To κείμενο που ακολουθεί εκπορεύεται από την επαγγελματική μου εμπειρία ως κρατικού λειτουργού, ο οποίος συμμετείχε στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μέσα από το κατ` εξοχήν αρμόδιο για τον σκοπό αυτό θεσμικό όργανο: το Υπουργείο Εξωτερικών. Υπ` αυτή την έννοια, δεν πρόκειται για εισήγηση που διεκδικεί την όποια δόξα επιστημονικής ή ακαδημαϊκής ανάλυσης .Πρόκειται για εισήγηση περί του πρακτέου.
του πρέσβη ε.τ. Γιώργου Αϋφαντή
Δεν είμαι consultant, είμαι κρατικός λειτουργός. Συνεπώς ,όσα επί 36 χρόνια είχα την ευθύνη να εισηγούμαι προς την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου περιελάμβαναν και την ευθύνη μου να τα υλοποιήσω επιτυχώς. Η ευθύνη της υλοποίησης όσων εισηγείται ένας διπλωμάτης είναι βαρύτατη
και, αυτόχρημα, περιοριστική. Διότι στην πραγματική ζωή, δηλ στην διεθνή κονίστρα ,σε αντίθεση με τα ακαδημαϊκά εργαστήρια και αμφιθέατρα, δεν υπάρχει η δυνατότητα του πειραματισμού, ήτοι επί το Ελληνικότερον η δυνατότης για delete και reset.
Άλλος σχεδόν ανυπέρβλητος περιορισμός είναι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Τα παρελθόντα λάθη και οι αδράνειες βαρύνουν ασήκωτα κάθε προσπάθεια ανάκαμψης και ανασύνταξης της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και περιορίζουν τις διαθέσιμες επιλογές.
Αυτονόητη, πάντως, προϋπόθεση για να υπάρξει μια Ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η πτώση του σημερινού καθεστώτος. Μιλώ για το καθεστώς που δυναστεύει την χώρα, με εργαλεία αφ` ενός την μαζική εξώθηση του εκλογικού σώματος στην αποχή, αφ` ετέρου την αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος μέσα από την βιομηχανοποίηση της διαφθοράς και, συνακόλουθα, την μαζική εξαγορά συνειδήσεων και ψήφων.
Τονίζω τον όρο πτώση του σημερινού καθεστώτος, για να αποκλείσω τις πολλαπλές εκδοχές επιβίωσής του μέσα από την μετάλλαξη σε συγκυβέρνηση, με ελεγχόμενες, δορυφορικές και δήθεν αντιπολιτευόμενες δυνάμεις. Όσοι έχουν φέρει την πατρίδα στο χείλος της παράδοσης εθνικής
κυριαρχίας, τα συμφέροντα και τα πρόσωπα που συμπράττουν στην νάρκωση για τον ακρωτηριασμό της εδαφικής της ακεραιότητας της χώρας πρέπει να απομονωθούν. Αυτό είναι αναγκαία συνθήκη, ώστε να καταστεί διεθνώς σαφές ότι ,εφ` εξής, η εθνική κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα δεν τελούν υπό διαπραγμάτευσιν. Για να το πούμε πιο λαϊκά : “no more Prespes, Prespes no more!”
Άρα, έχουμε να διασώσουμε την πατρίδα μαχόμενοι όχι μόνον προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα. Αυτό συνεπάγεται ότι καμιά Ελληνική εξωτερική πολιτική δεν θα μπορέσει να υλοποιηθεί δίχως λαϊκή υποστήριξη και συμμετοχή [προσοχή δεν μιλώ για ομοθυμία!!] στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας. Της πατρίδος προμαχεί η κοινωνία της! Τότε μόνον υφίσταται προοπτική απόκρουσης της επιβουλής. Ερήμην της κοινωνίας , οι ειδικές δυνάμεις από μόνες τους, μαζί με τους ανεκπαίδευτους της ενιαύσιας θητείας, μαζί και τα θαυμαστά στις παρελάσεις πανάκριβα gadgets (με παγίως μηδαμινό απόθεμα πυρομαχικών), όλα αυτά μαζί δεν επαρκούν!! Ή για να το διατυπώσω διαφορετικά : εάν επαρκούσαν, θα είχαν ήδη λειτουργήσει ως αποτελεσματική αποτροπή των απαιτήσεων των γειτόνων, απαιτήσεων οι οποίες την τελευταία δεκαετία έχουν πολλαπλασιασθεί και ενταθεί ανυπόφορα!
Σαν Ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να νοείται η διευκόλυνση οικονομικών ή γεωπολιτικών ρυθμίσεων που έχουν αποφασισθεί στην Ουάσιγκτον , στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο ή ,γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, στην Άγκυρα. Ελληνική εξωτερική πολιτική είναι αυτή που υπεραμύνεται του εθνικού πλούτου σε ξηρά και θάλασσα. Ας αρχίσουμε απ` αυτό, το πλέον επίκαιρο. Οι σπάνιες γαίες της Ελληνικής επικράτειας, τα αλιεύματα και οι υδρογονάνθρακες της Ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης δεν είναι προς εκποίησιν. Ανήκουν στον λαό και στο έθνος , όχι στην εκάστοτε τρεμάμενη Κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εάν εκχωρηθούν, είτε στην συλλογική Δύση είτε στους γείτονες, θα επέλθει , νομοτελειακή και άμεση, η αλλαγή συνόρων και η απώλεια εδαφών. Σε Ουκρανία, Αρμενία και Γάζα αυτή ακριβώς η αλληλουχία επιβεβαιώνεται, μέρα – μεσημέρι!
Σαν Ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί επίσης να νοείται ούτε η επιδίωξη της ησυχίας μας ούτε η παντί τρόπω αποφυγή του πολέμου. Δεν μπορεί σύσσωμο το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα και –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων–το πολιτικό προσωπικό να αναλώνονται στην αναζήτηση εκείνης της μαγικής νομικής φόρμουλας ,εκείνης της συνθήκης που άμα την υπογράψουμε θα ξενοιάσουμε ανέμελοι για τα επόμενα 50-100 χρόνια, όπως νομίζαμε ότι μας εξασφάλιζε η Συνθήκη της Λωζάνης. Αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι η επιδίωξη σταθερότητας σε ένα ραγδαία μεταλλασσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον συνιστά ουτοπία, για να μην πω ευήθεια –ιδίως εάν θεωρούμε ότι κάποιες υπογραφές σ` ένα χαρτί θα μας απαλλάξουν από έγνοιες ,κόπους βάσανα και έξοδα .
Στις σημερινές γεωπολιτικές συνθήκες, η επιβίωση της χώρας δίχως απώλεια εδάφους ή κυριαρχίας έγκειται στην δυνατότητα διαρκούς κίνησης και προσαρμογής. Δεν θα επιβιώσουμε εάν παραμείνουμε ακίνητοι, προσευχόμενοι υπέρ της διεθνούς νομιμότητας και αρνούμενοι ν` αναμετρηθούμε με τους κινδύνους! Επιμένω ότι η παραμυθία και παρηγορία του Διεθνούς Δικαίου είναι φθηνό παραισθησιογόνο. Και η επίκλησή του δεν συγκροτεί αφ` εαυτής εξωτερική πολιτική για την χώρα. Πολύ περισσότερο καθώς ,στην γεωγραφική γειτονιά που μας έταξε η Ιστορία, ο ιδεολογικός εξορκισμός και η καταγγελία του «ερέβους του πολέμου» δεν παράγουν αποτελέσματα. Αντιθέτως, η πραγματικότητα γύρω μας βοά ότι ο πόλεμος («πατήρ πάντων» κατά τον Ηράκλειτο) επιστρέφει στην ως προνομιακό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Ας αναλογισθούμε: το νεότερο Ελληνικό κράτος προέκυψε (όπως άλλωστε αρκετά κράτη στον κόσμο) ως αποτέλεσμα διαδοχικών πολεμικών συγκρούσεων. Δεν προήλθε ούτε διατηρήθηκε 204 χρόνια το Ελληνικό κράτος ως παράγωγο του διεθνούς δικαίου. Δεν είχαμε την τύχη της Κόστα Ρίκα! Συνεπώς, η Ελληνική εξωτερική πολιτική υπήρξε ιστορικά συνυφασμένη με το φαινόμενο του πολέμου .Όταν λοιπόν κάποιοι σήμερα επιχειρούν να μεταλλάξουν το εθνικό μας DNA και να απαλείψουν το γενετικό κώδικα που επιτάσσει «αμύνεσθαι περί πάτρης», ουσιαστικά απαιτούν –με το ένα ή το άλλο πρόσχημα– να τερματισθεί ό,τι θεμελιώθηκε στην δεκαετία 1821-1831.
«Τί θέλετε λοιπόν να κάνουμε, κύριε Πρέσβυ, πόλεμο;». Απαντώ ευθαρσώς: «όχι πόλεμο απαραιτήτως, πλην όμως πόλεμο όταν είναι απαραίτητο»! Στα αγγλικά ακούγεται καλύτερα : “War if necessary, but not necessarily war”!
Μέχρι τώρα, επισήμανα τnν θεμελιώδη προϋπόθεση για μια Ελληνική εξωτερική πολιτική (= πτώση σημερινού καθεστώτος). Επίσης, κατέγραψα στοχεύσεις και φετίχ που από-προσανατολίζουν και ακυρώνουν την εξωτερική πολιτική την οποία έχει ανάγκη ο Ελληνισμός και η Ελληνική κοινωνία. Ποιά, άραγε, είναι αυτή η πολιτική ,πώς μπορεί να σχεδιασθεί και πώς να υλοποιηθεί;
Ελληνική εξωτερική πολιτική είναι αυτή που υπερασπίζεται, σε καθημερινή όσο και σε μακροπρόθεσμη βάση, την κυριαρχία και την ακεραιότητα της χώρας. Ποιάς χώρας; Της Ελληνικής Δημοκρατίας, του εθνικού κράτους του Ελληνισμού. Ο οποίος Ελληνισμός από το 1961 και εντεύθεν έχει συγκροτήσει και δεύτερη κρατική δομή, την Κυπριακή Δημοκρατία.
Οιαδήποτε άλλη,παράλληλη, εφήμερη, αξιέπαινη στόχευση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής [όπως η προαγωγή των Ελληνικών εξαγωγών, η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, η συλλογική άμυνα της Δύσης, η αλληλεγγύη στους λαούς της Αφρικής ή όπου αλλού , ο Χάρτης του ΟΗΕ, η πρόληψη της κλιματικής αλλαγής, η διάσωση των φαλαινών κοκ] οφείλει απαρέγκλιτα να μην εναντιώνεται ούτε να αντιστρατεύεται στην υπεράσπιση της κυριαρχίας και ακεραιότητας της χώρας και των συμφερόντων του Ελληνισμού στην Κύπρο. Αυτό συνιστα την λυδία λίθο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ποιός μπορεί και πρέπει να σχεδιάζει την Ελληνική εξωτερική πολιτική; Η απάντηση είναι απλή: εκείνα τα θεσμικά όργανα που οφείλουν να την εφαρμόσουν, δηλαδή πρωτίστως το Υπουργείο Εξωτερικών , σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις, τις Υπηρεσίες Ασφαλείας και λοιπά ,κατά περίπτωσιν αρμόδια, θεσμικά όργανα του κράτους. Η Κυβέρνηση άμεσα και εμμέσως η Βουλή εγκρίνουν ή απορρίπτουν τους σχεδιασμούς. Και, βεβαίως, ελέγχουν την εφαρμογή τους. Δημόσια ή μη πανεπιστήμια, ποικιλώνυμα ινστιτούτα, οι ΜΚΟ, τα ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα, η Εκκλησία, εν γένει η κοινωνία των πολιτών, άπαντες ευλόγως έχουν σε μια δημοκρατική κοινωνία το δικαίωμα της άσκησης κριτικής, της υποβολής προτάσεων, της διαμαρτυρίας.
Έχουν αναφαίρετο το δικαίωμα άσκησης επιρροής. Ωστόσο, όπως ακριβώς ένα σωρό αθλητικογράφοι και σχολιαστές ποδοσφαίρου δεν διανοούνται να μπουν στο γήπεδο και με την μπάλα στα πόδια να πραγματώσουν όσα από την κερκίδα και την τηλεόραση εισηγούνται, έτσι και η διπλωματία πρέπει να ασκείται από τους προπονημένους, καταρτισμένους επαγγελματίες του διεθνούς στίβου, ήτοι τους διπλωμάτες. Αυτοί οι επιλεγμένοι κρατικοί λειτουργοί, μαζί με τους πολιτικούς τους προϊσταμένους, αυτοί μόνον έχουν την συνταγματική ευθύνη και το καθήκον του σχεδιασμού της διεθνούς πορείας της χώρας και της διεθνούς της εκπροσώπησης. Όχι οι ανεύθυνοι, παρα-θεσμικοί, παρα-κρατικοί του ΕΛΙΑΜΕΠ! Στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, η αντιποίηση αρχής είναι συνταγή αυτοκτονίας. Και έγκλημα καθοσιώσεως!
Υπό το φως των ανωτέρω, η ποιότητα και λειτουργία του Υπουργείου Εξωτερικών και ιδιαίτερα της Διπλωματικής Υπηρεσίας αναδύεται ως θέμα υψίστης σημασίας. Πρέπει να είναι μια υπηρεσία από ακριβοδίκαια επιλεγμένους κρατικούς λειτουργούς. Το κριτήριο οφείλει να είναι αφ` ενός η αφοσίωση στην υπεράσπιση της πατρίδας και των εθνικών συμφερόντων, αφ` ετέρου η ικανότητα (δηλ το ήθος,οι γνώσεις, οι δεξιότητες και συν τω χρόνω η εμπειρία) να υπερασπισθούν την πατρίδα και τα συμφέροντά της επιτυχώς. Δεν ψάχνουμε για τους τέλειους παίκτες , ψάχνουμε όμως για την συγκρότηση της τέλειας ομάδας, στην οποία οι αρετές καθ` ενός/κάθε μιάς θα συμπληρώνουν τις αναπόφευκτες αδυναμίες του άλλου/της άλλης. Διαθέτουμε αξιοζήλευτους επαγγελματίες που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν την κρίσιμη μάζα για την γοργή βελτίωση της Διπλωματικής Υπηρεσίας και του ΥΠΕΞ. Δυστυχώς όμως, υφίστανται στο ΥΠΕΞ και πολλά κυβικά αποβλήτων ανικανότητας, αδιαφορίας, διαφθοράς και εθελοδουλείας. Είναι τα παθογόνα ιζήματα που με επιμέλεια το πολιτικό μας σύστημα εναποθέτει στα γρανάζια του ενός από τους πλέον κρίσιμους μηχανισμούς του Ελληνικού κράτους. Ό εκφυλισμός των υποψηφιοτήτων που παρατηρείται στην προσέλευση για την Σχολή Ευελπίδων είναι αποκαρδιωτικά ορατός και στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Διπλωματική Ακαδημία. Η οποία όμως συστηματικά υποβαθμίζεται με επιλογή διαρκώς περισσότερων παιδιών που προέρχονται όχι πλέον από τον κομματικό σωλήνα αλλά από τον στενότερο και τοξικότερο σωλήνα των υποτακτικών της κυβερνώσας οικογένειας. Συσσωρεύεται δυστυχώς μέγα απόθεμα από σταθμάρχες της Λάρισας στο νεοκλασσικό της Βασιλίσσης Σοφίας……
Η λύση για τα δομικά πλέον προβλήματα λειτουργίας και στελέχωσης του Υπουργείου Εξωτερικών είναι η ρήξη των ασφυκτικών κοινωνικών και πολιτικών στεγανών που του έχουν επιβληθεί. Και τα οποία εν πολλοίς το καθιστούν ιμάντα μεταφοράς αλλοτρίων επιρροών και συμφερόντων. Αυτό θα γίνει εφικτό μόνον με ένα ρηξικέλευθο άνοιγμα του Υπουργείου στην Ελληνική κοινωνία και τον Ελληνισμό. Υπάρχουν εκεί έξω νέοι άνθρωποι με εκπληκτικά προσόντα, με γνώσεις, με δυναμισμό, με ήθος. Που ίσως δεν μιλούν Γαλλικά και έχουν την αξιοπρέπεια να μην ισχυρίζονται ότι τα μιλούν, σαν κάποιους επιτυχόντες στις εξετάσεις της Διπλωματικής Ακαδημίας. Όμως θα μπορούσαν να τα μάθουν μαζί με άλλες εξ ίσου χρήσιμες γλώσσες μέσα σ` ένα λειτουργικό και αυστηρό υπουργείο.
Εν ολίγοις, για να υπηρετήσουν μια Ελληνική εξωτερική πολιτική οι Έλληνες διπλωμάτες οφείλουν να λειτουργήσουν σε αντιστοίχηση με τις ευαισθησίες, με τα αιτήματα και με τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Πρέπει να συμπεριφερθούν ως λειτουργοί του εθνικού συμφέροντος και όχι ως διεθνείς υπάλληλοι. Πολύ περισσότερο όχι ως κομματικοί υπάλληλοι! Θα πρέπει να τους διατεθούν γενναιόδωρα τα υλικά μέσα της αποστολής στην οποία οφείλουν να ανταποκριθούν. Αλλά με τον όρο της έμπρακτης εκπλήρωσης της αποστολής αυτής.
Θα ήθελα να κλείσω αυτό το κείμενο αισιόδοξα, παρά τα μαύρα σύννεφα της επικείμενης γεωπολιτικής καταιγίδας, προς την οποία αμέριμνοι πλέουμε. Και θα το κάνω με την υπόμνηση ότι η εξωτερική πολιτική, όπως πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Henry Kissinger κατά την προσπάθειά του να απεμπλέξει τις ΗΠΑ από τον βάλτο του Βιετνάμ, είναι πρωτίστως υπόθεση πειθούς της εσωτερικής κοινής γνώμης, είναι δηλαδή υπόθεση της κοινωνίας. Ακριβώς γι` αυτό τον λόγο, όσοι προετοιμάζουν εθνικές υποχωρήσεις χειρίζονται την Ελληνική κοινή γνώμη πάνω στην γραμμή «ου φροντίς Ιπποκλείδη» — «κοιμηθείτε ήσυχοι, οι Ένοπλες Δυνάμεις αγρυπνούν» και διάφορα συναφή νανουρίσματα. Αντιλέγω ευθέως : μόνον όταν η ίδια κοινωνία η είναι εναργής και γρηγορούσα , μόνον τότε υφίσταται προοπτική απόκρουσης της επιβουλής. Εύχομαι αυτό το κείμενο να συμβάλει στην αφύπνιση των Ελλήνων από την εν εξελίξει ευθανασία στην οποία τους υποβάλλουν οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι….


