Ανοίγει το πλάνο. Βλέπουμε πάλκο. Πάνω, κόσμος πολύς. Hχος περισσότερος. Eντονος. Φώτα πολλά, εκτυφλωτικά. Σαν μυριάδες αναμμένα κάρβουνα σε πυριφλεγή Kόλαση. Κακοφωνία
- Παναγιώτης Λιάκος
Ανελλήνιστες τσιρίδες και γλοιώδη κλισέ εκτοξεύονται κατά ριπάς από ολιγογράμματους φωνασκούντες τηλεοπτικούς παρουσιαστές. Δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί, ολιγάρχες, στυλοβάτες της κλεπτοκρατίας κοιτούν με λερό βλέμμα τα στίφη (κυρίως Aφροασιατών ισλαμιστών), που μαζεύονται σε πλατείες για να ξεφαντώσουν, τύφλα στο μεθύσι, μπροστά από στολισμένα δέντρα, υπό τους βαρβαρικούς ήχους φτηνών, κλισαρισμένων ασμάτων. Τα έξοδα, πάντα, χρεώνονται στους απόντες φορολογουμένους.
Στα «τραγούδια» που ηχούν στις κεντρικές πλατείες των πόλεων συντίθενται ετερόκλητα υλικά: τα συμπλέγματα κατωτερότητας με τον μιμητισμό, τα φάλτσα με τον εξηλεκτρισμό της κιθάρας και του μπουζουκιού, οι αγγλικές φράσεις με μια σχεδόν αγνώριστη Ελληνίδα φωνή, που σκληρίζει στιχουργικές ανοησίες. Κι αυτό τάχα είναι «γιορτή», και μάλιστα χριστουγεννιάτικη…
Τα στίφη αλαλάζουν, ενώ οι στυλοβάτες της κλεπτοκρατίας αναρωτιούνται αν «γράφει» καλά το θέαμα στην τηλεόραση. Κάπως έτσι, ένα θέμα ιερό, μια θεία γιορτή για την ενανθρώπιση του Λόγου, μπορεί να εκφυλιστεί σε αφορμή και αιτία πρόκλησης αποστροφής και αναγούλας. Κάπως έτσι δεν δείχνει από τηλεοράσεως η «επίσημη» εκδοχή των εορτών, όπως ακριβώς την προτιμά η εξουσία;
Η εορταστική περίοδος, που κάποτε λειτουργούσε ως πυκνωτής νοήματος, έχει μεταβληθεί σε υποκριτική γλίτσα, διάχυτο θόρυβο. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα περνούν από μπροστά μας σαν εναλλαγή φωτεινών επιγραφών, χωρίς να αφήνουν ίχνος. Κάποτε αυτές οι ημέρες όριζαν ρυθμό, εισήγαγαν παύση στον χρόνο, άνοιγαν την καρδιά στο θαύμα της πίστης, επέτρεπαν τη συνάντηση. Σήμερα μοιάζουν περισσότερο με καταναλωτικές στάσεις σε έναν αυτοκινητόδρομο διαρκούς βιασύνης. Το πνευματικό ήθος σε άτακτη υποχώρηση.
Η ελληνική παράδοση δεν ήταν ποτέ μουσειακό αντικείμενο – ήταν τρόπος σχέσης. Οι γιορτές δεν εξαντλούνταν σε διακοσμητικά σύμβολα – λειτουργούσαν ως υπενθύμιση μιας κοσμοαντίληψης. Η Γέννηση του Χριστού είναι μια ανοιχτή πρόσκληση στο θείο και πρόκληση του ανθρώπου να ακολουθήσει τα βήματα που οδηγούν σ’ Εκείνον. Η Πρωτοχρονιά, ευκαιρία αυτοκριτικής. Τα Φώτα, πέρα από το τελετουργικό στοιχείο τους, μιλούσαν για κάθαρση, για φανέρωση, για έξοδο από το σκοτάδι της αυταπάτης. Αυτά τα νοήματα χάθηκαν επειδή παραδόθηκαν σαν λάφυρα πολέμου.
Η παράδοση των κλειδιών του πολιτισμού μας στον εξαμερικανισμό δεν έγινε με βία – έγινε αυτοθέλητα, προθύμως. Μιμηθήκαμε μορφές χωρίς να αναρωτηθούμε για το περιεχόμενο. Αντιγράψαμε τελετουργίες αποκομμένες από το υπαρξιακό τους υπόβαθρο. Στολίσαμε δέντρα χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς γιορτάζουμε. Υιοθετήσαμε μια αισθητική που υπόσχεται χαρά, αλλά παράγει μόνο διέγερση. Η μίμηση αντικατέστησε την έκφραση. Οταν δεν εκφράζεις αυτό που είσαι, καταναλώνεις αυτό που σου προσφέρουν ως υποκατάστατο ταυτότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το συναίσθημα εξανεμίστηκε. Το συναίσθημα προϋποθέτει σχέση, χρόνο, εσωτερική ενατένιση. Αντί γι’ αυτά, εισπράξαμε έναν τύπο χωρίς νόημα, έναν λόγο έτοιμο προς χρήση που επαναλαμβάνεται μηχανικά. Ευχές που δεν απευθύνονται σε κανέναν. Χαμόγελα που δεν προϋποθέτουν συνάντηση. Ενα τοξικό νέφος επιφανειακής ευθυμίας καλύπτει την αδυναμία μας να αγγίξουμε το ουσιώδες. Δεν συγκινούμαστε γιατί δεν το δυνάμεθα, πλέον.
Γιορτάζουμε Χριστούγεννα χωρίς να λέμε ούτε λέξη για τον Χριστό, χωρίς να νιώθουμε κάτι για Εκείνον. Και, ακόμη περισσότερο, χωρίς να πράττουμε κατά τον τρόπο που υποδείκνυε. Φοβούμαστε να Τον ακολουθήσουμε, επειδή ο λόγος Του ήταν ριζοσπαστικός. Μιλούσε για αγάπη που δεν μετρά κόστος. Αυτό είναι ασύμβατο με έναν πολιτισμό που θεοποιεί την κατανάλωση και την ατομική επιβεβαίωση, τα ισοζύγια πληρωμών και πιστώσεων. Ακόμα και τη μορφή του φοβούνται οι τάχα πιστοί σε Εκείνον. Στη φάτνη στην Γκραν Πλας των Βρυξελλών, η αγία οικογένεια είναι απρόσωπη, τάχα, για να είναι «συμπεριληπτική». Οσο «συμπεριληπτικό» είναι το απρόσωπο μηδέν, δηλαδή.
Η αυθεντικότητα δεν είναι εύκολη. Προϋποθέτει σύγκρουση με την ευκολία της μίμησης. Προϋποθέτει να δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς αναφορά σε ξένο, άρα «ανώτερο». Οι γιορτές μπορούν να ξαναγίνουν τόποι νοήματος μόνο αν τις αφήσουμε να μας αλλάξουν, αντί να τις προσαρμόζουμε στις πτωτικές συνήθειές μας.
Ισως τότε τα Χριστούγεννα πάψουν να είναι μια… υποχρεωτική χαρά. Η Πρωτοχρονιά να μην είναι απλώς μια υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα. Και τα Φώτα να μη χαθούν μέσα στον θόρυβο. Ισως τότε ξαναβρούμε όχι κάτι παλιό, αλλά κάτι αληθινό. Και αυτό, σε μια εποχή γενικευμένης απομίμησης, είναι η πιο ριζοσπαστική πράξη.
Η ελληνική παράδοση δεν φοβόταν την αμηχανία της παύσης. Σήμερα, η αμηχανία εξορίζεται· γεμίζουμε κάθε κενό με ήχο και εικόνα, λες και η σιωπή, η αποχή από τον θόρυβο και την οχλοβοή είναι απειλή. Κι όμως, μόνο μέσα σε αυτό μπορεί να εμφανιστεί κάτι αληθινό.
Οι γιορτές θα ξαναβρούν τη θέση, όταν αποδεχτούμε ότι ο πολιτισμός κληρονομείται και ως ανεκτίμητο κόσμημα και ως ευθύνη. Κι αυτή η ευθύνη είναι χρέος αγάπης στον Χριστό, στον συνάνθρωπο, στον εαυτό μας, στον λαό και στην πατρίδα.


