
Νοητός, υπερβατικός και κτιστός κόσμος συνυπάρχουν και συλλειτουργούν μυσταγωγικά
Από τον
Νίκο Παπουτσόπουλο
Η βυζαντινή εικόνα αναδεικνύει το πνευματικό κάλλος, με την ευγένεια των μορφών, τη συγκρατημένη χειρονομία, τους αρμονικούς χρωματικούς συνδυασμούς, τα σχήματα, τα σκηνικά στοιχεία και τις επιμέρους σκηνές (από την Ιερά Παράδοση). Ως μέσον διαμόρφωσης και διάδοσης της συλλογικής μνήμης σε ένα ευρύτατο κοινό, καταδεικνύει με θαυμαστό τρόπο την ιεροτελεστία της μεταμόρφωσης (καλή αλλοίωση) του σύμπαντος, με την αναίρεση των σταθερών ορίων ή μέτρων σύμβασης και την απαλλαγή από τα βάρη της θνητής υπόστασης των όντων. Νοητός, υπερβατικός και κτιστός κόσμος συνυπάρχουν και συλλειτουργούν μυσταγωγικά σε κοινό τόπο (σημείον) συνάντησης Θεού και ανθρώπου.
Το υπεραισθητό και υπέρλογο σημείον της ταυτόχρονης παρουσίας κτιστού και άκτιστου κόσμου, της αλληλοπεριχώρησης στη βυζαντινή εικόνα, η οποία «καθαγιάζει την όραση και τη μετασχηματίζει σε οπτασία», σύμφωνα με τον Λεωνίδα Ουσπένσκι, αποτυπώνεται με τη μετακίνηση από την υλιστική αντίληψη των πραγμάτων και τη μετατόπιση από τη φόρτιση του συναισθήματος, που προκαλείται αυθόρμητα με την παραστατική γραφικότητα στη σφαίρα του αχρόνου και του αχωρήτου. Στον κοινό τόπο, ασύμβατον με μέριμνες βιοτικές σαρκικού φρονήματος και βάρη αναλογιών, προοπτικής ή σκιάς, μυστικά εικονίζεται η πνευματική ανάταση του κτιστού κόσμου, τον οποίο καταυγάζει ανέσπερο φως και τον ανυψώνει «εν ετέρα μορφή» σε άλλη, ρωμαλέα διάσταση, διαφορετικήν από εκείνην του ειδώλου.
Ιδιαίτερα στην περίοδο της Εικονομαχίας, που είχε συνταράξει τον 8ο και τον 9ο αιώνα τον βυζαντινό κόσμο, με προεκτάσεις κοινωνικές και πολιτικές (διωγμοί, αντιμοναχική πολιτική, δημεύσεις, νομοθετικές μεταρρυθμίσεις), κυριαρχούν στον διάκοσμο του ναού τα ανεικονικά θέματα, με κυρίαρχο το σύμβολο του Σταυρού (χαρακτηριστικό παράδειγμα εικονοκλαστικής διακόσμησης στον Ναό της Αγίας Ειρήνης Κωνσταντινουπόλεως), καθώς καλλιεργείται με τον τρόπο αυτό συνειδητά μια αντιφυσιοκρατική τέχνη, που χειραγωγεί πέρα από αισθητά.
Με τη λήξη της Εικονομαχίας (843) και την αναστήλωση των εικόνων παρατηρείται έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα και διαμορφώνεται νέο εικονογραφικό πρόγραμμα, σύμφωνα με τις θεολογικές αντιλήψεις για τον συμβολισμό των τμημάτων του νέου πλέον τύπου, σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, του ναού.
«Ειρήνην τη ελληνική εκκλησία ουδέποτε εχαρίζοντο οι πάπαι» είχε υπογραμμίσει ο Γεώργιος Π. Κρέμος κατά την αναφορά του στην περίοδο της Εικονομαχίας. «Ελύθη δε το ζήτημα ότε μετά τον ραδιούργον Πασχάλιον (817-824) πάπαι ασχολούμενοι περί τα οικεία και ιδία περί την κραταίωσιν της παπικής κοσμικής επικρατείας αφήκαν τους Ελληνας αρραδιουργήτους». Αλλωστε, όπως υποστήριζε, «παρ’ Ελλησιν άπαντα και αυτά τα ύψιστα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα τρεπόμενα εις προσπαθή ή μάλλον εμπαθή προσωπικά επέφερον πάντοτε όλεθρον τη ημετέρα θρησκεία τε και πολιτεία».
Τη λαμπρή παράδοση της τέχνης των εικόνων της Κωνσταντινουπόλεως είχε ακολουθήσει αρχικά η Κρητική Σχολή αγιογραφίας, με την κάθοδο καλλιτεχνών από τη Βασιλεύουσα στη Μεγαλόνησο, από τα τέλη ήδη του 14ου αιώνα και, ιδιαίτερα, μετά την Αλωση της Πόλης, οπότε ο βυζαντινός πολιτισμός ανθεί σε περιοχές εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τις υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας εικόνες που φιλοτέχνησαν οι Κρήτες ζωγράφοι, στις οποίες είναι εμφανείς οι αισθητικές αρχές της λιτότητας, της ηρεμίας και ισορροπίας, εκτίμησαν ιδιαίτερα και οι πιστοί του καθολικού δόγματος, οι οποίοι λατρεύουν ακόμη ως κατεξοχήν λειτουργικές ή θαυματουργές εικόνες όσες είτε διασώθηκαν είτε φιλοτεχνήθηκαν κατά το βυζαντινό ύφος (maniera greca).
Οι εξαίρετοι μαΐστορες της Κρητικής Σχολής, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ποικίλες απαιτήσεις, ακολούθησαν τα αισθητικά ρεύματα της εποχής και ενσωμάτωσαν διακριτικά στους βυζαντινούς παραδοσιακούς τύπους των εικόνων επιμέρους στοιχεία της Ιταλικής Αναγέννησης. Με προσθήκες και παρεμβάσεις (αφηγηματικότητα, προοπτική) η μεταβυζαντινή εικόνα απομακρύνθηκε από τις θεμελιώδεις αρχές της διδασκαλίας της Εκκλησίας, την αναγωγική και μυσταγωγική λειτουργία στον φυσικό χώρο της (ναός), αποκαθηλώθηκε από τον υπερβατικό κόσμο και προσγειώθηκε στη χοϊκή (θνητή) υπόσταση των πραγμάτων, με στόχο την τέρψη των αισθήσεων. Οι Κρήτες καλλιτέχνες μετέτρεψαν βαθμιαία τη λατρευτική εικόνα σε πίνακα ζωγραφικής, όπως η Προσκύνηση των Μάγων του Μιχαήλ Δαμασκηνού στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, για να ακολουθήσουν οι Επτανήσιοι (Παναγιώτης και Νικόλαος Δοξαράς) και αργότερα (μετά το 1830) οι Νεοέλληνες Ναζαρηνοί.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, «τότε, που όλα ήτανε πονεμένα και πικραμένα, ταπεινοί αγιογράφοι (όπως οι Δημήτριος και Θεόδουλος Κακαβάς, Γεώργιος και Δημήτριος Μόσχοι, Γεώργιος Ντούντας εξ Αθηνών), που ζήσανε στον καιρό της σκλαβιάς κ’ ευωδιάσανε σαν αγνά αγριολούλουδα των βουνών», όπως σημειώνει ο Φώτης Κόντογλου, «πιάσανε και ζωγραφίσανε στα κοιμητήρια και στα σκοτεινά σπήλαια των μοναστηριών τον αββά Σισώη, που στέκεται εξεστηκώς μπροστά στον ανοιχτόν τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ολα είναι ζωγραφισμένα με τη σωστή έκφρασή τους, γιατί τα ζωγραφίζανε άνθρωποι συντετριμμένοι και ταπεινωμένοι». Αλλωστε, όπως υποστήριζε ο ίδιος, «η τέχνη μας είναι κι αυτή σαν τη φύση μας, απλή απ’ έξω και πλούσια από μέσα. Η δική μας ζωγραφική, δηλαδή η βυζαντινή, είναι απλή και λιτή στην όψη, καθαρισμένη από τα μάταια κι ανώφελα στολίδια της προοπτικής και της ανατομίας, καθαρή σαν κρούσταλλο, κι από μέσα γεμάτη πνευματικό βάθος, χωρίς επιτήδεψη που θέλει να ξεγελάσει το μάτι (trompe d’ oeil), δηλαδή πράγματα σαλτιμπαγκικά, κατώτερα από τους σκοπούς που πρέπει να ‘χει η τέχνη».
Η εκκοσμίκευση της εικόνας και η κατάταξή της με κριτήρια δημοπρασιών στα έργα τέχνης υποβάθμισαν το σημαντικό λατρευτικό και πνευματικό έργο της, ενώ η ματαιόδοξη αποτίμηση της καλλιτεχνικής αξίας της μόνο την ενέταξε στις απαιτήσεις της αναζήτησης και συλλογής καλλιτεχνικών προϊόντων και την απέσπασε βίαια από το φυσικό περιβάλλον της.
«Ητο ακόμη εκεί ο ηγαπημένος μαθητής του Λαμπριάτικου Ψάλτη, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος ότι θρασύς τις ιερόσυλος έμελλε μετ’ ου πολύ να τον αρπάση εκ της κόγχης του διά να τον μεταφέρη εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του καρπώσαι, αλλά εις Μουσείον! Υψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε παύσει ν’ ασκήται εις τον τόπον τούτον η χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής ν’ ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν αντικείμενον περιεργείας!… Ιλεως γενού αυτοίς, Κύριε!» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).


