Την ώρα που η ακρίβεια σαρώνει την αγορά, το υπουργείο Ανάπτυξης προτείνει στους καταναλωτές να φτιάχνουν το καλάθι τους στο (δύσχρηστο) ηλεκτρονικό Παρατηρητήριο Τιμών του υπουργείου (e-prices), αναζητώντας τις φθηνότερες τιμές. Με αυτόν το τρόπο μπορούν να έχουν όφελος στον οικογενειακό προϋπολογισμό από 450 έως 750 ευρώ τον χρόνο.
Παρότι θα ήταν λογικότερο να ελεγχθούν αυτοί που αισχροκερδούν, το αρμόδιο υπουργείο ρίχνει το μπαλάκι στους καταναλωτές, με τον Στ. Κομνηνό, γ.γ. Εμπορίου, να δηλώνει ότι «ο καταναλωτής είναι ρυθμιστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση των τιμών και τη συμπίεσή τους σε χαμηλότερο επίπεδο».
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας από το Παρατηρητήριο Τιμών στα 1.200 προϊόντα μαζικής κατανάλωσης (FMCG), τα οποία αντιπροσωπεύουν το 20% του καλαθιού της νοικοκυράς, προκύπτει ότι σε 382 επώνυμα προϊόντα, κοινά και στις έξι αλυσίδες (Carrefour, ΑΒ Βασιλόπουλος, Σκλαβενίτης, Βερόπουλος, Μασούτης, My Market), η διαφορά μεταξύ της φθηνότερης και της ακριβότερης αλυσίδας είναι 6%. Επιπλέον, στα 569 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας η διαφορά τιμής που προκύπτει είναι 11%.
Δηλαδή, αν ένας καταναλωτής αγοράσει μόνο επώνυμα προϊόντα αλλά επιλέξει τη φθηνότερη αλυσίδα, θα έχει όφελος 450 ευρώ ετησίως και, αν επιλέξει προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, το όφελος μπορεί να ξεπεράσει έως και τα 750 ευρώ τον χρόνο.
Το κέρδος δηλαδή προκύπτει όταν κάποιος επιλέξει τα φθηνά ανώνυμα προϊόντα, καθώς η απόκλιση των τιμών σε σχέση με τα επώνυμα φτάνει ακόμη και το 60%. Το μερίδιο των private label στο εγχώριο λιανεμπόριο αγγίζει το 15%, όταν σε αγορές όπως η Γερμανία είναι στο 60% και η διαφορά τιμής με τα επώνυμα είναι στο 30%.
Βέβαια, εκτός του ότι στη Γερμανία τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι πραγματικά φθηνά -εάν κάποιος τα συγκρίνει με ελληνική-, και η χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι διαδεδομένη στο σύνολο του πληθυσμού. Οχι όπως στη χώρα μας, που έρχεται τρίτη από το τέλος στην Ε.Ε. των 27 όσον αφορά τη χρήση Η/Υ.
Ξανθή Γούναρη


