Αυξάνεται η επισιτιστική ανασφάλεια στην Ελλάδα – Η κυβέρνηση αδιαφορεί για την κοινωνική εξαθλίωση

Η Ελλάδα του 2025 δεν πεινάει στα χαρτιά, πεινάει στην πραγματικότητα. Τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών δείχνουν ότι η επισιτιστική ανασφάλεια αυξάνεται σταθερά, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες περί «ανάπτυξης» και «οικονομικής σταθερότητας».

Σύμφωνα με την έρευνα SILC 2024, που αφορά εισοδήματα του 2023, το 7% του πληθυσμού δήλωσε ότι βίωσε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,6% έφτασε στο σημείο να μείνει εντελώς χωρίς φαγητό, επειδή δεν είχε χρήματα ή άλλους πόρους. Πίσω από αυτά τα ποσοστά κρύβονται χιλιάδες οικογένειες που αναγκάζονται να κόψουν γεύματα, να φάνε λιγότερο ή και καθόλου.

Η εικόνα είναι ακόμη πιο ζοφερή αν σκεφτεί κανείς ότι το φαινόμενο επιμένει από το 2019, χωρίς καμία ουσιαστική ανάσχεση. Η μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής κινείται σταθερά μεταξύ 6% και 8%, ενώ η σοβαρή ανεπάρκεια —το να μείνει δηλαδή κάποιος νηστικός ολόκληρη ημέρα— παραμένει γύρω στο 1,5%.

Ένα φαινόμενο που δεν σοκάρει πλέον κανέναν στην εξουσία

Παρά τα επίσημα δεδομένα, η κυβέρνηση παριστάνει πως δεν βλέπει. Οι υπουργοί συνεχίζουν να μιλούν για «μείωση του πληθωρισμού» και «ενίσχυση της ανάπτυξης», ενώ η ακρίβεια στα ράφια των σούπερ μάρκετ και οι απλησίαστες τιμές σε βασικά είδη διατροφής εξαφανίζουν το εισόδημα πριν τελειώσει ο μήνας.

Αυτή η σιωπηλή ανθρωπιστική κρίση δεν προέκυψε ξαφνικά. Είναι αποτέλεσμα της κυβερνητικής αδράνειας, της απουσίας ελέγχων στην αγορά, της ασυδοσίας των μεγάλων αλυσίδων και της πλήρους εγκατάλειψης των ασθενέστερων στρωμάτων. Όταν μια οικογένεια πρέπει να διαλέξει αν θα πληρώσει ρεύμα ή αν θα αγοράσει τρόφιμα, τότε το πρόβλημα δεν είναι στατιστικό, αλλά πολιτικό.

Πείνα με «ευρωπαϊκές τιμές»

Αν και η Ελλάδα εμφανίζεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (6,6% έναντι 7,4% για τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής), αυτό δεν αποτελεί παρηγοριά. Πίσω από τη στατιστική «κανονικότητα» κρύβεται μια κοινωνία που έχει μάθει να ζει με το ελάχιστο, χωρίς καμία πραγματική προστασία.

Η κυβέρνηση αρέσκεται να συγκρίνει τη χώρα με φτωχότερα κράτη όπως η Ρουμανία ή η Βουλγαρία, αποσιωπώντας όμως το γεγονός ότι οι Έλληνες πληρώνουν ευρωπαϊκές τιμές με βαλκανικούς μισθούς. Όταν το ψωμί, το γάλα και το λάδι κοστίζουν περισσότερο από ό,τι σε πλουσιότερες χώρες, δεν μιλάμε για σύγκλιση, αλλά για κοινωνική εξαθλίωση.

Χρειάζονται πράξεις, όχι επικοινωνία

Οι αριθμοί δείχνουν ξεκάθαρα ότι η πείνα δεν είναι παρελθόν. Είναι παρούσα, καθημερινή και αυξανόμενη. Όσο η κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει το ζήτημα ως ένα ακόμη δελτίο Τύπου, οι πολίτες θα συνεχίσουν να μετρούν μερίδες φαγητού και ευρώ στο πορτοφόλι.

Η χώρα χρειάζεται πραγματικές πολιτικές διατροφικής ασφάλειας: ενίσχυση εισοδημάτων, έλεγχο στην αγορά, στοχευμένες επιδοτήσεις και στήριξη των πιο ευάλωτων. Χρειάζεται όμως πρώτα απ’ όλα μια κυβέρνηση που να νοιάζεται.

Γιατί πίσω από το «7%» και το «1,6%» δεν υπάρχουν απλοί αριθμοί, αλλά άνθρωποι που πεινούν στη σιωπή, σε μια Ελλάδα που τους έχει ξεχάσει.










spot_img

Ροή ειδήσεων

spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ