Η επιτυχία του Γιάννη Σμαραγδή είναι ότι με το έργο του προβάλλει υγιή, εμπνευσμένα πρότυπα και ακυρώνει την τωρινή κλεπτοκρατία. Υποχρεώνει, γαρ, το κοινό να κάνει συγκρίσεις…
- Παναγιώτης Λιάκος
Παρακολούθησα την ταινία «Καποδίστριας». Το πρώτο συναίσθημα που αποκόμισα είναι χαρά. Επιτέλους, μια ομάδα ανθρώπων ασχολήθηκε στα σοβαρά μ’ έναν ανιδιοτελή, φιλόπατρη, θεοσεβή και ικανό ηγέτη, ο οποίος είναι ο μόνος -από καταβολής νεοελληνικού κράτους- που μπορούσε στ’ αλήθεια να δηλώσει «παρέλαβα στάχτη». Αποκαΐδια παρέλαβε ο κόμης Καποδίστριας και παρέδωσε κράτος, μαζί με την τελευταία του πνοή.
Ο Σμαραγδής μελέτησε την προσωπικότητα και το έργο αυτού του αληθινού εθνάρχη. Γνωρίζει ότι ο πολύς κόσμος, η νεολαία μας, αλλά και μεγαλύτερες ηλικίες δεν ξέρουν τι έπραξε για το έθνος, την πατρίδα και τον λαό ο Καποδίστριας. Γι’ αυτό, ορθά, επικεντρώθηκε στις εκθαμβωτικά θετικές πτυχές του. Το κοινό δεν πολυδιαβάζει. Με κάποιον τρόπο, έστω και μέσω του κινηματογράφου, πρέπει να μάθει ότι υπήρξαν προσωπικότητες που έζησαν για τις ιδέες τους και όχι από αυτές. Ανέλαβαν αποστολή απίθανη, όπως το να βγάλουν τους Ελληνες από τον οθωμανικό τάφο όπου είχαν παγιδευτεί, και τα κατάφεραν.
Η ανάληψη της αποστολής, υπό αυτές τις συνθήκες, ισοδυναμούσε με θάνατο και ο Καποδίστριας το είχε αντιληφθεί. Δεν είχε αυταπάτες. Είχε όμως όραμα και σχέδιο για την Ελλάδα και ο Σμαραγδής το εξηγεί με σαφήνεια. Δεν αφήνει κάτι ασαφές, αμφίσημο. «Αυτό» λένε όσοι φρύαξαν με το πρότυπο του Καποδίστρια, «είναι δραματουργικά λάθος, μια φτηνή πρακτική που δεν περιγράφει χαρακτήρα αλλά καρικατούρα». Ευτυχώς σε όλους αυτούς δεν έδωσε σημασία το κοινό που βρέθηκε στην ίδια αίθουσα με εμένα (που ήταν ασφυκτικά γεμάτη) και το είδα να συγκινείται και το άκουσα να κλαίει την ώρα της προβολής.
Ας έχει όλα τα λάθη του κόσμου η ταινία. Ας μην άρεσε στους «κριτικούς» (η κριτική εύκολη, μάγκα μου, αλλά η τέχνη δύσκολη). Συγκίνησε τους θεατές και τους καθήλωσε στις θέσεις τους για περισσότερες από δύο ώρες.
Ο Σμαραγδής, επίσης, εξιστορώντας τα εθελούσια πάθη του Καποδίστρια και τις συνωμοσίες που εξυφαίνονταν σε βάρος του αλλά και εναντίον του έθνους, καταγγέλλει ηχηρά δύο πυορροούσες πληγές του νεότερου κράτους: τον κοτζαμπασισμό και την ξενοκρατία.
Δείχνει τον Καποδίστρια να παλεύει για κράτος ουδέτερο, σε τόπο ιερό, που θα αναδεικνυόταν σε παγκόσμια εστία γραμμάτων, τεχνών και επιστημών και όχι στο κακόγουστο ανέκδοτο με τους ξενόδουλους πρωθυπουργούς που σαν λιμασμένοι άρπαγες μαζεύουν ντουζίνες τα ακίνητα και κάνουν κι αυτοί αιτήσεις για αποζημιώσεις για τις… καλλιέργειές τους. Οσο υψώνεσαι εσωτερικά παρακολουθώντας να ξεδιπλώνεται σε πράξεις το μεγαλείο του Καποδίστρια, που πλήρωνε από τον τσέπη του ποικίλες αγαθοεργίες υπέρ των δυσπραγούντων, άλλο τόσο αγανακτείς με τα υποκείμενα και τους κολαούζους τους που λεηλατούν τον τόπο εδώ και δεκαετίες.
Επιπλέον, αυτό το φιλμ έχει και μια άλλη αρετή. Αποτελεί κάτι σαν ταχύρυθμο σεμινάριο για το 1821, τις διεθνείς σχέσεις και τις γεωπολιτικές ισορροπίες της εποχής, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ελληνικής φυλής και τη νοοτροπία ορισμένων ηρώων του Αγώνα, που από κάποιο σημείο κι έπειτα υπολόγισαν περισσότερο το «εγώ» τους από το «εμείς». Καλό θα είναι, αν κάποτε υπάρξει πατριωτική κυβέρνηση της προκοπής, να προβάλλεται ο «Καποδίστριας» στους μαθητές.
Ενα μεγάλο μπράβο, χωρίς αστερίσκους και «ναι μεν, αλλά», στον σκηνοθέτη, στους ηθοποιούς, στους συντελεστές της ταινίας και σε όσους βοήθησαν να ολοκληρωθεί.


