Η διπλωματική ισχύς της χώρας και η όποια επιρροή του πρωθυπουργού υστερούν μπροστά στα υψηλής αξίας συμβόλαια κατασκευής των μαχητικών και των πρόσθετων -επί 20 ή και 25 έτη- πωλήσεων οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων
Η ελληνική κυβέρνηση, ασφαλώς, δεν έχει (και δεν είχε ποτέ) τη δυνατότητα να αποτρέψει την πώληση αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία, αν και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επανειλημμένα τόνιζε (π.χ. μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2020) πως «έθετε μετ’ επιτάσεως» ως και ζήτημα επιβολής συνολικού εμπάργκο όπλων από την Ε.Ε.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα
Δυστυχώς, η διπλωματική ισχύς της χώρας και η όποια επιρροή του πρωθυπουργού υστερούν μπροστά στα υψηλής αξίας συμβόλαια κατασκευής των μαχητικών και των πρόσθετων -επί 20 ή και 25 έτη- πωλήσεων οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων των Eurofighter. Γιατί συνδέονται με τα οικονομικά συμφέροντα μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία), των βιομηχανικών κολοσσών Airbus, BAE Systems και Leonardo και των δεκάδων υπεργολάβων τους.
Ομως, προκαλεί εντύπωση ότι, παρά τις άλλοτε διακηρύξεις μαχητικότητας, ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται σήμερα στο άλλο άκρο. Αδρανεί πλήρως και δεν ασχολείται με την -έστω- επιβράδυνση του τουρκικού προγράμματος Eurofighter, ενώ ακόμα και λίγοι ή περισσότεροι μήνες (πόσο μάλλον ένα ή δύο χρόνια) θα έχουν μέγιστη σημασία για την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο περί το 2030.
Εγκυρες πληροφορίες, που είναι σε απόλυτη γνώση της κυβέρνησης, αναφέρουν ότι, σε αντίθεση με τις ως τώρα εκτιμήσεις και ενδείξεις, η Αγκυρα αντιμετωπίζει τρία σημαντικά προβλήματα ως προς την ταχεία ολοκλήρωση του πλήρους «πακέτου» απόκτησης των Eurofighter:
• Πρώτον, δεν υφίσταται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την εξασφάλιση των επιμέρους συστημάτων και εξαρτημάτων του Eurofighter, που είναι αμερικανικής κατασκευής. Κάθε συναλλαγή σχετικά με την επίδειξη, εξαγωγή, πώληση και χρήση τους απαιτεί την προηγούμενη έγκριση από περισσότερα από 20 συναρμόδια γραφεία και επιτροπές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου, του υπουργείου Οικονομικών και του Κογκρέσου των ΗΠΑ.
Είναι λογική η πρόβλεψη ότι τελικά, χάρη κυρίως στις παρεμβάσεις του Λονδίνου προς την Ουάσινγκτον, θα εκδοθούν όλες οι αναγκαίες άδειες, αλλά μπορεί να απαιτηθεί μακρύ χρονικό διάστημα. Αν το Μέγαρο Μαξίμου έχει πραγματική βούληση αντίδρασης στον υπερεξοπλισμό της Αγκυρας, τότε χρειάζεται να θέσει το ζήτημα κατά προτεραιότητα στις ελληνοαμερικανικές διαβουλεύσεις. Παράλληλα, θα ήταν θεμιτό οι φίλοι της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, αυτόνομα ή υπό την έννοια του λόμπι, να προσπαθήσουν να μπλοκάρουν την έκδοση των αδειών για τα αμερικανικά μέρη των Eurofighter, στο πρότυπο (μέχρι τώρα τουλάχιστον) της αποβολής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.
• Δεύτερον, δεν υπάρχει οδικός χάρτης για τον χρόνο υπογραφής και τη χρηματοδότηση της πρώτης παραγγελίας πυραύλων Meteor και για τον ακριβή αριθμό τους. Μέχρι πρότινος, η Αγκυρα έθετε ως αδιαπραγμάτευτο όρο την υπογραφή ενιαίας συμφωνίας ταυτόχρονης πώλησης των αεροσκαφών και των Meteor. Φαινόταν σίγουρο ότι θα επέβαλλε την απαίτησή της, επειδή και η αξία του ενιαίου συμβολαίου θα ήταν μεγαλύτερη και διέθετε την υποστήριξη περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών που συμμετέχουν στην κοινοπραξία κατασκευής του πυραύλου, την MBDA. Και πάλι, στο τέλος, η Αγκυρα πιθανότατα θα προμηθευτεί τους Meteor, αλλά ο ακριβής χρόνος παράδοσής τους έχει τεράστια σημασία.
Σήμερα, μόνο η Ελλάδα διαθέτει Meteor και η Πολεμική Αεροπορία χρειάζεται να διατηρήσει το ίδιο προβάδισμα έως την έναρξη παραλαβής των πρώτων F-35, περί τα τέλη του 2030 – αρχές του 2031. Οι ελληνικές ευκαιρίες επιβράδυνσης των τουρκικών επιδιώξεων θα είναι λίγες. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει να χάσει κάτι, υπογραμμίζοντας ότι, αντί της Τουρκίας, υπερισχύει η προτεραιότητα έγκαιρου και επαρκούς εξοπλισμού των ευρωπαϊκών αεροποριών με Meteor για την αντιμετώπιση του ρωσικού κινδύνου.
• Τρίτον, η Τουρκία θα χρειαστεί να ξεπεράσει και το εμπόδιο του Ισραήλ. Η παγιωμένη αντίληψη είναι ότι η κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου ενδιαφέρεται μόνο για την αποτροπή πώλησης F-35 από τις ΗΠΑ στην Αγκυρα, αλλά την ίδια ώρα ανησυχεί βαθύτατα και για το συμβόλαιο των Eurofighter. Είναι οφθαλμοφανές ότι ο πρωθυπουργός οφείλει να συνεργαστεί με την ισραηλινή πλευρά και σε αυτό το θέμα, καθώς ο κ. Νετανιάχου έχει μεγάλες δυνατότητες ταυτόχρονων παρεμβάσεων στην Ουάσινγκτον και στο Λονδίνο που έκλεισε τη συμφωνία με την Αγκυρα.
Βέβαια, οι πραγματικές δυνατότητες πρωτοβουλιών του κ. Μητσοτάκη στο εξωτερικό έχουν πια μειωθεί στο ελάχιστο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την ευκαιρία αναβάθμισης της ενεργειακής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, για να εντάξει στο κοινό ανακοινωθέν μία ευθεία ή έμμεση αναφορά υπέρ της προώθησης της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, του γνωστού «καλωδίου» GSI. Αλλωστε, δεν έκανε ούτε μια απλή επισήμανση στις δικές του δηλώσεις ενώπιον των Αμερικανών αξιωματούχων.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία», σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης
επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη


