Το επικείμενο κλείσιμο της αξιολόγησης και η ανάγκη για ομαλότητα
H πείρα μας δείχνει ότι εκτός δραματικού απρόπτου η Ελλάδα σε λίγες μέρες θα μπει στη «μετααξιολόγηση» εποχή. Η συμφωνία φαίνεται να είναι προ των πυλών και η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από δύο δεδομένα: από την υποχώρηση που φέρεται ότι έκανε ο Σόιμπλε για τη διάρκεια των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, πρώτον. Από τη συμπεριφορά των πολιτικών δυνάμεων στην πατρίδα μας, δεύτερον.
Οταν βλέπεις τον κύριο πρωθυπουργό να ανοίγει θέμα συνταγματικής αναθεώρησης και να επισκέπτεται τη δυτική Μακεδονία όπου βρίσκονται τα λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ (προληπτική κίνηση άμυνας προτού ανακοινωθεί το σχέδιο ιδιωτικοποίησής της), καταλαβαίνεις αμέσως ότι η κυβέρνηση επιχειρεί σιγά σιγά να περάσει σε άλλη φάση. Και όταν αίφνης διαβάζεις πρωτοσέλιδα με χαμηλής έντασης σκάνδαλα (παχυλοί μισθοί σε ΔΕΣΦΑ – ΑΔΜΗΕ) τροφοδοτούμενα από πολύ συγκεκριμένα κέντρα της συντηρητικής παράταξης, πάλι καταλαβαίνεις ότι και η αξιωματική αντιπολίτευση περνά σιγά σιγά στην επόμενη φάση. Και αυτή προετοιμάζει τις άμυνές της. Το σενάριο των εκλογών πάντως δείχνει να απομακρύνεται οριστικά. Και να θέλαμε εμείς, δεν θα το επέτρεπαν οι δανειστές.
Πόσες κάλπες θα διαπλακούν μεταξύ τους; Ολλανδικές, γαλλικές, γερμανικές, τουρκικές, ιταλικές, πόσες! Το μέγα ζητούμενο μετά ταύτα είναι πού πάει η χώρα. Η συμφωνία θα εξασφαλίσει προφανώς τη σταθερότητα (για πόσο;) και ασφαλώς θα αποτελέσει ανάσα για την οικονομία. Ειδικώς για τον τουρισμό, που περιμένει φέτος αφίξεις ρεκόρ. Εάν δεν βρούμε όμως τρόπο να παράγει η χώρα πλούτο τα επόμενα χρόνια, τότε ούτε η αξιολόγηση μας σώζει ούτε η ρύθμιση του χρέους ούτε η γεωπολιτική θέση της πατρίδας μας, τίποτε. Απαιτείται, πρώτον και κυριότερον, ομαλό πολιτικό κλίμα και η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει στην κυβέρνηση. Το έχω γράψει και άλλη φορά και παρεξηγήθηκε από ανθρώπους που δεν περίμενα, θα το γράψω και σήμερα και ας παρεξηγηθώ πάλι. Αν η χώρα βυθιστεί μετά την αξιολόγηση στον αστερισμό των σκανδάλων, μην περιμένουμε τίποτε θετικό. Προφανώς και δεν εισηγούμαι να κουκουλωθεί τίποτε για κανέναν, το ζήτημα είναι όμως να μην επενδύσουν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου την επιβίωσή τους σε τέτοιες ανώμαλες καταστάσεις. Κανείς δεν θα κερδίσει στο τέλος, ιστορικά αποδεδειγμένο αυτό.
Απαιτείται, δεύτερον, επένδυση στους ανθρώπους που παράγουν τον πλούτο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μην τους έχει στο ραντάρ του, επειδή δεν είναι ψηφοφόροι του. Αυτοί όμως γεμίζουν τα ταμεία του κράτους. Ξέρω, είναι ουτοπία αλλά ας φωνάξει μια μέρα ο Τσίπρας τον Μητσοτάκη να του πει γιατί επιμένει στη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις. Δεν θα πάθει τίποτε. Και βεβαίως, τρίτον και κυριότερον, η Ελλάδα χρειάζεται μια επανάσταση θεσμών και εδώ πράγματι το Σύνταγμα αποτελεί ευκαιρία συνεννόησης. Ξέρω ότι και στη Ν.Δ. υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν ακούνε γι’ αυτά. Υστερα από επτά χρόνια Μνημονίου η πείρα όμως δείχνει ότι αυτός που θα δώσει χρόνο στον αντίπαλο να σταθεροποιήσει την κατάσταση θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος, όταν θα έρθει η σειρά του. Θα μείνει διπλάσιο χρόνο στην εξουσία από τον συνήθη διετή των μνημονιακών κυβερνήσεων.
Μανώλης Κοττάκης