Eδώ και αρκετά χρόνια έχω συνειδητοποιήσει ότι, αν θες να παρακολουθείς σωστά πολιτική σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, πρέπει να διαβάζεις αθλητικές εφημερίδες και να παρακολουθείς τη δράση ποδοσφαιρικών παραγόντων. Πριν από δέκα χρόνια οι βασικοί πρωταγωνιστές των ομάδων έδιναν μάχες για κρατικές προμήθειες δισεκατομμυρίων μεγάλων ΔΕΚΟ και κάθε τους κίνηση καθρεφτιζόταν στον τερέν: Φανέλες ποδοσφαιρικών ομάδων είχαν τυπωμένη διαφήμιση της Siemens, ομάδες μπάσκετ αποχωρούσαν από τη Euroleague για τη διασπαστική ULEB (στην οποία χορηγός ήταν η ισπανική Telefonica, που διεκδικούσε τον ΟΤΕ!), Τούρκοι παίκτες αγοράζονταν τη στιγμή που ελληνικές εταιρίες έκαναν δουλειές στην Αγκυρα. Μια ματιά αν έριχνες στις σουίτες Καραϊσκάκη – ΟΑΚΑ, έβλεπες τη μισή κυβέρνηση Σημίτη με πούρα να πουλά ολυμπιακοφροσύνη και παναθηναϊκοφροσύνη. Ακόμη και το σκάνδαλο των υποκλοπών (2005) αποκαλύφθηκε όταν ο μάνατζερ της εταιρίας κινητής τηλεφωνίας έφυγε από τα επίσημα του Καραϊσκάκη (Ολυμπιακός – Νιουκάστλ) για να πάει εσπευσμένως στο Μαξίμου.
Ομως, και στη νέα εποχή τα πράγματα δεν άλλαξαν: Ο ιδιοκτήτης μιας από τις μεγάλες ομάδες ασχολείται με ναυτιλία, ΜΜΕ, Τοπική Αυτοδιοίκηση, εσχάτως και με ιδιωτικοποιήσεις. Ετερος ιδιοκτήτης έχει τηλεοπτικό σταθμό και η οικογένειά του δραστηριοποιείται στη ναυτιλία. Τρίτος ιδιοκτήτης έχει βιομηχανία και ιστορικό ξενοδοχείο στη Μακεδονία. Τέταρτος ιδιοκτήτης έχει ΜΜΕ, ενώ η οικογένειά του είναι leader στη φαρμακοβιομηχανία. Ολοι τους δραστηριοποιούνται σε μια εποχή που τα γήπεδα έχουν αδειάσει από αηδιασμένους οπαδούς και το χρήμα έχει μεταφερθεί στο στοίχημα, στα δικαιώματα μετάδοσης των ποδοσφαιρικών αγώνων (συνδρομητική), στη διαφήμιση, στις χορηγίες-μαμούθ από διεθνείς διοργανώσεις (Champions League), στις αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών. Ρυθμιστής σε όλα αυτά είναι η ηγεσία της Super League, που μοιράζει τα τηλεοπτικά δικαιώματα, και η ΕΠΟ, που ελέγχει τη διαιτησία.
Τα συμφέροντα είναι τεράστια και όποιος διανοηθεί να μπεί στη μέση για να βάλει τάξη όπου υπάρχει μεροληψία συνήθως βρίσκει τον μπελά του. Το επιχείρησε στο παρελθόν ο Γιώργος Φλωρίδης, δεν τα κατάφερε. Το προσπάθησε ο Γιώργος Ορφανός, απειλήθηκε με ποδοσφαιρικό Grexit από τον Μπλάτερ, πάλι δεν τα κατάφερε. Το προσπαθεί σήμερα ο Σταύρος Κοντονής και μέχρι στιγμής έχει επιτύχει μερικές νίκες, το σύστημα ΕΠΟ τον έχει νιώσει.
Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να έχει τη στήριξη της κοινωνίας. Πρώτον, γιατί το ποδόσφαιρο είναι άθλημα που διαπαιδαγωγεί. Το κυρίαρχο είναι να εκπέμπει αξιοκρατία, όχι βία, διαφθορά, απειλές, στημένα, ανάμειξη στα εσωτερικά κυβερνήσεων – κομμάτων. Δεύτερον, γιατί σε εποχές σαν τη σημερινή είναι η αναψυχή μας.
Για εμάς τους Ολυμπιακούς είναι υπερηφάνεια, όπως γράφει ο Χαριτόπουλος στους «Πειραιώτες». Για τους Ενωσίτες είναι αναμνήσεις, οι «κούπες» αφιερώνονται στους πρόσφυγες προγόνους τους. Για τους Παοκτζήδες είναι αυτό που λέει ο σκηνοθέτης Ταξιάρχης Χάνος: «Με αυτό το τρένο τον ΠΑΟΚ θα ταξιδέψουμε κάπου, ακόμη και στο όνειρο, χωρίς να πληρώσουμε εισιτήριο». Για τους Παναθηναϊκούς, που ζουν πέτρινα χρόνια, είναι πίστη σε έναν καημό. Αν υπάρχει κάποιος που να εγγυάται την αξιοκρατία σε αυτή τη χώρα της διαπλοκής, αυτός είναι ο υφυπουργός Αθλητισμού.
Εκτός από τη στήριξη της κοινωνίας, όμως, πρέπει να έχει και τη στήριξη των πρωταγωνιστών. Δεν πλασάρισε τον Ρομπέρτο ο Κοντονής την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά ο Τζιμπούρ. Δεν «κοιμήθηκε» ο υφυπουργός στο γκολ του Μάνταλου, αλλά η άμυνα του Θρύλου. Αντιλαμβάνομαι πως ό,τι συνέβη μπορεί να επηρεάσει δραματικά τις ισορροπίες, αλλά από μικρός ένα θυμάμαι: Οι μεγάλοι αντέχουν, αν μπορούν, στην πίεση. Και, σε κάθε περίπτωση, στις δημοκρατίες κουμάντο κάνει η πολιτική. Οχι τα τονάζ.
Μανώλης Κοττάκης