Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε όλοι οι εκπαιδευτικοί πως η παιδεία, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, δεν προσφέρει απλώς γνώσεις και δεξιότητες στους νέους, αλλά και άλλες αρετές, που μαζί με την κριτική σκέψη και τη διάκριση θωρακίζουν πνευματικά τους μαθητές
Το άρθρο αυτό αποκαλύπτει, ακόμα μια φορά, τα μορφωτικά προβλήματα που παρουσιάζονται στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα δημοτικά σχολεία, εξαιτίας της υποτίμησής του εκ μέρους μιας μεγάλης μερίδας των δασκάλων του δημοτικού, οι οποίοι αναλαμβάνουν μεν το μάθημα για να καλύψουν τα κενά του προσωπικού τους ωραρίου, αλλά είτε το διδάσκουν πλημμελώς, ελάχιστες μόνον φορές τον χρόνο, είτε δεν το διδάσκουν καθόλου, αφήνοντας και οι δύο κατηγορίες εντελώς αναλφάβητα στα Θρησκευτικά τα παιδιά, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την ανάπτυξη της θρησκευτικής τους συνείδησης.
- Από τον Ηρακλή Ρερακη*
Θα αναλύσουμε το θέμα, εξετάζοντάς το από διαφορετικές οπτικές γωνίες, για να κατανοήσουμε το πνευματικό μέγεθος της αυθαίρετης και απάνθρωπης στέρησης του δικαιώματος μιας αρκετά μεγάλης μερίδας παιδιών να διδαχθούν το εν λόγω μάθημα και να αναπτυχθούν πνευματικά.
Σημειώνουμε την αναφορά που κάνει το Σύνταγμα για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της παιδεία μας στο άρθρο 16, 2 του Συντάγματος: «H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Επίσης, ως προς τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας αυτό το άρθρο (Απόφαση Ολομ. 1749/2019), αναφέρει, σχετικά με την αποστολή της Πολιτείας να αναπτύσσει τη θρησκευτική συνείδηση των μαθητών/τριών και με το ποιο περιεχόμενο θα έχει αυτή η ανάπτυξη, τονίζοντας επακριβώς: «Ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης είναι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης…
Η ανάπτυξη αυτή αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους, επιτελείται δε κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό πρέπει να διδάσκεται, επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣτΕ, απόφαση Ολομ. 660, 926/2018), να μην υποβαθμίζεται, κατά τη διδασκαλία και την εξέταση, σε σχέση με άλλα μαθήματα, και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού».
Αναγκαία σύνδεση
Είναι φανερό ότι η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» είναι ανάγκη να συνδέεται με το γενικότερο αγαθό της παιδείας και τους άλλους συνταγματικούς σκοπούς, όπως το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και, γενικότερα, της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Συνεπώς, η ως άνω ανάπτυξη επιτελείται με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών και συνδέεται αχώριστα με τον σκοπό της παιδείας, καθώς έχει τεθεί από την ελληνική Πολιτεία, εντός της συνταγματικής της αποστολής, ως ένας εκ των πρωταρχικών τρόπων για την ανάπλαση των μαθητών/τριών σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Είναι εμφανές δηλαδή ότι η Πολιτεία θεωρεί ότι η ως άνω ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης μπορεί να συνυπάρχει αρμονικά και να εμπλουτίζει τη δημοκρατία και την ελευθερία των πολιτών. Η προσδοκία συνεπώς της Πολιτείας να προσφέρει το σχολείο γνώση και αρετή, με στόχο έναν αγαθό, δίκαιο και ενάρετο βίο εντός του κοινωνικού ιστού, ταυτίζεται με κάποιους από τους στόχους της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως.
Η παιδεία, δηλαδή, που διασφαλίζει το κράτος έχει ως σκοπό την προσφορά και μετάδοση των απαραίτητων γνώσεων και την καλλιέργεια των αναγκαίων αρετών στους μαθητές, που εναρμονίζουν την ιδιότητά τους, ως ελεύθερα πρόσωπα, με τις αξίες, αρετές και τα πρότυπα που στοχεύουν στον κοινό ηθικό και αγαθό βίο. Προς τούτο, απαιτείται σεβασμός από την Πολιτεία και τους δασκάλους, της υποχρέωσης να διδάσκονται τα παιδιά με τον κατάλληλο δάσκαλο και την κατάλληλη διδασκαλία, για να μπορούν, ανεμπόδιστα, να μορφώνονται με γνώσεις και αρετές.
Το μάθημα των Θρησκευτικών, μάλιστα, είναι ανάγκη να διδάσκεται ακωλύτως και με θεολογική και επιστημονική πληρότητα στα παιδιά της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για να υπάρχουν τα αντίστοιχα μαθησιακά αποτελέσματα. Με βάση όλα τα προηγούμενα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε όλοι οι εκπαιδευτικοί πως η παιδεία στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, δεν προσφέρει απλώς στους/στις νέους/ες γνώσεις και δεξιότητες, αλλά και άλλες αρετές, όπως η πίστη, η αγάπη, η ειρήνη, η χαρά, η πραότητα, η αγαθοσύνη, η εγκράτεια κ.ά., που, μαζί με την κριτική σκέψη και τη διάκριση, θωρακίζουν πνευματικά τους μαθητές και τους οδηγούν προς την ψυχοσωματική τους ολοκλήρωση και τελείωση, στο πλαίσιο της εν Χριστώ σωτηρίας.
Με στόχο τον ορθόδοξο χριστιανικό αλφαβητισμό, οι έχοντες τα απαιτούμενα προσόντα θεολόγοι εκπαιδευτικοί διαπλάθουν τους νέους να σέβονται, να εκτιμούν και να μην υποτιμούν ούτε να παραβιάζουν τις χριστιανικές αρετές, αρχές και αξίες του, στοχεύοντας στον κοινό αγαθό και ενάρετο βίο. Η ζωή ενός νέου, που καλλιεργεί και αναπτύσσει τη θρησκευτική του συνείδηση, τον φέρνει πιο κοντά τόσο στον Θεό, ο οποίος είναι αγαθός, δίκαιος και πολυεύσπλαχνος, όσο και στον συνάνθρωπο, σε μια σχέση αγάπης, φιλίας και αλληλοσεβασμού, που συνάδει με τη χριστιανική του διδαχή.
Η συμβολή της Πολιτείας στο θέμα του σχεδιασμού της προοπτικής του ενάρετου και πνευματικού βίου για τους/τις μαθητές/τριες που μαθητεύουν στα σχολεία, όσο και η υιοθέτηση της ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως επικρατούσας θρησκείας της χώρας, εμπλουτίζει την παιδεία, με γνώσεις και αρετές, που προκύπτουν από την ανάπτυξη της ορθόδοξης συνείδησης των νέων ανθρώπων, για να μπορούν έτσι να επεξεργάζονται, να μαθαίνουν, να βιώνουν και να υιοθετούν τον αγαθό και ενάρετο βίο.
Αυθαιρεσία
Μία βασική παράμετρος, ωστόσο, που πρέπει να λάβουμε υπόψη, όσον αφορά το πρόβλημα της απροθυμίας των δασκάλων να διδάξουν Θεολογία, είναι η εξής: Οι πλείστοι δάσκαλοι, που δεν έχουν πτυχίο Θεολογίας, δεν έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλαδή τις θεολογικές και πανεπιστημιακές τεκμηριωμένες σπουδές, για να διδάσκουν Θρησκευτικά. Οι θεολόγοι για να πάρουν το πτυχίο τους και τη διδακτική τους επάρκεια διδάσκονται επί τέσσερα χρόνια πάρα πολλά και ποικίλα θεολογικά αντικείμενα, αναρτημένα στα Προγράμματα των Θεολογικών Τμημάτων.
Οι δάσκαλοι και οι φιλόλογοι δεν έχουν σπουδάσει ούτε ένα θεολογικό μάθημα, αφού τα Παιδαγωγικά Τμήματα και οι φιλοσοφικές σχολές δεν έχουν στα προγράμματά τους θεολογικά μαθήματα! Γι’ αυτό το υπουργείο Παιδείας, ως ρυθμιστική Αρχή, έχει την ιερή υποχρέωση να σταματήσει άμεσα αυτήν την εκπαιδευτική αυθαιρεσία, που δεν υπάρχει σε ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μπορεί να συνεχιστεί μια τέτοια συνταγματική αδικία και ανισότητα σε βάρος των θεολόγων και του μαθήματος που αυτοί μόνον έχουν τις προϋποθέσεις να το διδάξουν.
Δεν μπορεί να δίνονται αναθέσεις διδασκαλίας ενός τόσο σοβαρού για την παιδεία μας μαθήματος, όπως είναι τα Θρησκευτικά, σε άσχετους από θεολογική επιστήμη δασκάλους ή καθηγητές. Ανάθεση διδασκαλίας του θεολογικού μαθήματος δικαιούνται μόνον εκείνοι που έχουν πτυχίο (πρώτο ή δεύτερο) Θεολογίας, είτε είναι διδάσκαλοι είτε είναι καθηγητές.
* Καθηγητής Παιδαγωγικής ΑΠΘ, πρόεδρος της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων