Δεν πρόκειται για λογιστικό λάθος ή για επικοινωνιακή υπερβολή, αλλά για συνειδητή ανατροπή ενός κεντρικού προεκλογικού αφηγήματος, με μοναδικούς χαμένους την κοινωνία και την πραγματική οικονομία
Με το πρωτογενές πλεόνασμα να εκτινάσσεται στα 12,6 δισ. ευρώ στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2025, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά σχεδόν 5 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση πανηγυρίζει. Ομως, πίσω από τα νούμερα κρύβεται μια ωμή πολιτική αλήθεια: η πλήρης ανατροπή όσων υποσχόταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός πριν πάρει την εξουσία.
Ηδη από το 2016, στη ΔΕΘ, ο Κ. Μητσοτάκης ζητούσε δημόσια τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε -όπως έλεγε- «να γίνουν πιο διαχειρίσιμα». Τότε δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνειών: τα υψηλά πλεονάσματα ήταν, κατά δήλωσή του, οικονομικά αδιέξοδα και κοινωνικά άδικα….
Η μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ είχε γίνει πολιτική «σημαία» από πλευράς του. Διεκδικούσε μάλιστα την πατρότητα αυτής της θέσης έναντι όλων των υπολοίπων και κατηγορούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι είχαν δεσμεύσει τη χώρα σε έναν φαύλο κύκλο υπερφορολόγησης και λιτότητας.
«Η “ανάσα” 2,6 δισ. ευρώ από τη μείωση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η δικαιότερη κατανομή της φορολογίας θα μας βοηθήσουν να ελαφρύνουμε το φορολογικό βάρος στην Ελλάδα που παράγει, που πάει την πατρίδα μπροστά» δήλωνε τότε – και πολύ σωστά…
Συνέχισε να το επαναλαμβάνει μέχρι τις παραμονές των πρώτων εκλογών του 2019: «Μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα σημαίνουν λιγότεροι φόροι για κάθε Ελληνίδα και Ελληνα. Σημαίνουν μικρότερες εισφορές για εργαζομένους και εργοδότες. Σημαίνουν πιο αποτελεσματικό και ουσιαστικό κράτος. Σημαίνουν στοχευμένες προσλήψεις εκεί που τις έχουμε ανάγκη, στα νοσοκομεία και στην Παιδεία μας. Δίνουν χώρο να αναπτυχθεί η οικονομία και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Και σημαίνουν ένα πιο ουσιαστικό κοινωνικό κράτος, που στηρίζει όσους έχουν ανάγκη».
Τον Απρίλιο του 2019, από το 9ο Οικονομικό Φόρουμ της Λευκωσίας -λίγο πριν γίνει πρωθυπουργός-, δεσμευόταν ότι «θα τα επαναδιαπραγματευθεί», σημειώνοντας ότι «αυτό δεν θα γίνει άμεσα, γιατί πρώτα θέλω να κερδίσω την αξιοπιστία της χώρας. Αρα, για τον επόμενο Προϋπολογισμό θα σεβαστούμε τις συμφωνίες, όμως στη συνέχεια θα επιμείνουμε στη μείωση».
Διανύοντας τον έβδομο χρόνο «γαλάζιας» διακυβέρνησης, τίποτα από αυτά δεν έγινε. Αντιθέτως, όχι μόνο δεν επαναδιαπραγματεύθηκε, αλλά υιοθέτησε πλήρως τη λογική της υπεραφαίμαξης, βαφτίζοντάς την «επιτυχία» και «υπευθυνότητα», και πανηγυρίζοντας για το υπερπλεόνασμα, που για φέτος μπορεί και να ξεπεράσει το 4%, και να εκτιναχθεί στο 4,6% την επόμενη χρονιά.
Στο μεταξύ, και αυτή ακόμα η «συμφωνία εξόδου» από τα Μνημόνια προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2022 και 2,2% από εκεί και πέρα…
Η απάτη που έχει διαπραχθεί απέναντι στους Ελληνες ψηφοφόρους, επομένως, στο ζήτημα αυτό αποδεικνύεται βαθιά. Δεν πρόκειται για λογιστικό λάθος ή για επικοινωνιακή υπερβολή, αλλά για πλήρη και συνειδητή ανατροπή ενός κεντρικού προεκλογικού αφηγήματος, με μοναδικούς χαμένους την κοινωνία και την πραγματική οικονομία, και με κερδισμένο το κράτος-εισπράκτορα, που επιστρέφει ψίχουλα από όσα αρπάζει…
Από τη στήλη «Ο κοριός» της «Δημοκρατίας»


