ΕΛ.ΣΤΑΤ.: Τα νοικοκυριά δαπανούν σχεδόν 400 ευρώ περισσότερα κάθε μήνα, με έξι στους δέκα πολίτες να δηλώνουν ότι ο μισθός τους εξαφανίζεται σε μόλις 19 ημέρες
Τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες επιχειρεί να αντικρούσει η κυβέρνηση, παρουσιάζοντας συνεχώς ποσοστά που δείχνουν άνοδο των εισοδημάτων. Πίσω από τα ποσοστά όμως κρύβονται πάντα οι ψυχροί αριθμοί που αναδεικνύουν την αληθινή εικόνα όσων καλούνται να αντιμετωπίσουν καθημερινά τα ελληνικά νοικοκυριά κατά την τελευταία πενταετία: το κόστος ζωής αυξήθηκε κατακόρυφα, χωρίς να έχουν αυξηθεί ανάλογα τα εισοδήματα.
Από την Ελλάδα του 2020 στην Ελλάδα του σήμερα τα μηνιαία έξοδα για τους πολίτες όχι μόνο έχουν αυξηθεί, αλλά δικαιολογούν και την απαισιοδοξία των φορολογουμένων για το οικονομικό τους μέλλον. Πρόσφατη έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) έδειξε πως το 60% των νοικοκυριών δηλώνει ότι το εισόδημά του δεν επαρκεί για όλο τον μήνα, ενώ για όσους αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση τα χρήματα αρκούν μόλις για 19 ημέρες κατά μέσο όρο.
Πέρα από τους μισθούς όμως, υπάρχει και ένας άλλος, ιδιαίτερα κρίσιμος παράγοντας: τα έξοδα. Τα στοιχεία που περιλαμβάνει η έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) στην τελευταία της ανάλυση «Ελλάδα με Αριθμούς» αποκαλύπτουν πως από το 2020 έως το 2024 οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες αυξήθηκαν συνολικά κατά 29,5%, ενώ σε ορισμένες κατηγορίες οι αυξήσεις ξεπερνούν το 90%.
Αυξήσεις… 29,5%
Αναλύοντας τα δεδομένα, η εικόνα είναι άκρως αποκαλυπτική: Η μέση μηνιαία δαπάνη για ένα νοικοκυριό το 2020 σε αγαθά και υπηρεσίες διαμορφωνόταν στα 1.331,83 ευρώ. Το 2024 το ίδιο «καλάθι» έφτανε τα 1.724,54 ευρώ. Με άλλα λόγια, για να καλύψει κανείς το ίδιο καλάθι προϊόντων και υπηρεσιών χρειάζεται σχεδόν περισσότερα χρήματα κατά 30% από ό,τι πριν από μόλις πέντε χρόνια. Η αύξηση αγγίζει το 29,5%, δηλαδή ένα νοικοκυριό ξοδεύει πλέον 392,71 ευρώ περισσότερα για το ίδιο σύνολο δαπανών.
Για τη μεσαία τάξη, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αυτή η διαφορά σημαίνει περιορισμό της κατανάλωσης, οικονομική στενότητα, αδυναμία ανταπόκρισης σε έκτακτες ανάγκες. Οσο για αποταμίευση, είναι ξεχασμένο είδος για την πλειονότητα των Ελλήνων και για τους παλαιότερους αποτελεί πλέον μια ανάμνηση η Παγκόσμια Ημέρα Αποταμίευσης που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 31 Οκτωβρίου.
Πρόκειται για στοιχεία που δικαιολογούν τους Ελληνες, οι οποίοι στην πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) δήλωσαν πως νιώθουν οι φτωχότεροι της Ευρώπης, με στελέχη της κυβέρνησης να απαντούν πως οι Ελληνες αρέσκονται στην… γκρίνια και πως η πραγματική εικόνα είναι πολύ καλύτερη.
Οι κρυφές αυξήσεις
Σε όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να μετρηθούν και οι «σιωπηρές» αυξήσεις. Πέρα από τις εμφανείς ανατιμήσεις, υπάρχουν και περιπτώσεις που η τιμή μένει σταθερή, αλλά η ποσότητα μειώνεται. Τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες εταιρίες έχουν προχωρήσει σε αλλαγές της συσκευασίας των προϊόντων τους. Αν π.χ. κάποτε περιείχε 500 γραμμάρια, τώρα έχει 450 γραμμάρια.
Ωστόσο, ακόμα κι αν ένας καταναλωτής επιχειρήσει να κάνει σύγκριση τιμών ενός προϊόντος σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, θα διαπιστώσει πως στο παρατηρητήριο τιμών του υπουργείου Ανάπτυξης δεν είναι δυνατή αυτή η «αντιπαράθεση». Και αυτό γιατί το ίδιο προϊόν σήμερα διαθέτει άλλη συσκευασία σε σχέση με πριν από λίγα έτη. Αυτός ο «πληθωρισμός συσκευασίας» δεν μπορεί να καταγραφεί στατιστικά, παρότι επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το νοικοκυριό.
Παγιωμένες τιμές
Αυτές οι αυξήσεις δεν μπορούν να αποδοθούν στε κάποιο κύμα υπερκατανάλωσης. Αντίθετα, τα περισσότερα νοικοκυριά έχουν προχωρήσει σε μεγάλες περικοπές ακόμα και σε βασικά είδη ανάγκης. Παρ’ όλα αυτά αγοράζουν λιγότερα και πληρώνουν περισσότερα. Οι ανατιμήσεις δείχνουν να παγιώνονται στα ράφια των σούπερ μάρκετ, ενώ καμία πρόβλεψη δεν περιλαμβάνει μείωση των τιμών σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Αντιθέτως, ο στόχος για πληθωρισμό 2% δείχνει πως οι αυξήσεις θα συνεχιστούν τουλάχιστον έως το 2027 (όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), δηλαδή οι τιμές θα ανεβαίνουν αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Αυτό σημαίνει πως στην καλύτερη περίπτωση οι σημερινές τιμές θα «τσιμπήσουν» λίγο παραπάνω τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται είναι πως η κοινωνία προσαρμόζεται πλέον σε ένα μόνιμα ακριβότερο περιβάλλον. Οι τιμές «παγιώνονται» και σταδιακά γίνονται «κανονικότητα». Πριν από μερικά χρόνια αν ένας οδηγός αντίκριζε την τιμή της απλής αμόλυβδης στα 1,70 ευρώ το λίτρο, το μόνο σίγουρο θα ήταν πως θα πήγαινε στο επόμενο πρατήριο. Σήμερα αυτή η τιμή αποτελεί μια φτηνή λύση. Ποια ήταν η τιμή της αμόλυβδης το 2019 αυτή την περίοδο; 1,583 ευρώ το λίτρο. Σήμερα η μέση πανελλαδική τιμή αγγίζει τα 1,73 ευρώ το λίτρο. Ωστόσο, η διεθνής τιμή του πετρελαίου (Brent) κινείται στα ίδια επίπεδα, δηλαδή κοντά στα 60 με 65 δολάρια το βαρέλι.
Αν προσπαθήσει κανείς να αποκωδικοποιήσει τα αίτια αυτής της πενταετούς έκρηξης τιμών, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό παραγόντων που λειτουργούν αλυσιδωτά. Ο πρώτος είναι ο πληθωρισμός. Υστερα από μια δεκαετία σχεδόν μηδενικού πληθωρισμού, η Ελλάδα είδε τις τιμές να παίρνουν την ανηφόρα μετά το 2021. Η πανδημία, οι διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι αυξήσεις στις πρώτες ύλες και η ενεργειακή κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Ο δεύτερος είναι η ενέργεια. Οι λογαριασμοί ρεύματος και θέρμανσης, που κάποτε αποτελούσαν σχετικά σταθερές δαπάνες, εκτινάχθηκαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Οι αυξήσεις αυτές επηρέασαν έμμεσα όλες τις τιμές, από το ψωμί μέχρι τα εισιτήρια των μεταφορών, αφού το κόστος παραγωγής και μεταφοράς ενσωματώθηκε στην τελική τιμή. Τρίτος παράγοντας, η ψυχολογία της αγοράς. Οταν το κύμα ακρίβειας ξεκίνησε, οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε αυξήσεις για να καλύψουν τα έξοδά τους. Ομως πολλές από αυτές οι αυξήσεις παρέμειναν, ακόμη κι όταν οι τιμές χονδρικής άρχισαν να υποχωρούν, με τα φαινόμενα αισχροκέρδειας να είναι παραπάνω από ορατά.
Οι ανατιμήσεις «στραγγίζουν» τις τσέπες των καταναλωτών
Χωρίς η έρευνα να επισημαίνει ποια ακριβώς προϊόντα «μετράει» στον υπολογισμό της μηνιαίας δαπάνης, τα στοιχεία είναι κάτι παραπάνω από προκλητικά:
■ Για τα είδη διατροφής από τα 307,86 ευρώ τον μήνα το 2020 η μηνιαία δαπάνη έχει αυξηθεί στα 356,68 ευρώ, δηλαδή κατά 15,9%.
■ Για ένδυση και υπόδηση από τα 62,32 ευρώ το 2020, στα 86,51 ευρώ, αύξηση 38,8%.
■ Για τη στέγαση από τα 204,34 ευρώ στα 247,51 ευρώ, αύξηση 21,1%.
■ Για την υγεία από τα 105,92 ευρώ στα 134,46 ευρώ, αύξηση 26,9%.
■ Για τις μεταφορές από τα 164,33 ευρώ το 2020, η μέση δαπάνη εκτοξεύτηκε το 2024 στα 229,75 ευρώ, αύξηση 39,8%.
■ Στις επικοινωνίες η δαπάνη από τα 61,26 ευρώ το 2020 ανέβηκε στα 82,30 ευρώ το 2024, αύξηση 34,3%.
■ Η εκπαίδευση, για την οποία η μέση δαπάνη από τα 49,72 ευρώ πριν από μια πενταετία έχει ανέβει στα 59,64 ευρώ τον μήνα, αύξηση 19,9%.
Ωστόσο, εξωπραγματικές ανατιμήσεις έχουν καταγραφεί σε υπηρεσίες, οι οποίες εδώ και χρόνια θεωρούνται είδος πολυτελείας για ένα μέσο νοικοκυριό. Η ακρίβεια σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις έχει οδηγήσει τους πολίτες στον αγώνα της επιβίωσης, χωρίς καμία άλλη δυνατότητα για ζωή. Οι δαπάνες για αναψυχή και πολιτισμό έχουν εκτοξευτεί κατά 49,3%. Κάθε πολίτης το 2020 ξόδευε κατά μέσο όρο 46,51 ευρώ τον μήνα γι’ αυτές τις υπηρεσίες και σχεδόν μια πενταετία μετά το ποσό έχει ανέβει στα 69,44 ευρώ.
Εξωπραγματικές είναι και οι αυξήσεις σε ξενοδοχεία και εστιατόρια. Ο τουρισμός, σε συνδυασμό με τα υψηλά κόστη λειτουργίας αλλά και την προσπάθεια μεγιστοποίησης του κέρδους, έχει ανεβάσει κατά πολύ τις τιμές. Ετσι, η μέση δαπάνη των 106,32 ευρώ μηνιαίως το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., εκτοξεύτηκε στα 203,87 ευρώ το 2024. Αν συνυπολογίσει κανείς και τις νέες ανατιμήσεις που έχουν καταγραφεί το 2025 (η μείωση του πληθωρισμού αποτελεί συγκράτηση των αυξήσεων και όχι μείωση τιμών), τότε θα αποκαλυφθεί η πραγματική ζοφερή κατάσταση που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά (βλ. πίνακα κάτω).

Οι γονείς κόβουν οικογενειακές δαπάνες και δραστηριότητες στα παιδιά τους
Τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., τα οποία ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, έχουν και μια δεύτερη ανάγνωση. Οι μειώσεις φόρων που ψήφισε προ ημερών η κυβέρνηση και θα εφαρμοστούν από τις αρχές του 2026 δεν αρκούν για να φέρουν καλύτερες ημέρες στο μέσο νοικοκυριό.
Σύμφωνα με όσα προβλέπει, μια οικογένεια με δύο παιδιά και εισόδημα 30.000 ευρώ θα έχει μηνιαίο όφελος 100 ευρώ. Το 2020 ένα νοικοκυριό με δύο παιδιά που λάμβανε τον μέσο μισθό πλήρωνε φόρο εισοδήματος περίπου 600 ευρώ. Ακόμα κι αν έχει ακολουθήσει την ανοδική πορεία των μισθών, λαμβάνοντας πάντοτε τις μέσες ελληνικές αποδοχές, με τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών θα καταβάλει περίπου 1.029 ευρώ, παρά τη φοροελάφρυνση. Και αυτό γιατί έχει αυξημένο εισόδημα, που υπερβαίνει κατά πολύ το αφορολόγητο όριο.
Με βάση τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, ο μέσος μισθός το 2020 διαμορφώνονταν στα 1.050 ευρώ. Το 2024 βρέθηκε στα 1.342 ευρώ και φέτος κοντά στα 1.415 ευρώ μεικτά. Η επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης θα έλεγε τα ποσά να «συμβαδίζουν». Ωστόσο, σε όλα αυτά δεν έχει συνυπολογιστεί κάτι πολύ κρίσιμο: πληρωμές φόρων, ρυθμίσεων ή δανείων.
Το κοινωνικό αποτύπωμα
Το κόστος ζωής τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ελάχιστοι μπορούν να εργάζονται χωρίς να εξαντλούν τα εισοδήματά τους μόνο σε υποχρεώσεις, φόρους και αναγκαίες δαπάνες. Είναι και ο λόγος για τον οποίο η πλειονότητα των πολιτών στέλνει συνεχώς ξεκάθαρα μηνύματα στην κυβέρνηση και μέσω των δημοσκοπήσεων, χαρακτηρίζοντας τα θέματα της οικονομίας και της ακρίβειας το νούμερο 1 πρόβλημα της κοινωνίας.
Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο παραβλέπει να συνυπολογίσει το οικονομικό επιτελείο, καθώς η επιστροφή στην «κανονικότητα», όπως επαναλαμβάνει συνεχώς, δεν περιορίζεται μόνο στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων, αλλά θα πρέπει να δίνει και διέξοδο στους πολίτες, ενώ αποτελούν μακρινό όνειρο οι μικρές απολαύσεις της ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη έρευνα που έδειξε πως ένας στους δύο πολίτες ύστερα από ακόμα μία χρονιά αιματηρής εργασίας δεν κατάφερε να πάει καν διακοπές για να ξεκουραστεί και να γεμίσει «μπαταρίες» για τον εξίσου δύσκολο χειμώνα που έρχεται.
Με την οικονομική ανασφάλεια των πολιτών να μεγαλώνει, τα νοικοκυριά μειώνουν τις ποσότητες των προϊόντων που αγοράζουν και έχουν στραφεί στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που είναι φτηνότερα, οι γονείς κόβουν δραστηριότητες των παιδιών, περιορίζουν τις δικές τους ανάγκες, οι συνταξιούχοι μετρούν και το ευρώ για να δώσουν ένα χαρτζιλίκι στα εγγόνια τους και οι νέοι αναβάλλουν σχέδια ζωής.


