Μελέτη του ΕΒΕΠ καταδεικνύει πως το κόστος της ενέργειας έχει γίνει θηλιά για τις επιχειρήσεις, με την κυβέρνηση σε ρόλο παρατηρητή
Σε θηλιά στον λαιμό των επιχειρήσεων έχει μετατραπεί το ενεργειακό κόστος τα τελευταία χρόνια, με την κυβέρνηση σε ρόλο παρατηρητή να πράττει τα ελάχιστα και όχι τα αυτονόητα για την προστασία τους. Τα στοιχεία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά είναι συντριπτικά, καθώς καταδεικνύουν ότι οι μη οικιακοί καταναλωτές στην Ελλάδα πληρώνουν από 12% έως 22% ακριβότερα την ηλεκτρική ενέργεια σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27.
Το πλήγμα, σημειώνει το ΕΒΕΠ, είναι έντονο στην «πραγματική» βαριά βιομηχανία και τη μεταποίηση, με τον τουρισμό και την εστίαση, άλλους δύο στρατηγικής σημασίας τομείς για την οικονομία, να ακολουθούν σε μικρότερο βαθμό. Για τους τομείς του εμπορίου και των υπηρεσιών, το ενεργειακό κόστος μπορεί να έχει μικρότερο μερίδιο, αλλά τα πρόσθετα τέλη και οι ρυθμιστικές χρεώσεις το κάνουν δυσανάλογα βαρύ για όλες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η Ευρωπαική Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) έχει εκτιμήσει ότι το ενεργειακό κόστος των ελληνικών ΜμΕ είναι 15%-20% υψηλότερο από τον μ.ό. της Ε.Ε., μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις εξαγωγές. Επίσης, σύμφωνα με την ΤτΕ, το υψηλό ενεργειακό κόστος μετακυλίεται στις τελικές τιμές αγαθών, και μάλιστα το 1/3 της αύξησης των τιμών τροφίμων έχει προκληθεί από τα ενεργειακά κόστη. Αξίζει να σημειωθεί πόσο διαφορετικά επιδρά το ενεργειακό κόστος ανά κλάδο: στο λειτουργικό κόστος του εμπορίου το ενεργειακό μερίδιο κυμαίνεται από 8%-10% και επιβαρύνεται με επιπλέον 10%-12%, στη μεταποίηση 12%-15% και +15%-18%, στην ενεργοβόρα βιομηχανία 25%-35% και +18%-22%, στον τουρισμό και στην εστίαση 20%-25% και +15%-20% και, τέλος, στις υπηρεσίες 6%-8% και +10%-12%, αντίστοιχα.
Επιπλέον, το ΕΒΕΠ υπογραμμίζει πως η Ελλάδα έχει από τις πιο ακριβές τιμές ενέργειας μεταξύ των 27 κρατών της Ε.Ε. για τους βιομηχανικούς καταναλωτές. Η χονδρεμπορική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη, ξεπερνώντας πολλές άλλες αγορές. Οι τιμές στη χονδρική αγορά έχουν κινηθεί τουλάχιστον +30% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε περιόδους υψηλής ζήτησης. Το ενεργειακό κόστος αντιστοιχεί σε σημαντικό μερίδιο, άνω του 12%, του λειτουργικού κόστους για αρκετές κατηγορίες μεταποίησης. Ομως, σε ενεργοβόρες βιομηχανίες παραγωγής βασικών μετάλλων, μη μεταλλικών ορυκτών, οικοδομικών υλικών και ναυπηγείων το μερίδιο της ενέργειας στο συνολικό κόστος παραγωγής κυμαίνεται μεταξύ 25%-35%. Οι επιπτώσεις στους άλλους κλάδους -τουρισμού, εμπορίου και υπηρεσιών- εκτιμάται, επίσης, πως κυμαίνονται υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά σε μικρότερο βαθμό και, κυρίως, επιβαρύνονται περισσότερο όπου η ενεργειακή κατανάλωση είναι υψηλή.
Μεγάλο κόστος
Σε νησιωτικές περιοχές, που εξαρτώνται από ηλεκτροπαραγωγή με πετρέλαιο ή έχουν περιορισμένες διασυνδέσεις ή μεγάλο κόστος μεταφοράς ενέργειας, το κόστος είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο. Αυτό αυξάνει το λειτουργικό κόστος των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων και άλλων τουριστικών υπηρεσιών. Οσες επιχειρήσεις καταναλώνουν σχετικά λιγότερη ενέργεια, όπως καταστήματα και γραφεία, επηρεάζονται επίσης άμεσα, αφού το κόστος ηλεκτρικού ρεύματος για ψυγεία, φούρνους, κλιματισμό και φωτισμό μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος των λειτουργικών τους εξόδων.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης δήλωσε ότι «το σχέδιο του μηχανισμού μείωσης του ενεργειακού κόστους θα πρέπει να αφορά όλες τις βιομηχανικές επιχειρήσεις και όλων των τομέων, ξεκινώντας ενδεχομένως από τις 60 ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας. Η διεύρυνση του χάσματος ανταγωνιστικότητας στην εγχώρια παραγωγή μας δημιουργεί την ανάγκη μιας εθνικής παρέμβασης και πρωτοβουλίας αντίστοιχης με αυτές που παίρνουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη».
Η βιομηχανία πιέζει για το ιταλικό μοντέλο
Οι επιχειρήσεις πιέζουν την κυβέρνηση να υιοθετήσει την πρόταση του ΣΕΒ για προσαρμογή του ιταλικού μοντέλου «Energy Release 2.0» στα δεδομένα της ελληνικής αγοράς. Σύμφωνα με αυτήν, ο ΔΑΠΕΕΠ θα προσφέρει στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, με κατανάλωση από 6 έως 7,4 Τwh, ένα είδος «ενεργειακού δανείου» για τρία χρόνια στην τιμή των 55 €/Mwh, έναντι των περίπου 100 €/Mwh σήμερα, και οι ωφελούμενες επιχειρήσεις, έναντι αυτού, θα χρηματοδοτήσουν την κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ για να επιστρέψουν τη διπλάσια ποσότητα ενέργειας στην ίδια τιμή, σε βάθος 20ετίας, με διμερές συμβόλαιο.