Όλες οι μεγάλες αλλαγές που πέρασε η Ν.Δ. στα Εργασιακά

Από την κατάργηση του βασικού λόγου απόλυσης τον Αύγουστο του 2019 έως το 13ωρο! Τι ψήφισε στη Βουλή η κυβέρνηση Μητσοτάκη 

Από την κατάργηση του βασικού λόγου απόλυσης τον Αύγουστο του 2019 έως τη θέσπιση εργασίας 13 ωρών ημερησίως σε έναν εργοδότη, η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη ψήφισε τα τελευταία 6 χρόνια μια σειρά από δυσμενείς αλλαγές σε ό,τι αφορά τα Εργασιακά, κόντρα στην κοινή λογική που θέλει τη χώρα μετά την ονομαστική έξοδο από τα Μνημόνια να βελτιώνει το -ούτως ή άλλως προβληματικό- θεσμικό πλαίσιο για τις σχέσεις εργαζομένων – εργοδοτών.

  • Του Σπύρου Γεράρδη

Θα ήταν κανείς αδαής να πιστεύει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έβαζε στο επίκεντρο τα προβλήματα των εργαζομένων, ειδικά αν σκεφτεί ότι υπουργοποίησε τον Ιούλιο του 2019, και μάλιστα σε καίριο πόστο στο Μέγαρο Μαξίμου, τον Ακη Σκέρτσο, μέχρι τότε γενικό διευθυντή του ΣΕΒ. Και, πράγματι, το δίδυμο αυτό έδειξε αμέσως τις προθέσεις του, καθώς, πριν καλά καλά συμπληρωθεί ένας μήνας διακυβέρνησης, και στο πρώτο νομοσχέδιο που πέρασε η Ν.Δ. από τη Βουλή στις 9 Αυγούστου 2019, κατάργησε μία από τις λίγες ευνοϊκές προβλέψεις, τον βάσιμο λόγο απόλυσης. Ετσι, ο νόμος 4623 (άρθρο 117) και η εγκύκλιος που ακολούθησε εξάλειψαν την υποχρέωση του εργοδότη να αιτιολογεί πειστικά την απόλυση εργαζομένου βάσει συγκεκριμένων λόγων.

Ρεπό αντί για λεφτά

Το πρώτο μεγάλο χτύπημα ήρθε με τον νόμο 4808 του 2021, γνωστό και ως «νόμο Χατζηδάκη», ο οποίος ήρθε να νομιμοποιήσει διαφόρων ειδών παρανομίες στην αγορά εργασίας τα χρόνια της κρίσης, τις οποίες ανέχονταν οι εργαζόμενοι υπό τον φόβο της ανεργίας. Ετσι, η κυβέρνηση προχώρησε στην τυπική κατάργηση του 8ώρου στην πράξη μέσω της διευθέτησης του χρόνου εργασίας.

Ο νόμος επιτρέπει 10ωρη εργασία την ημέρα χωρίς πρόσθετη αμοιβή, αν αυτό «συμφωνηθεί ατομικά» με τον εργαζόμενο, με αντάλλαγμα ρεπό ή χρόνο ανάπαυσης στο μέλλον. Επιπλέον, προχώρησε σε σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος απεργίας και συνδικαλιστικής δράσης, καθώς εισήγαγε προϋποθέσεις ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για την κήρυξη απεργίας και αυστηρότερες ποινές για «παρεμπόδιση εργασίας» (π.χ., περιφρούρηση απεργίας). Το χειρότερο όλων ήταν ότι αύξησε τις 96 ώρες τον χρόνο για τις βιομηχανίες και τις 120 ώρες για τις υπηρεσίες σε 150 ώρες τον χρόνο νόμιμες υπερωρίες. Τέλος, αύξησε τους κλάδους στους οποίους επιτρέπεται η εργασία τις Κυριακές.

Ο Αδωνις στην υπηρεσία των εργοδοτών

Με πρόσχημα την ενσωμάτωση Κοινοτικής Οδηγίας, ο Αδωνις Γεωργιάδης πήρε τη σκυτάλη από τον κ. Χατζηδάκη το 2023 και με τον νόμο 5053 «απογείωσε» την ανάγκη μεγάλων εργοδοτικών συμφερόντων για ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας. Ετσι, θέσπισε αφενός μεν τη νόμιμη εργασία 13 ωρών ημερησίως σε δύο εργοδότες, βαφτίζοντας τη βαρβαρότητα «δικαίωμα», αφετέρου δε την εξαήμερη εργασία και τις συμβάσεις μηδενικών ωρών.

Η Κεραμέως το… τερμάτισε! Πώς φτάσαμε να είμαστε ο δεύτερος φτωχότερος λαός στην Ε.Ε.

Και αν την εργασία 13 ωρών ημερησίως σε δύο εργοδότες η κυβέρνηση μπορούσε να τη βαφτίσει διασταλτικά «δικαίωμα», η προπαγάνδα διαστρέβλωσης απογειώνεται με τον νόμο Κεραμέως, ο οποίος προβλέπει ότι μόνο εφόσον το ζητήσει ο εργαζόμενος θα μπορεί να εργάζεται 13 ώρες στον ίδιο εργοδότη. Η υπουργός Εργασίας επιμένει να λέει ότι αυτό είναι αίτημα των εργαζομένων, όπως αίτημα είναι και η κατάτμηση της ετήσιας άδειας αναψυχής ακόμη και σε 4 κομμάτια – γιατί ποιος, άραγε, θέλει να ξεκουραστεί;

Οι συνέπειες

Οι Ελληνες μισθωτοί βίωσαν με τον πιο σκληρό τρόπο τη μεταφορά στη χώρα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, που ξέσπασε το 2008, που μετατράπηκε σε κρίση χρέους για την Ελλάδα. Οι εργαζόμενοι ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στο στόχαστρο και με μια σειρά από δρακόντειους νόμους, μέχρι το 2012, είχε «ξηλωθεί» όλος ο πυρήνας του Εργατικού Δικαίου, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί μεταπολιτευτικά. Εκτός από τη βίαιη μείωση του κατώτατου μισθού το 2012 από τα 751 στα 586 ευρώ και τη θέσπιση του υποκατώτατου στα 490 ευρώ (μικτά πάντα) για τους νέους κάτω των 25 ετών, καταργήθηκε μία σειρά από πρόνοιες που αφορούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών μέσα από το πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Ταυτόχρονα, όμως, μειώθηκε δραστικά και η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, γεγονός που πιστοποιείται από διεθνείς οργανισμούς, με πρώτο από όλους τη Eurostat. Οπως αποκάλυψε προσφάτως ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Ιωάννης Τσουκαλάς, η Ελλάδα «βρίσκεται ακόμη στο μέσον της διαδρομής ή στο 1/3 της διαδρομής για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Θα χρειαστεί 15-20 χρόνια για να φτάσει στο επίπεδο αυτό», προσθέτοντας ότι αυτή τη στιγμή η χώρα μας βρίσκεται στο 70% του μέσου όρου της ευρωζώνης από πλευράς αγοραστικής δύναμης, ενώ πριν από την κρίση βρισκόταν στο 80%-85%.

Η ραγδαία μείωση είχε ως συνέπεια η χώρα μας να πέσει αρκετές θέσεις στην ευρωπαϊκή κατάταξη ή, για να το πούμε με απλά ελληνικά, να είμαστε πλέον ο δεύτερος φτωχότερος λαός στην Ε.Ε. και να θεωρείται πως με μαθηματική ακρίβεια θα φτάσουμε στον πάτο. Μάλιστα, σύμφωνα με προκαταρκτικές εκτιμήσεις, αυτό έχει ήδη συμβεί στο δεύτερο εξάμηνο του 2025, αλλά τα τελικά στοιχεία θα δημοσιευθούν τον επόμενο χρόνο.
Πράγματι, στις 27 Μαρτίου 2025, η Eurostat δημοσίευσε τα στοιχεία του 2024 για την αγοραστική δύναμη στις 27 χώρες της Ε.Ε. και, σύμφωνα με αυτά, το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε μονάδες αγοραστικής δύναμης αυξήθηκε στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε., από 69% το 2023 και 64% το 2021. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να ανεβάσει τη χώρα στην κατάταξη των 27 χωρών της Ε.Ε., αφήνοντάς την στην προτελευταία θέση, 30% χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία, που με 66% ήρθε τελευταία.

Αν πάει κανείς λίγο πιο πίσω, τα δεδομένα προκαλούν μεγαλύτερη ανησυχία: η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, διαμορφώθηκε το 2023 στο 69% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, από 67% το 2022 και 66% το 2019, όταν στην «καρδιά» των Μνημονίων βρισκόταν στο 71% (2013-2014). Δηλαδή, από το 2019 αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες.

Ωστόσο, η γειτονική Βουλγαρία από το 55% το 2019 έφτασε το 2022 στο 62% και το 2023 στο 64%, δηλαδή η ανοδική πορεία που ακολούθησε σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης των πολιτών είναι πολύ πιο ισχυρή από την ελληνική, φτάνοντας τις 9 μονάδες. Με αυτόν τον ρυθμό, η Βουλγαρία απειλεί ευθέως να ρίξει τη χώρα μας στην τελευταία θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης, ακόμα και αν η Ελλάδα συνεχίσει να αυξάνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Τελικά, είμαστε ή δεν είμαστε οι τεμπέληδες της Ευρώπης;

Για να δικαιολογηθούν τα βάρβαρα μέτρα που επέβαλαν οι πιστώτριες χώρες στην Ελλάδα στα μάτια της κοινής γνώμης των δικών τους χωρών, καλλιεργήθηκε σκόπιμα ο μύθος του τεμπέλη υπανάπτυκτου σκουρόχρωμου, που σπαταλά τον χρόνο του πίνοντας ούζο – ποιος ξεχνά, εξάλλου, τα κατάπτυστα πρωτοσέλιδα της γερμανικής «Bild» ή τις απαράδεκτες δηλώσεις Ολλανδών αξιωματούχων;

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, όπως πιστοποιείται τόσο από τη Eurostat όσο και από τον ΟΟΣΑ, που επιβεβαιώνουν ότι οι Ελληνες εργάζονται περισσότερο από όλους στην Ευρώπη – και όχι μόνο.

Η Eurostat

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή, οι Ελληνες εργάστηκαν τις περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως στην Ε.Ε. το 2024. Συγκεκριμένα, οι πραγματικές εβδομαδιαίες ώρες εργασίας για εργαζομένους πλήρους και μερικής απασχόλησης ηλικίας 20-64 ετών στην Ε.Ε., στην κύρια εργασία τους, ήταν κατά μέσον όρο 36, από 37 ώρες το 2014. Το 2024, οι μεγαλύτερες εβδομάδες εργασίας καταγράφηκαν στην Ελλάδα (39,8 ώρες), στη Βουλγαρία (39,0), στην Πολωνία (38,9) και τη Ρουμανία (38,8). Αντίθετα, η Ολλανδία είχε την πιο σύντομη εβδομάδα εργασίας (32,1 ώρες).

Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τη Eurostat, για το 2ο τρίμηνο του 2025, ένας στους πέντε εργαζομένους στη χώρα μας απασχολείται περισσότερες από 45 ώρες την εβδομάδα, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην πρώτη θέση ως προς τον χρόνο εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σχεδόν το 21% των Ελλήνων εργαζομένων ηλικίας μεταξύ 20 και 64 ετών απασχολείται σε έναν ή σε περισσότερους εργοδότες, τουλάχιστον 45 ώρες εβδομαδιαίως, ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που δεν υπερβαίνει το 10,8%.

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2022, οι Ελληνες εργαζόμενοι παραμένουν στην κορυφή με 1.886 ώρες εργασίας ετησίως, ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 1.571 ώρες εργασίας ετησίως.

Σωματική και ψυχική εξουθένωση με καταστροφικές συνέπειες

Ο συνδυασμός ατελείωτης εργασίας και… άδειου πορτοφολιού έχει τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται τόσο από έρευνες γνώμης όσο και από απτά στοιχεία. Οποιος θεωρεί ότι το συνεχές «ξεχείλωμα» του 8ώρου, που έφτασε αισίως το 13ωρο, και το γεγονός ότι ο μισθός τελειώνει στις 20 κάθε μήνα δεν σχετίζονται με τη δημογραφική κατάρρευση της χώρας είναι μάλλον τυφλωμένος από ιδεολογικές εμμονές.

Ερευνα του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις αρχές του μήνα, κατέδειξε πως περισσότεροι από 1 στους 2 (το 55%) βιώνει burn out. Επιπλέον, η έρευνα κατέγραψε αυξημένα ποσοστά για μια σειρά από συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη. Ετσι, το 44% των συμμετεχόντων (από 35% το 2021) αισθάνεται μελαγχολία και το 47% (από 35% το 2021) απαισιοδοξία για το μέλλον, ενώ το 4% (από 2% το 2023) έχει σκεφτεί έντονα να δώσει τέλος στη ζωή του.

Εργατικά ατυχήματα

Την ίδια στιγμή, παρατηρείται έξαρση των εργατικών ατυχημάτων. Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων Τεχνικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΟΣΕΤΕΕ), το 2023 καταγράφηκαν 179 θάνατοι σε εργασιακούς χώρους. Το 2024, ο αριθμός των θυμάτων μειώθηκε κατά 30 άτομα. Ωστόσο, παρέμεινε σε επίπεδα αισθητά υψηλότερα σε σύγκριση με το 2022. Ομως, το 2025 ο φόρος αίματος είναι ακόμη πιο βαρύς, καθώς μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου είχαν ήδη καταγραφεί 164 νεκροί στην Ελλάδα εν ώρα εργασίας!







Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων







spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ