Η απόφαση της Γερμανίας να επαναφέρει την υποχρεωτική στράτευση προμηνύει μελλοντική πολεμική αναμέτρηση με τη Ρωσία
Η Ευρώπη, κινούμενη ταυτόχρονα σε αντίθετες κατευθύνσεις, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιστορική αντίφαση. Η απόφαση της Γερμανίας να επαναφέρει υποχρεωτική στράτευση με στόχο τη δημιουργία στρατού 800.000 ανδρών αποτελεί κίνηση που ανακαλεί μνήμες, προμηνύοντας τη μελλοντική πολεμική αναμέτρηση με τη Ρωσία. Για να υλοποιηθεί η μετάβαση, η Γερμανία θυσίασε το θεμέλιο της μεταπολεμικής ευμάρειάς της. Τη φθηνή ενέργεια που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη της βιομηχανίας της.
Η οικονομική ισχύς της Ευρώπης εξαϋλώνεται, ενώ ταυτόχρονα ανακοινώνεται ότι η αμυντική βιομηχανία θα αποτελέσει τον νέο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, μια έμμεση παραδοχή πως η ειρήνη δεν είναι πλέον η πολιτική πυξίδα της ηπείρου. Για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, μεταξύ άλλων, η Ευρωπαϊκή Ενωση εξετάζει δραματική αύξηση της φορολογίας στην κατοχή και πώληση ακινήτων, σηματοδοτώντας ένα περιβάλλον όπου η νεότερη γενιά ποτέ δεν θα αποκτήσει στέγη. Οι νέοι Ευρωπαίοι στοιβάζονται ανά ομάδες σε μικρά και πανάκριβα διαμερίσματα, με μισθούς που δεν επαρκούν για αξιοπρεπή διαβίωση, πόσο μάλλον για τη δημιουργία οικογένειας. Η εργασιακή ανασφάλεια τους αποτρέπει να σχεδιάσουν το μέλλον, η εγκληματικότητα αυξάνεται και οι κοινωνικοί και οικογενειακοί δεσμοί υπονομεύονται πολιτικά (η μονογαμία είναι αναχρονιστική).
Κι ενώ η καθημερινότητα διαλύεται, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, οι λομπίστες, οι πολιτικοί και η ελίτ διαφοροποιούνται από τις ζωές των άλλων, δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο ταξικό δίπολο, όχι μόνο υλικό αλλά και ιδεολογικό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η σύγχυση είναι αναπόφευκτη. Τι ακριβώς καλούνται να υπερασπιστούν οι νέοι στην Ευρώπη, που θα ακολουθήσουν την υποχρεωτική στράτευση; Την προοπτική ενός μέλλοντος όπου αν επιστρέψουν ζωντανοί θα υπερφορολογούνται, την αδυναμία απόκτησης αξιοπρεπούς στέγης, μια πολιτική αρχιτεκτονική που δεν τους προσφέρει ελπίδα, λόγο και θέση ή μια κατάσταση στην οποία θα φορολογούνται οι γονείς τους για να μεταφερθούν σε φέρετρο από το μέτωπο οίκαδε;
Στην Ελλάδα οι αντιφάσεις αποκτούν δραματικότερη ένταση. Ο πρωθυπουργός αυτοπροσδιορίζεται ως αντινατιβιστής, δηλώνοντας ότι τα σύνορα είναι μια διοικητική παρά μια πολιτική έννοια. Την ίδια στιγμή, η χώρα ανοίγει την πόρτα σε όποιον εισβάλλει, δαπανώντας δισεκατομμύρια σε επιδόματα υποδοχής και στέγαση. Ταυτόχρονα οι κατοικίες των Ελλήνων περνούν στα χέρια των ξένων. Οι πολίτες βλέπουν τα σπίτια τους να πλειστηριάζονται και την εξουσία τους πάνω στον ίδιο τους τον τόπο να εξαϋλώνεται.
Η απόλυτη αντίφαση αναδύεται όταν συγκριθούν οι μισθοί της στρατιωτικής θητείας. Ο Ελληνας στρατιώτης λαμβάνει 8 ευρώ τον μήνα, όταν ο Γερμανός πρόκειται να αμείβεται με 2.000-2.500 και ο Γάλλος με 800 ευρώ.
Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν αναγνωρίζονται τα χρόνια της στρατιωτικής θητείας ως συντάξιμα, αλλά τουναντίον απαιτείται να πληρωθούν 6.000 ευρώ για κάθε χρόνο θητείας. Μια παράλογη απαίτηση που μετατρέπει το καθήκον προς την πατρίδα σε οικονομική τιμωρία. Μια χυδαία χώρα που ληστεύει τους πολίτες της. Αν η χώρα επιθυμεί να αντιμετωπίσει τη λειψανδρία στο στράτευμα, να προσφέρει στους νέους έναν αξιοπρεπή μισθό, όπως θα έκανε κάθε κράτος που θα ήθελε να υπερασπιστεί την υπόστασή του, αντί να τα δίνει στους λαθρομετανάστες. Πώς δικαιολογείται ότι η Ελλάδα διαθέτει δισεκατομμύρια ευρώ για μεταναστευτικές δομές ετησίως, αλλά όχι 324 εκατομμύρια ευρώ συνολικά σε κάθε στρατεύσιμο, εάν λαμβάνει 1.000 ευρώ τον μήνα όταν θα υπηρετεί τη θητεία του; Και πώς μπορεί ένας λαός να κληθεί να υπερασπιστεί μια πατρίδα που τον θεωρεί φορολογικό υποζύγιο του ευ ζην λάθρο;
Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά. Είναι οι προβληματισμοί μιας γενιάς που βλέπει το μέλλον της να αποσυντίθεται και μιας κοινωνίας που αναζητεί απαντήσεις σε μια νέα φασιστική Ευρώπη που επέστρεψε στον Μεσοπόλεμο. Αν οι πολίτες δεν σταθούν απέναντι σε αυτές αντιφάσεις με ειλικρίνεια, θάρρος και αποφασιστικότητα, η βιολογική τους εξαΰλωση είναι αναπόφευκτη.


