Δύσκολο το χαμόγελο, το γέλιο δυσεύρετο και το ραδιόφωνο έχει καταργήσει τα καλά νέα
Με κόπο πλέον μπορείς να φτιάξεις τη διάθεσή σου. Δεν είναι δα και το καλύτερο κομμάτι της ζωής μας αυτό που περνάμε. Δύσκολο το χαμόγελο, το γέλιο δυσεύρετο και το ραδιόφωνο έχει καταργήσει τα καλά νέα. Το πόδι δεν πάει εύκολα στο γκάζι. Η οδήγηση έγινε ανάγκη, δεν είναι, όπως μια φορά, ευχαρίστηση. Στα ηχεία οι γιορτινές διαφημίσεις ακούγονται σαν φάρσα, ψεύτικες, απόμακρες, αφορούν άλλους. Λες και σε κοροϊδεύουν.
Στο γραμματοκιβώτιο, αντί για τις κάρτες με τις ευχές κάποιων παλιότερων, αγαπησιάρικων καιρών, μόνο λογαριασμοί. Θα πεις: «Ήταν καλύτερα πριν, που νομίζαμε ότι τα είχαμε όλα, αλλά δεν είχαμε τόσα όσα έχουμε σήμερα;». Ξέρω κι εγώ; Μπορεί και να ήταν…
Στη στροφή, σκέφτεσαι ότι θα πας το απόγευμα στο σούπερ μάρκετ και θα αρχίσεις να κοιτάζεις τις ετικέτες. Ποιος; Εσύ, που δεν κοίταζες ποτέ τις τιμές. Εσύ, που γέμιζες το καρότσι και πλήρωνες με την κάρτα, χωρίς να ρίχνεις βλέφαρο στην απόδειξη. Και τώρα κοιτάζεις πόσο χρεώνει η ταμίας το γάλα και το συγκρίνεις με την περασμένη εβδομάδα.
«Ναι, αλλά έτσι είναι καλύτερα. Μαθαίνουμε να ζούμε ξοδεύοντας όσα αντέχει η τσέπη μας. Έτσι δεν έζησαν οι γονείς μας; Έτσι δεν έκαναν τις περιουσίες που μας άφησαν;». Μπορεί και να είναι έτσι.
Πλησιάζω στο φανάρι, τελειώνει η παραλιακή. Στο φανάρι, ο νεαρός μετανάστης πλησιάζει με χαμόγελο. Δεν είναι μόνος. Η γυναίκα του, νέα κι αυτή, τον έχει αγκαλιάσει και τον συνοδεύει κρατώντας το κουβαδάκι με το σχεδόν μαύρο νερό.
Εκείνος, κρατώντας στο ένα χέρι το εργαλείο καθαρισμού των παρμπρίζ, γελάει ευτυχισμένος. Κι από κοντά, στα πόδια της γυναίκας, μέσα σ’ ένα παλιό καροτσάκι, το μωρό τους συμπληρώνει την εικόνα της ευτυχίας.
Ευτυχισμένοι κι ας μην έχουν τίποτε. Με τα ελάχιστα που θα κερδίσει ο πατέρας καθαρίζοντας τζάμια, εισπράττοντας τις περισσότερες φορές αρνητική χειρονομία ή νεύμα, δείχνουν πολύ καλύτερα απ’ όλους εμάς που μουδιάζουμε στα σιδερένια κουτιά μας, με τα ακουστικά καρφωμένα στ’ αυτιά, με τα ακριβά μας ηχεία στη διαπασών, προσπαθώντας να σκεπάσουμε τον θόρυβο της ψυχής μας.
Δεν έχουν τίποτε απ’ όλα αυτά και γελούν. Οι πίσω κορνάρουν. «Ξεκίνα, ρε! Κοιμήθηκες;». Δυστυχώς, με ξυπνήσατε…
Από τη στήλη «Ακίς» της «Δημοκρατίας»


