Γίνεται πλέον δυνατή η νεκρανάσταση μιας «φεντεραλιστικής Ευρώπης» (που αποτελεί ανάθεμα, για όσους ακόμα πιστεύουμε σε μια «Ευρώπη των πατρίδων») και παράδοξος καταλύτης της νεκρανάστασης αυτής γίνεται πλέον ο πρόεδρος των ΗΠΑ
Το κείμενο της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας (NSS) των ΗΠΑ σίγουρα βρίθει κριτικής προς την Ευρώπη, όμως, απολύτως παραδόξως, επαναφέρει πολιτικά αυτό που αποκαλούμε «ευρωπαϊσμό».
- Του Α. Π. Δημόπουλου
Γιατί, βέβαια, παρά τις κατά καιρούς μεταμορφώσεις του, ο «ευρωπαϊσμός», αυτή η αναζήτηση για μια «ενωμένη» Ευρώπη, κινείτο πάντοτε εκ γενετής με τη φιλοδοξία να κάνει την Ευρώπη μια «αυτόνομη» και δη «μεγάλη» δύναμη.
Μάλιστα, όπως έχω ξαναγράψει, η «ενωμένη Ευρώπη» που ξέρουμε γεννήθηκε, ακριβώς, σε μια στιγμή «συναίσθησης κατωτερότητας», μετά την κρίση του Σουέζ, το φθινόπωρο του 1956, όταν οι άλλοτε μεγάλες αποικιακές δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία, υπέστησαν ταπεινωτική ήττα έναντι της Αιγύπτου του Nasser (η οποία είχε εθνικοποιήσει τη ζωτική για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα διώρυγα), με τη στρατιωτική τους επέμβαση στην περιοχή να αποτυγχάνει ακριβώς γιατί οι ΗΠΑ δεν στήριξαν το εγχείρημα και με όλους έκτοτε να αντιλαμβάνονται ότι οι χώρες της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν εφεξής να επιτύχουν μόνες στρατηγικά το οτιδήποτε.
Και ήταν αυτό ακριβώς το τραύμα του Σουέζ, που οδήγησε, λίγους μήνες μετά (τον Μάρτιο του 1957), στη συνθήκη της Ρώμης και τη δημιουργία τής τότε ΕΟΚ. Πριν από το Σουέζ, μόνο η Γερμανία ήθελε την ΕΟΚ (διά της οποίας απέβλεπε σε «ολική επαναφορά»), στη Γαλλία όμως και αλλού το πράγμα καρκινοβατούσε για χρόνια και ήταν το Σουέζ που το άλλαξε αυτό, με τον Adenauer να μιλάει δηκτικά για μια Ευρώπη που θα γίνει η «εκδίκησή σας!»
Και αυτή η νοητή «εκδίκηση» (δηλαδή η απόκτηση στρατηγικής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ) δεν γέννησε απλώς την ΕΟΚ, αλλά, ακριβώς γιατί το Σουέζ είχε τελείως ταπεινώσει τη Βρετανία, δημιούργησε μια απρόσμενη φιλοευρωπαϊκή στροφή της χώρας, που κατέληξε τελικά, επί Heath, στην είσοδο και της Βρετανίας στην Ευρώπη το 1973 (η οποία θα είχε συμβεί πολύ νωρίτερα, εάν δεν υπήρχαν οι αντιρρήσεις του Ντε Γκολ). Και, φυσικά, η εν λόγω «εκδίκηση» παρέμενε μόνο «νοητή», γιατί, για τη «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης, δεν αρκούσαν ούτε η ιδεολογία ούτε οι συμβολισμοί – πολύ απλά η συγκριτική οικονομική και κυρίως στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ παρέμενε τεράστια (την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, μάλιστα, με τη Σοβιετική Ενωση δίπλα της, η Ευρώπη παρέμεινε καταδικασμένη στη στρατιωτική εξάρτηση, με το ΝΑΤΟ να αποτελεί τη θεσμική της έκφραση).
Αλλά η ίδια κατάσταση παρέμεινε, βέβαια, και μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Απελευθερωμένη από τον βραχνά των Σοβιετικών δίπλα της και καθώς μεγάλωνε οικονομικά και διευρυνόταν, με όλο και περισσότερα μέλη, η ευρωπαϊκή ελίτ, ερωτευμένη πάντοτε με το δέλεαρ της «στρατηγικής αυτονομίας» και την απόκτηση status μεγάλης δύναμης, πήρε μια σειρά καταστροφικών αποφάσεων, τις συνέπειες των οποίων βλέπουμε σήμερα.
Πρώτον, ακριβώς γιατί η ιδέα μιας πολιτικής ένωσης που θα καταργούσε τα έθνη ήταν πάντοτε αντιπαθής στους λαούς της, η ευρωπαϊκή ελίτ αποφάσισε να την εκβιάσει, υιοθετώντας (με το Maastricht και αργότερα με συνθήκες, όπως της Λισαβόνας) αφενός ένα κοινό νόμισμα (αντιστρέφοντας τη φυσική πορεία, στην οποία, πριν από τη νομισματική, υπάρχει οικονομική και δημοσιονομική ένωση) και αφετέρου (και με άλλοθι το κοινό νόμισμα και τη δι’ αυτού «σύγκλιση») μια σειρά ολοένα και πιο συγκεντρωτικών θεσμών και πολιτικών, μέσα από την αντιδημοκρατική λειτουργία των οποίων πριμοδοτήθηκαν εξίσου αντιδημοφιλείς πολιτικές (όπως σε σχέση με τη μετανάστευση).
Δεύτερον, αντί να επενδύσει στη στρατιωτική ισχύ, ως πρώτη προϋπόθεση «στρατηγικής αυτονομίας», αποφάσισε ότι την άμυνά της θα την εξασφάλιζαν στο διηνεκές οι ΗΠΑ, μέσω ΝΑΤΟ, και ότι οι σχετικοί πόροι ήταν πιο χρήσιμοι στα χέρια της ίδιας της ευρωπαϊκής ελίτ, ώστε να χρηματοδοτεί ένα ολοένα και πιο διογκούμενο αλλά δημοφιλές «κοινωνικό» κράτος, «ξεπλένοντας» έτσι τη λοιπή ανικανότητά της.
Τρίτον, αντί, επίσης, να επενδύσει στην ενέργεια (πρωτίστως δε στην πυρηνική), ως δεύτερη προϋπόθεση «στρατηγικής αυτονομίας», αποφάσισε ότι την ενέργεια (και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της) θα τη έπαιρνε, «φθηνά», από τη Ρωσία. Και, τελικά, με όλες αυτές τις καταστροφικές επιλογές, αντί να γίνει «στρατηγικά αυτόνομη» έγινε ακόμα πιο εξαρτημένη.
Ετσι, όταν η Ρωσία έκανε τη δική της στρατηγική κίνηση στην Ουκρανία, μια αμυντικά αδύναμη και ενεργειακά εξαρτημένη Ευρώπη αναζήτησε πάλι τις ΗΠΑ. Οταν, δε, τελικά ο κ. Τραμπ έκανε και αυτός τη δική του στρατηγική κίνηση, αποφασίζοντας ότι προτεραιότητα είναι η Κίνα και ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να βρίσκονται σε μια διαρκή «διάσωση» των (εξ επιλογής) ανήμπορων, βρεθήκαμε στο σήμερα.
Νεκρανάσταση
Εντούτοις, όλως παραδόξως, συνεπεία των ανωτέρω, εάν ο κ. Τραμπ, όπως άλλωστε και ο κ. Πούτιν, είναι όντως οι καβαφικοί βάρβαροι, που λένε, τότε, για την ευρωπαϊκή ελίτ τουλάχιστον, «οι άνθρωποι αυτοί είναι μια κάποια λύσις». Το παράδοξο δηλαδή έγκειται στο γεγονός ότι οι εξελίξεις αυτές δίνουν σανίδα σωτηρίας σε αυτόν τον παραδοσιακό «ευρωπαϊσμό» που ήθελε «στρατηγική αυτονομία» αλλά δεν είχε ποτέ την ικανότητα να την αποκτήσει. Με άλλη διατύπωση, οι «ευρωσκεπτικιστές» στην Ευρώπη ήμασταν Ατλαντιστές, ακριβώς γιατί θέλαμε μια ενιαία «Δύση» και όχι μια ευρω-Jamahirya.
Με τις ΗΠΑ μακριά όμως (και με τον επανεξοπλισμό και την αναζήτηση ενεργειακής αυτονομίας να οδηγούν, μετά το ευρώ, σε μια οντότητα που θα μοιάζει περισσότερο με κράτος), γίνεται πλέον δυνατή η νεκρανάσταση μιας «φεντεραλιστικής Ευρώπης-ομοσπονδίας» (που αποτελεί ανάθεμα για όσους ακόμα πιστεύουμε σε μια «Ευρώπη των πατρίδων») και παράδοξος καταλύτης της νεκρανάστασης αυτής γίνεται πλέον ο κ. Τραμπ!


