
Η αναμενόμενη διπλωματική νίκη στο μεθαυριανό Ευρ. Συμβούλιο δεν λύνει τα προβλήματα με την ΤουρκίαΑπό τον
Αλέξανδρο Τάρκα
Η Ελλάδα και η Κύπρος θα σημειώσουν μεθαύριο, Παρασκευή, μια σημαντική διπλωματική νίκη, καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένεται να υιοθετήσει στα επίσημα συμπεράσματά του σκληρά πολιτικά μηνύματα και την ανάλογη φρασεολογία κατά της Τουρκίας. Θα πρόκειται για το επιστέγασμα των διαβουλεύσεων, που ξεκίνησαν στην άτυπη σύνοδο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των μελών της Ε.Ε. στις 23 Φεβρουαρίου, όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης κατήγγειλαν την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και την κυπριακή ΑΟΖ αντίστοιχα (πριν ακόμα από το περιστατικό στον Εβρο). Η κατά τα άλλα αναμφισβήτητη εθνική επιτυχία, που θα αξιοποιηθεί αναλόγως και στο βαρύ εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, δεν λύνει τα προβλήματα με την Τουρκία, ούτε θα περιορίσει τον πρόεδρό της Ρ.Τ. Ερντογάν, ο οποίος θα αντιπαρατεθεί με τους κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους κατά τη Συνάντηση της Βάρνας στη Βουλγαρία, την προσεχή Δευτέρα 26 Μαρτίου.
Αν και μέχρι την τελευταία στιγμή υπάρχει το ενδεχόμενο αναβολής της συνάντησης Ε.Ε. – Τουρκίας, η ουσία βρίσκεται στο ερώτημα αν η Αγκυρα θα δεχτεί ότι η χορήγηση της β’ δόσης χρηματοδοτικής βοήθειας 3 δισ. ευρώ συνδέεται αφενός με την τήρηση της Κοινής Δήλωσης του Μαρτίου 2016 για το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό και αφετέρου με τον στοιχειώδη σεβασμό του διεθνούς δικαίου έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Η κυρίαρχη εκτίμηση και απάντηση στο ερώτημα είναι ότι κι αν ακόμα ο κ. Ερντογάν επιδείξει κάποια αυτοσυγκράτηση στο Μεταναστευτικό και στην επιθετικότητά του, θα ακολουθήσουν, συντομότατα, άλλα προβλήματα.
Οι Βρυξέλλες απορρίπτουν το ενδεχόμενο συμμετοχής της Τουρκίας στην κρίσιμη σύνοδο της Ε.Ε. με τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων στις 17 Μαΐου στη Σόφια, ενώ ήδη από τον Απρίλιο θα έχουν παρουσιαστεί οι εκθέσεις της Κομισιόν για τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες με αρνητικότατα συμπεράσματα για την Αγκυρα. Επίσης, μέχρι τότε δεν προβλέπεται ούτε αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης Ε.Ε. – Τουρκίας, η οποία μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν πιο εύκολο και αμοιβαία επωφελές θέμα, αφού θα αύξανε τις εκατέρωθεν εμπορικές συναλλαγές.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ.Κ. Γιούνκερ είναι όντως αποφασισμένοι να αντιπαρατεθούν σκληρά με τον Τούρκο πρόεδρο και να αξιώσουν αλλαγή της συμπεριφοράς του στο Αιγαίο και στην Κύπρο, συμπληρώνοντας ότι μοναδικά ρεαλιστικά πεδία συνεργασίας είναι το Μεταναστευτικό και η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.
Επιπλέον, τα ανώτατα όργανα της Ε.Ε. και τα περισσότερα μέλη της συμφωνούν στην ανάγκη συνέχισης των επαφών με την Αγκυρα, αφού η έλλειψη διαλόγου με τον επιθετικό, αδιάλλακτο και απρόβλεπτο γείτονα εξ Ανατολών θα προκαλούσε πρόσθετους κινδύνους. Κανείς ασφαλώς δεν μπορεί να προβλέψει την αντίδραση του κ. Ερντογάν έναντι των πολλαπλών αρνήσεων που θα ακούει από την Ε.Ε. από μεθαύριο μέχρι τουλάχιστον τα τέλη Μαΐου. Ισως μάλιστα απαιτήσει στη Βάρνα την ταχεία πληρωμή και της γ’ δόσης της βοήθειας για το Μεταναστευτικό! Επίσης, δεν μπορεί να προβλεφθεί αν οι κύριοι Τουσκ και Γιούνκερ θα απαντήσουν δημόσια και αυστηρά στην περίπτωση προκλήσεων από τον Τούρκο πρόεδρο στη Βάρνα και κατά πόσο αυτό θα είναι μεσοπρόθεσμα χρήσιμο υπό τη λογική διατήρησης ανοιχτών καναλιών με την Αγκυρα.
Ωστόσο, τα θετικά για την Αθήνα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Παρασκευής έναντι της Τουρκίας δεν σημαίνουν ότι υπάρχει πλήρης ταύτιση απόψεων Ε.Ε. – Ελλάδας σε άλλα κρίσιμα θέματα.
Το μείζον πρόβλημα, με δεδομένη την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος (περισσότερα από 3.600 άτομα έφτασαν στα νησιά του Αιγαίου από τα μέσα Ιανουαρίου ως τα μέσα Μαρτίου), είναι ότι η βουλγαρική προεδρία ακολουθεί αργούς ρυθμούς στην αναθεώρηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου. Ταυτόχρονα, αρκετές χώρες, με πρώτη τη Γερμανία, επαναλαμβάνουν τις κατηγορίες τους για την ελληνική πολιτική, απαιτώντας ταχείες και μαζικές εγκρίσεις αιτήσεων ασύλου, ώστε να αποφύγουν την εκ νέου μεταφορά του προβλήματος στην κεντρική Ευρώπη, όπως το 2015-2016.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να προσδοκά ικανοποίηση των αιτημάτων της για τα κοινωνικά θέματα και για την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται από την εμμονή στη χρήση μόνο οικονομικών δεικτών κατά την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Είναι, ταυτόχρονα, αμφίβολη η εξεύρεση πρόσθετων πόρων για την επίτευξη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ενώ άλλες εναλλακτικές πηγές κονδυλίων, όπως η φορολόγηση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και των εταιριών internet (θέματα που κυριαρχούν στον ευρωπαϊκό Τύπο), θα αργήσουν πολύ να έχουν θετική επίδραση στην Ελλάδα.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη

