Το βασικό ζητούμενο είναι να γίνουμε ενήλικοι πολίτες. Η αναζήτηση «σωτήρων» αποτελεί ματαιοπονία
- Παναγιώτης Λιάκος
Σε αυτό το σημείο που φτάσαμε, έχουμε την υποχρέωση να αναρωτηθούμε τι έχει πάει τόσο λάθος και το έθνος φθίνει. Και πληθυσμιακά και πολιτισμικά και οικονομικά. Αν θελήσει κανείς να ιχνηλατήσει το κεντρικό, διαχρονικό και πιο επίμονο ελληνικό πρόβλημα, δεν θα το εντοπίσει πρωτίστως στις οικονομικές ρίζες, ούτε στις διαρθρωτικές αδυναμίες του κράτους ούτε στην εξάρτηση από δανειστές και προστάτες. Αυτά είναι συμπτώματα.
Η ρίζα βρίσκεται βαθύτερα, σε μια πληγή που τέμνει οριζόντια την κοινωνία, τις σχέσεις, τον τρόπο που υπάρχουμε ως πολίτες και ως κοινότητα. Χαίνει σαν πληγή το έλλειμμα αξιοπρέπειας.
Δεν ομιλούμε για την αξιοπρέπεια ως αφηρημένη έννοια ή ρητορικό, εθιμοτυπικό φτιασίδι σε εθνικές επετείους, το οποίο φοριέται για να αναδείξει τον «πατριωτισμό» του αγορητή κενολογιών που ουδέποτε πίστεψε. Η αξιοπρέπεια είναι πράξη. Είναι επιλογή, η καθημερινή στάση του ανθρώπου απέναντι στην ελευθερία του και απέναντι στους άλλους. Είναι το υπαρξιακό μέτρο που σε κάνει να λες: «Υπάρχω χωρίς να εξαγοράζομαι, χωρίς να υποτάσσομαι, χωρίς να προσκυνώ».
Διότι, όταν ο πολίτης πάψει να θεωρεί την ελευθερία και την ευθύνη του αναφαίρετες ποιότητες της ύπαρξής του, τότε χάνει την ιδιότητά του ως ξεχωριστό μέλος της πόλεως. Γίνεται υπήκοος, υποταγμένος, ετερόφωτος.
Και εδώ γεννιέται το παράδοξο του νεοελληνικού βίου: άνθρωποι που δεν είναι άστεγοι, ούτε απελπισμένοι, άνθρωποι που έχουν την στοιχειώδη υλική αυτάρκεια, κάμπτουν τις συνειδήσεις τους. Προσεγγίζουν πολιτικούς διεφθαρμένους, αναξιόπιστους, ηθικά εκπεσμένους για να ζητήσουν «χάρες», εξυπηρετήσεις, μεταθέσεις, διορισμούς, επιδοτήσεις. Και το κάνουν συχνά όχι από ανάγκη, αλλά από ένα ανομολόγητο πάθος προνομίου, μια επιθυμία μικρής και ιδιωτικής κυριαρχίας, σαν να είναι το κράτος λάφυρο και η πολιτική πεδίο κερδοσκοπίας.
Ισως, έχοντας κακοφορμίσει εντός μας οι πληγές του 1922, να έχουμε εγκαταλείψει το πρόταγμα της αυτονομίας. Δεν θέλουμε πια να είμαστε αυτεξούσιοι, αλλά να τεθούμε υπό την κηδεμονία ενός πατρικού και πελατειακού μηχανισμού, που θα μας γλιτώνει από τα χειρότερα (τα οποία συμβαίνουν μόνο μέσα στις φοβικές, ένοχες σκέψεις μας). Μπορεί και να έχουμε χάσει την ερωτική σχέση με την πόλη, την αγάπη προς τον κοινό τόπο, αντικαθιστώντας την με ατομικό συμφέρον.

Αναξιοκρατία δεν γεννά μόνον ο άδικος άρχων. Την τρέφει και την προστατεύει ο πολίτης, που τη χρειάζεται για να διατηρηθεί. Κι έτσι, το δημόσιο σύστημα καταρρέει όχι επειδή «οι άλλοι» το διέφθειραν, αλλά επειδή εμείς το διαφθείρουμε αδιάκοπα με την ανοχή, τη συνενοχή, την απαίτησή μας να λειτουργεί προς ίδιον όφελος.
Υπάρχουν στιγμές, σε προεκλογικά μπαλκόνια και σε κομματικές συγκεντρώσεις, όπου χέρια σηκώνονται και χείλη σκύβουν να φιλήσουν άλλες παλάμες, να αφήσουν σίελα υποταγής σε χέρια λερωμένα από μικροκομματικές λάσπες ή από μαύρο και βρόμικο χρήμα, από εξουσία χωρίς ήθος. Περισσεύει ο οίκτος που νιώθει κανείς σ’ αυτή την εικόνα. Πλεονάζει η οργή. Και, πάνω απ’ όλα, η ντροπή. Ντροπή που άνθρωποι ελεύθεροι δέχονται να μετατρέπονται σε δουλικούς υπηρέτες ενός καθεστώτος μικρότητας, να αποδέχονται έναν κόσμο όπου το μέτρο της αξίας δεν είναι η αρετή, αλλά το αντάλλαγμα.
Η κρίση, οικονομική ή θεσμική, είναι δευτερευόντως τέτοια. Στη ρίζα της είναι ανθρωπολογική. Είναι κρίση νοήματος. Ο εγωισμός θολώνει την όραση. Ο άνθρωπος παύει να βλέπει τον συνάνθρωπο. Παύει να συλλαμβάνει την Πολιτεία ως κοινότητα προσώπων και την αντιλαμβάνεται ως χώρο σύγκρουσης δίποδων αρπακτικών και τρομακτικών, μοχθηρών συμφερόντων. Και έτσι, ο κοινωνικός δεσμός διαλύεται. Το κράτος γίνεται μηχανισμός, όχι σώμα ζωντανό. Το έθνος μεταμορφώνεται από κοινότητα μνήμης, γλώσσας και δημιουργίας σε στατιστικό όρο.

Από την στιγμή που η αξιοπρέπεια υποτάσσεται στο αντάλλαγμα, δεν απομένει πολιτισμός. Μόνο μια ρηχή κι απάνθρωπη διαχείριση πληθυσμών υφίσταται. Δεν απομένει πολιτική, αλλά λογιστική εξουσίας. Οι Ελληνες, σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, δεν υπάκουσαν στην υπεροχή των αριθμών, αλλά στην εξουσία των γραπτών και άγραφων νόμων του Γένους και των θεϊκών προσταγών. Υποτάχθηκαν στην επιδίωξη της ελευθερίας και της αρετής, όπως παρατηρούσε ο Δημάρατος στον Ξέρξη, στον θρυλικό διάλογο που διαβάζουμε στον Ηρόδοτο («Πολύμνια» 102-104). Η συνείδηση της ιστορικής αποστολής μας δεν μπορεί να είναι μουσειακό έκθεμα. Αν δεν γίνεται βίωμα, τότε οτιδήποτε «εθνικό» καταντά αντικείμενο φολκλόρ σε πάγκο μικροπωλητή τουριστικών ειδών.
Η αξιοπρέπεια είναι πνευματική και πολιτική πράξη. Σημαίνει να αναλαμβάνουμε την ευθύνη να στεκόμαστε όρθιοι, να μη δίνουμε εξουσία σε εκείνους που αγοράζουν συνειδήσεις, να μην εξαρτούμε την ύπαρξή μας από μηχανισμούς που μας θέλουν υπάκουους και σιωπηλούς. Σημαίνει να ξαναχτίσουμε την έννοια της πόλης ως κοινή δυνατότητα.
Το βασικό ζητούμενο είναι να γίνουμε ενήλικοι πολίτες. Η αναζήτηση «σωτήρων» αποτελεί ματαιοπονία. Να μπορέσουμε να πούμε: «Δεν ζητώ χάρη, δεν προσκυνώ, δεν συμμετέχω στον εκφυλισμό της κοινότητας. Μπορώ να υπάρξω χωρίς να καταστρέφω τον διπλανό μου. Μπορώ να προκόψω χωρίς να θεωρώ τη διαφθορά φυσικό προνόμιο».

Αν επιθυμούμε μέλλον για τον τόπο αυτόν, χρειάζεται μια επανεκκίνηση ψυχολογική. Χρειάζεται να ξαναμάθουμε την αξιοπρέπεια ως μέτρο του κοινού μας βίου. Τότε, και μόνο τότε, θα αφήσουμε πίσω μας το ετερόφωτο κράτος-εμπορική εταιρία, που χρησιμοποιεί ελληνική φωνή για να περνά στο πλήθος βάρβαρα κελεύσματα. Τότε, το κράτος θα ενωθεί με την έννοια της πατρίδας. Και το έθνος δεν θα αφανιστεί, διότι θα έχει ξαναβρεί την ψυχή του.


