Η σύγκρουση, εν όψει των επόμενων εκλογών, δεν θα είναι απλώς κομματική και δεν παραπέμπει σε μια κλασική διαδικασία εναλλαγής εξουσίας
- Ανδρέας Καψαμπέλης
Στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αρέσει πολύ η λέξη «εκσυγχρονισμός». Τη χρησιμοποιεί σχεδόν εμμονικά και τη «φοράει» σαν παράσημο, έχοντας υιοθετήσει μάλιστα συνταγές και πρόσωπα του σημιτικού παρελθόντος. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όσο περισσότερο επαναλαμβάνεται τόσο πιο καθαρά φαίνεται ποιοι μένουν εκτός, διότι αυτού του είδους ο εκσυγχρονισμός έχει βιτρίνα, αλλά δεν έχει βάθος. Την ώρα που αυτοί μηρυκάζουν αδιάκοπα για «εκσυγχρονισμό», «μεταρρυθμίσεις» και «ψηφιακό άλμα», ένα ολόκληρο κομμάτι της κοινωνίας βιώνει μια διαρκή δοκιμασία χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας.
Αυτή η αντίθεση προκύπτει ανάγλυφα με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις και κινητοποιήσεις, που καθιστούν τον πρωτογενή τομέα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αγρότες, ελαιοπαραγωγοί, αλιείς ζουν μια πραγματικότητα που δεν χωρά σε δελτία Τύπου: υψηλό κόστος ενέργειας, πίεση από τις αγορές, ζημιές από τον καιρό, αβεβαιότητα για το αύριο. Αυτοί, όπως και άλλα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, δεν ζητούν αφηγήματα, αλλά πολιτική κάλυψη, η οποία όμως δεν φαίνεται…
Στο Μαξίμου, η εικόνα είναι διαφορετική – παρουσιάσεις, δείκτες, επενδυτικά stories, διαρκής αυτοεπιβεβαίωση. Η Ελλάδα «προχωρά», «αναβαθμίζεται», «αλλάζει επίπεδο». Μόνο που αυτή η Ελλάδα αποτελεί περισσότερο μια εικονική πραγματικότητα. Κυρίως στο εσωτερικό, η απόσταση μεγαλώνει, και όσο μεγαλώνει τόσο λιγότερο πείθει η ρητορική της επιτυχίας.
Η κυβερνητική αυτάρκεια και αυταρέσκεια έχουν εξελιχθεί σε μέθοδο. Ολα βαίνουν καλώς, όποιος διαφωνεί «γκρινιάζει», όποιος επιμένει στα προβλήματα «υπονομεύει». Την ίδια ώρα, η εγκατάλειψη της υπαίθρου παρουσιάζεται ως φυσική εξέλιξη και η αποδυνάμωση της παραγωγής ως αναγκαία προσαρμογή, χωρίς κανείς να αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη και χωρίς κανείς να βγαίνει από το προστατευμένο περιβάλλον της εικόνας και της προπαγάνδας.
Κι όμως, η πραγματικότητα δεν συγχωρεί… Χωριά αδειάζουν, παραγωγικές μονάδες ασφυκτιούν, νέοι φεύγουν γιατί δεν βλέπουν μέλλον. Γενικά, η Ελλάδα της δουλειάς και του μόχθου δεν ζητά χειροκρότημα, αλλά να μην αντιμετωπίζεται ως βάρος και να μην είναι αόρατη…
Πάντως, καταγράφεται μια αλλαγή τόνου. Οχι φυσικά στα υπουργικά γραφεία, αλλά χαμηλά, μέσα στην ίδια την κοινωνία, όπου οι διεργασίες πολλαπλασιάζονται. Εκεί όπου η πολιτική δεν παίζεται με σκηνοθεσία, δεν υπάρχουν φόντα, ούτε πρόβες «ενσυναίσθησης», η παρουσία δεν είναι επικοινωνιακή πατέντα, αλλά όρος καθημερινής επιβίωσης.
Από τη μια υπάρχει μια κυβέρνηση που μιλά μηχανικά και διαρκώς για το μέλλον, και αδυνατεί να κατανοήσει το παρόν. Μια κυβέρνηση που επικαλείται την «κανονικότητα» και διοικεί μια κοινωνία σε διαρκή κατάσταση επισφάλειας. Από την άλλη, μέσα στον κόπο και στη συλλογική εμπειρία, αναδύεται ως ώριμη η ανάγκη μιας πολιτικής πιο έτοιμης να αναμετρηθεί με το μέλλον, ακριβώς επειδή δεν αποστρέφει το βλέμμα από τη σημερινή πραγματικότητα…
Η σύγκρουση εν όψει των επόμενων εκλογών δεν θα είναι απλώς κομματική και δεν παραπέμπει σε μια κλασική διαδικασία εναλλαγής εξουσίας. Ολα δείχνουν ότι αυτό που έρχεται είναι μια πολύ πιο βαθιά σύγκρουση δύο διαφορετικών αντιλήψεων εξουσίας…
Από τη στήλη «Ο κοριός» της «Δημοκρατίας»


