Η ανησυχητική αύξηση στους νέους και τα σημάδια που δεν πρέπει να αγνοούμε
Για χρόνια, οι σοβαρές παθήσεις του πεπτικού συστήματος θεωρούνταν σχεδόν «προνόμιο» της τρίτης ηλικίας. Τα νεότερα δεδομένα, όμως, ανατρέπουν αυτή τη βεβαιότητα. Σήμερα, ο κίνδυνος δεν κάνει διακρίσεις ηλικίας, ακόμη και για όσους ακολουθούν έναν φαινομενικά υγιεινό τρόπο ζωής.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η εκρηκτική αύξηση των περιστατικών καρκίνου του παχέος εντέρου σε άτομα κάτω των 40 ετών. Όπως επισημαίνει η παθολόγος Zion Ko Lamm, οι διαγνώσεις σε νέους ενήλικες έχουν αυξηθεί κατά 80% τα τελευταία 30 χρόνια. Την ίδια στιγμή, τα ποσοστά στους ηλικιωμένους —που παραδοσιακά θεωρούνται ομάδα υψηλού κινδύνου— παραμένουν σταθερά ή και μειώνονται.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν προειδοποιητικά σημάδια. Σύμφωνα με τη δρ. Lamm, υπάρχουν πέντε βασικά συμπτώματα που, όταν επιμένουν, απαιτούν άμεσο ιατρικό έλεγχο.
Συνεχής κοιλιακή ενόχληση ή φούσκωμα
Πίεση στην κοιλιά, πόνος, επίμονο φούσκωμα ή αίσθημα πρόωρου κορεσμού δεν πρέπει να θεωρούνται «αθώα», ειδικά αν διαρκούν πάνω από τέσσερις εβδομάδες.
Ανεξήγητη απώλεια βάρους
Η απώλεια κιλών χωρίς αλλαγή στη διατροφή ή στη φυσική δραστηριότητα μπορεί να υποδηλώνει υποκείμενο πρόβλημα, όπως φλεγμονή ή σοβαρή νόσο. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται διερεύνηση.
Αίμα στα κόπρανα
Η παρουσία αίματος, είτε εμφανής είτε ανιχνεύσιμη μόνο με εξετάσεις, μπορεί να οφείλεται σε αιμορραγία όγκου στο παχύ έντερο. Αν και υπάρχουν και άλλες αιτίες, όπως οι αιμορροΐδες, το σύμπτωμα δεν πρέπει ποτέ να αγνοείται.
Έλλειψη σιδήρου και αναιμία
Η σταδιακή απώλεια αίματος μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα σιδήρου και αιμοσφαιρίνης, προκαλώντας κόπωση, αδυναμία, ζαλάδες ή ταχυκαρδία. Η αναιμία αποτελεί συχνά ένα από τα πρώιμα σημάδια.
Αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου
Αύξηση της συχνότητας, αίσθηση ατελούς κένωσης ή επίμονη δυσκοιλιότητα για περισσότερες από δύο εβδομάδες αποτελούν λόγους επίσκεψης σε ειδικό.
Η πρόληψη δεν έχει ηλικία
Το σημαντικό είναι ότι η πρόληψη σώζει ζωές. Επίσης σημαντικό είναι ότι ο καρκίνος δεν γνωρίζει ηλικιακά όρια, γι’ αυτό θα πρέπει να παρατηρούμε το σώμα μας και να μιλάμε για ό,τι μας ανησυχεί με τον γιατρό μας.


