με καθαρότητα, να διαμορφώσουμε και να υλοποιήσουμε ένα δομημένο σχέδιο ουσιαστικής διεκδίκησης όχι μόνο της μεγαλόφωνης διατύπωσης της οφειλόμενης συγγνώμης, αλλά και της έμπρακτης διατύπωσής της». Η ίδια διαπιστώνει πως, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τη στερεότυπη και μονολεκτική διατύπωση του αιτήματος για τη δικαίωση του ελληνικού ολοκαυτώματος, τις μαζικές σφαγές αμάχων, τον λιμό της Κατοχής, το αναγκαστικό δάνειο και την πολύπλευρη λεηλασία που υπονόμευσε κάθε δυνατότητα μεταπολεμικής ανάκαμψης της χώρας, μια νέα στρατηγική διεκδίκησης είναι απολύτως απαραίτητη. Ο πυρήνας ενός τέτοιου, νέου και εκ βάθρων, σχεδιασμού, υπογραμμίζει, «πρέπει να είναι η διαπίστωση ότι η γερμανική ενοχή δεν μπορεί να θεραπευτεί ανέξοδα. Η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΣΥΓΓΝΩΜΗ».
Οι απαιτήσεις της Ελλάδας είναι νομικά ενεργές και δικαστικά επιδιώξιμες
Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε, κατά την ίδια, να περιλαμβάνει δύο ποιοτικά διαφορετικούς πυλώνες, με 5+5 θεμελιώδη στηρίγματα. «Αφενός την οργάνωση της διεκδίκησης εντός Ελλάδος και με προσανατολισμό και αναφορά στο ελληνικό κοινό. Ο πυλώνας αυτός θα μπορούσε να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
1. Την επιστημονική τεκμηρίωση των ελληνικών αξιώσεων.
2. Την εκτίμηση, εκ μέρους της Τραπέζης της Ελλάδος, του συνολικού ύψους των γερμανικών εκταμιεύσεων και υπεξαιρέσεων, και τον ακριβή και τεκμηριωμένο υπολογισμό της οφειλής του κατοχικού δανείου με βάση τα τρέχοντα δεδομένα.
3. Τη χρηματοδότηση της ιστορικής έρευνας, για την περίοδο 1940-1945, από κάθε πιθανή, δημόσια ή ιδιωτική, πηγή και τη δημιουργία μουσείου για την περίοδο της ελληνικής συμμετοχής στον Β’Π.Π.
4. Την ενημέρωση της ελληνικής κοινής γνώμης και έναν νέο κύκλο δικαστικών διεκδικήσεων, με νέες νομικές κατασκευές.
5. Την ενίσχυση του θεσμού του χαρακτηρισμού μαρτυρικών τόπων και χωριών και την άμεση υποβολή φακέλου για την κήρυξη και της Αθήνας ως μαρτυρικής.
Αφετέρου, και με προσανατολισμό τον διεθνή χώρο και το διεθνές κοινό, θα μπορούσαν να οργανωθούν:
1. Η αναμόχλευση του θέματος ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης.
2. Η προσέγγιση της γερμανικής κοινής γνώμης και των φιλικών πολιτικών και κοινωνικών φορέων εντός της Γερμανίας.
3. Ο άμεσος προγραμματισμός διεθνών συνεδρίων για την ανάδειξη των θεμάτων κάθε επιστημονικού τομέα.
4. Η διαρκής παρουσία και συμμετοχή της Ελλάδος σε κάθε διεθνή θεσμό σχετικό με τη μνήμη του B’ Π.Π., π.χ. στο Claims Conference ή στο Stiftung Erinnerung Verantwortung Zukunft (EVZ).
5. Η δημιουργία ή η αξιοποίηση έργων καλλιτεχνικού χαρακτήρα για την άσκηση πολιτιστικής διπλωματίας».
Οπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, «οι απαιτήσεις της Ελλάδας είναι νομικά ενεργές και δικαστικά επιδιώξιμες». Είναι καιρός να φυσήξει ο άνεμος της νέμεσης.