Ο κίνδυνος να χαθούν αυτά τα χρήματα δεν είναι θεωρητικός, αλλά απολύτως υπαρκτός
Η πρόσφατη εκταμίευση της 6ης δόσης των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), ύψους 2,1 δισ. ευρώ, αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία. Με αυτόν τον τρόπο οι συνολικές εισπράξεις της χώρας φτάνουν πλέον τα 23,4 δισ. ευρώ, δηλαδή το 65% του προϋπολογισμού του προγράμματος «Ελλάδα 2.0». Παρά τη σημαντική αυτή πρόοδο, όμως, ο χρόνος μετρά αντίστροφα και το πραγματικό στοίχημα βρίσκεται μπροστά μας: η πλήρης απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων έως το τέλος του 2026.
Σήμερα απομένουν σχεδόν 13 δισ. ευρώ -σε επιχορηγήσεις και δάνεια- που πρέπει να διοχετευθούν στην πραγματική οικονομία το αμέσως επόμενο διάστημα.
Ο κίνδυνος να χαθούν αυτά τα χρήματα δεν είναι θεωρητικός, αλλά απολύτως υπαρκτός. Και εάν κάτι τέτοιο συμβεί, η ελληνική οικονομία θα στερηθεί ενός αναντικατάστατου «όπλου» για την ενίσχυση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής αναβάθμισης. Το ΤΑΑ δεν αποτελεί απλώς ένα χρηματοδοτικό εργαλείο αλλά τον μοχλό που μπορεί να επιταχύνει τον οικονομικό μετασχηματισμό της χώρας. Γι’ αυτό η αξιοποίησή του εντός χρονοδιαγράμματος δεν είναι απλώς επιθυμητή, αλλά αναγκαία.
Η σημασία αυτή αποτυπώνεται και στις μακροοικονομικές προβλέψεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσει επιβράδυνση από το 2027 και μετά. Η σημερινή αναπτυξιακή δυναμική συνδέεται άμεσα με τις επενδύσεις που χρηματοδοτεί το ΤΑΑ. Εάν η απορρόφηση επιβραδυνθεί ή δεν ολοκληρωθεί, τότε η προβλεπόμενη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κινδυνεύει να είναι ακόμη εντονότερη. Με άλλα λόγια, κάθε ευρώ που χάνεται σήμερα θα λείψει πολλαπλάσια από την ανάπτυξη των επόμενων ετών.
Κρίσιμο ζήτημα συνεχίζει να αποτελεί η πολύ περιορισμένη διοχέτευση πόρων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μέχρι σήμερα οι ΜμΕ έχουν λάβει ελάχιστα σε σχέση με το μέγεθος και τις ανάγκες τους. Αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε χωρίς συνέπειες. Οταν η επιχειρηματική βάση της χώρας μένει εκτός του κύριου χρηματοδοτικού εργαλείου της εποχής, η ανάπτυξη γίνεται άνιση και η πραγματική οικονομία στερείται ρευστότητας και επενδυτικών ευκαιριών.
Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να υπάρξει άμεση αναθεώρηση της στρατηγικής. Χρειάζεται απλοποίηση των διαδικασιών, μεγαλύτερη ευελιξία στον σχεδιασμό των δράσεων και ουσιαστική πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στα προγράμματα δανειοδότησης και επιχορηγήσεων. Μόνο έτσι θα μπορέσει η χώρα να αξιοποιήσει πλήρως το ιστορικό αυτό εργαλείο και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για βιώσιμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Το στοίχημα του Ταμείου Ανάκαμψης δεν αφορά μόνο την απορρόφηση. Αφορά την ουσία: αν θα καταφέρουμε να μετατρέψουμε τους πόρους σε πραγματικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα για όλους. Και κυρίως για εκείνους που κρατούν ζωντανή την ελληνική οικονομία.
*Πρόεδρος ΕΕΑ,
επίτιμος διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ. και Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών


