Με ένα «φιλοδώρημα» η κυβέρνηση είπε «ναι» στον κάθετο διάδρομο, καθώς σε αυτό το νέο πλαίσιο η χώρα μας αποκομίζει το ελάχιστο δυνατό οικονομικό όφελος
Από την εποχή που ο «τραμπισμός» θεωρούνταν μέγιστο πολιτικό παράπτωμα, βρεθήκαμε ξαφνικά, τις τελευταίες ημέρες, στο ζενίθ του ενθουσιασμού για τις «συμφωνίες της Κίμπερλι».
Του Εμμανουλή Μπεζα*
Η εύνοια της Αμερικής αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση μιας κυβέρνησης, η οποία δοκιμάζεται έντονα από εσωτερικές κρίσεις.
Οι ΗΠΑ, του Τραμπ, συνεχίζοντας την πολιτική Μπάιντεν, επιχειρούν να υποκαταστήσουν το ρωσικό φυσικό αέριο με δικό τους, πιο ακριβό και λιγότερο «πράσινο» LNG στην ανατολική Ευρώπη και η προσπάθεια αυτή περνά μέσα από την Ελλάδα. Χωρίς την Ελλάδα ο κάθετος διάδρομος» χάνει τη σημασία του και τόσο η Ουάσινγκτον όσο και οι Βρυξέλλες τον χρειάζονται περισσότερο από την Αθήνα. Στο πλαίσιο αυτό, η επένδυση της ExxonMobil στο «Οικόπεδο 2» στο Ιόνιο εμφανίζεται ως βασικό αντισταθμιστικό μέτρο που «ενισχύει την ενεργειακή κυριαρχία και ασφάλεια της χώρας μας». Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική.
Η αρχική παραχώρηση για το «Οικόπεδο 2» υπογράφηκε το 2017 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου (μέσω ΕΔΕΥΕΠ) και της κοινοπραξίας TotalEnergies (50%) – Edison (25%) – Hellenic Petroleum (25%). Μέχρι και την αποχώρηση της TotalEnergies, τo 2022, είχαν πραγματοποιηθεί σεισμικές έρευνες 2D (2018) και επανεπεξεργασία παλαιών δεδομένων από τις έρευνες της δεκαετίας του 1990. Τα αποτελέσματα υπέδειξαν τρεις δομές με γεωλογικό ενδιαφέρον, με κυριότερη τη λεγόμενη «Ασωπός», όπου υπάρχουν ενδείξεις παγιδεύσεων φυσικού αερίου.
Δεν πραγματοποιήθηκε καμία γεώτρηση επιβεβαίωσης (exploration well), κυρίως λόγω του υψηλού κόστους και των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων που δεν είχαν ολοκληρωθεί. Αυτό το οποίο έρχεται να κάνει τώρα η ExxonMobil είναι να χρηματοδοτήσει νέες σεισμικές έρευνες 3D και την πρώτη ερευνητική γεώτρηση πιθανότατα το 2027, εφόσον τα δεδομένα το δικαιολογούν. Η επένδυση για την ερευνητική φάση υπολογίζεται σε 50-100 εκατ. ευρώ, ενώ η εταιρία υπέγραψε συμφωνία farm-in με την Energean και τη Helleniq Energy, αποκτώντας το 60% και αναλαμβάνοντας διαχειριστής του έργου, σε περίπτωση ανάπτυξης του κοιτάσματος.
Τα 50-100 εκατομμύρια ευρώ που θα επενδύσει η ExxonMobil αποτελούν ουσιαστικά το «εισιτήριο συμμετοχής» σε μια πιθανή ανακάλυψη, καθώς το ποσό αυτό δεν αντιστοιχεί καν σε μια πλήρη φάση γεώτρησης βαθέων υδάτων, αλλά συνιστά το ελάχιστο απαιτούμενο για να εξασφαλίσει η εταιρία την παρουσία της και τον έλεγχο ενός δυνητικά τεράστιου κοιτάσματος με ελάχιστο οικονομικό ρίσκο. Σύμφωνα, μάλιστα, με το θεσμικό πλαίσιο (Ν. 4001/2011 και πρότυπες συμβάσεις ΕΔΕΥΕΠ), ο ανάδοχος διατηρεί ρήτρα εξόδου έπειτα από κάθε ερευνητική περίοδο, χωρίς οικονομικές κυρώσεις, εφόσον δεν εντοπιστούν εμπορικά εκμεταλλεύσιμες ποσότητες. Επομένως, η ExxonMobil διατηρεί δικαίωμα αποχώρησης χωρίς υποχρέωση ανάπτυξης ή συνέχισης, έχοντας αποκτήσει πολύτιμα γεωλογικά δεδομένα με ελάχιστο ρίσκο.
Ουσιαστικά, η ExxonMobil ρισκάρει λίγα για να αποκομίσει ενδεχομένως πάρα πολλά, χωρίς να δεσμεύεται ότι το ρίσκο που αναλαμβάνει έχει πραγματική ουσία, καθώς το θεσμικό πλαίσιο της παραχώρησης της επιτρέπει να αποχωρήσει χωρίς συνέπειες, κάτι το οποίο συνέβη στη γεώτρηση «Ηλέκτρα 1» στο «Οικόπεδο 5», της κυπριακής ΑΟΖ, η οποία πραγματοποιήθηκε από την ίδια εταιρία (operator) και την QatarEnergy, αλλά το κοίτασμα κρίθηκε μη εμπορικά εκμεταλλεύσιμο, τον Απρίλιο του 2025.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες καταφέρουν να θέσουν σε πλήρη λειτουργία τον λεγόμενο «κάθετο διάδρομο», κάτι που παραμένει δύσκολο, καθώς ο Βίκτορ Ορμπαν πέτυχε την εξαίρεση της Ουγγαρίας από τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, θα μπορούν, σύμφωνα με έκθεση της Υπηρεσίας Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ (U.S. International Trade Administration), να αποκομίζουν επιπλέον έσοδα της τάξης των 2 δισ. δολαρίων σε ετήσια βάση από την προμήθεια φυσικού αερίου προς τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Για να συμβάλει η Ελλάδα στην υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου γεωπολιτικού σχεδίου των ΗΠΑ, που ίσως αποδειχθεί συγκυριακό -και το οποίο, εκτός από τα προαναφερόμενα οικονομικά οφέλη, μπορεί να αποφέρει πρόσθετα έμμεσα κέρδη που θα προκύψουν στη συνέχεια-, φέρεται ότι λαμβάνει τα 100 εκατ. της μέγιστης δυνατής επένδυσης της ExxonMobil και 100 εκατ., στην καλύτερη περίπτωση, από τα τέλη διαμετακόμισης, στην περίπτωση του TAP τα τέλη είναι πολύ λιγότερα. Δηλαδή, ένα μερίδιο της τάξης του 10% από τα ετήσια έσοδα των αμερικανικών εταιριών. Ενα είδος «φιλοδωρήματος», θα έλεγε κανείς, αν συνυπολογίσουμε και τις ενδεχόμενες περιβαλλοντικές συνέπειες του εγχειρήματος.
Την ίδια στιγμή η χώρα κινδυνεύει να απολέσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνητικών της κερδών, εφόσον το κοίτασμα στο «Οικόπεδο 2» αποδειχθεί εκμεταλλεύσιμο, καθώς το 60% και η διαχείριση του έργου θα περιέλθουν στην ExxonMobil, που θα έχει διαθέσει τα πρώτα κεφάλαια για την υλοποίησή του. Επιπλέον, δεν διασφαλίζονται ουσιαστικές δυνατότητες αποθήκευσης (όπως στην περίπτωση της υπόγειας αποθήκης Καβάλας – UGS), ούτε ενισχύονται επαρκώς οι εγχώριες παραγωγικές υποδομές (όπως, π.χ., με την περίπτωση δημιουργίας κέντρου παραγωγής LNG προϊόντων στον Κορινθιακό).
Γεωπολιτική υποβάθμιση
Συμπερασματικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες διευρύνουν την επιρροή τους στην ανατολική Ευρώπη, αντικαθιστώντας σταδιακά το ρωσικό δίκτυο προμήθειας φυσικού αερίου σε μια περίοδο όπου επιχειρείται ο εξοστρακισμός της Μόσχας, με αφορμή τη συνεχή ουκρανική κρίση. Η Ελλάδα σε αυτό το νέο πλαίσιο, που διέπεται και από συνθήκες ενδεχόμενης προσωρινότητας (γιατί σε μία πενταετία που απαιτείται για τη δημιουργία δικτύου υποδομής τα γεωστρατηγικά, αλλά και τα ενεργειακά δεδομένα πιθανόν να έχουν αλλάξει), αποκομίζει το ελάχιστο δυνατό οικονομικό όφελος, ενώ ταυτόχρονα περιέρχεται σε αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση από την αμερικανική πλευρά και υφίσταται γεωπολιτική υποβάθμιση, καθώς μεταλλάσσεται από δυνητικό περιφερειακό παράγοντα σε «δεδομένο» σύμμαχο της μίας πλευράς, εν μέσω διεθνούς αντιπαράθεσης με αβέβαιη κατάληξη.
*Μηχανικός ορυκτών πόρων, γεωπολιτικός αναλυτής


