Υπάρχει μια παγκόσμια πρωτοτυπία που μόνο η Ελλάδα και η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέτυχε: Πανεπιστήμια χωρίς προγράμματα σπουδών. Ή μάλλον, πανεπιστήμια που αρνούνται πεισματικά να ανακοινώσουν τι ακριβώς θα διδάξουν, πώς θα το διδάξουν, ποιοι θα το διδάξουν, αλλά έχουν πολύ ξεκάθαρη ιδέα για το πόσα χρήματα θα χρεώσουν.
Δοκιμάστε να αναζητήσετε πληροφορίες για τη φοίτηση σε ένα ελληνικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Θα αντιμετωπίσετε ένα φαινόμενο που δεν συναντάται πουθενά αλλού στον δυτικό κόσμο: την απόλυτη έλλειψη διαφάνειας. Ποιοι διδάσκουν; Άγνωστο. Ποια είναι τα βιογραφικά τους; Μυστικό. Τι βιβλιογραφία περιλαμβάνουν τα μαθήματα; Δεν αναγράφεται. Πώς γίνονται οι εξετάσεις; «Επικοινωνήστε μαζί μας». Ποιος είναι ο κανονισμός σπουδών; Υπάρχει βιβλιοθήκη; Προγράμματα ανταλλαγών; Πολιτικές ποιότητας; Για όλα αυτά, η τυπική απάντηση είναι μία: «Επικοινωνήστε μαζί μας».
Η εισαγωγή των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα έγινε με τρόπο που περισσότερο θυμίζει εμπορική πράξη παρά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρακάμπτοντας το συνταγματικό πλαίσιο που ρητά επιτρέπει μόνο τη λειτουργία δημόσιων, μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, έσπευσε να ανοίξει τον δρόμο για τα λεγόμενα «μη κρατικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα». Στην πράξη, όμως, αυτά λειτουργούν με όρους αγοράς, με ελάχιστο έλεγχο και χωρίς καμία πραγματική διασφάλιση ακαδημαϊκής ποιότητας.
Η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ επιχειρήθηκε μέσα από ένα νομοθετικό τέχνασμα, προκειμένου να παρακαμφθεί το άρθρο 16 του Συντάγματος. Αντί για αναθεώρηση, επελέγη η «ερμηνευτική προσαρμογή» του πλαισίου ώστε να επιτραπούν ιδρύματα που στην ουσία είναι ιδιωτικές εταιρείες με πανεπιστημιακή βιτρίνα. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίστηκε από προχειρότητα, χωρίς ουσιαστική δημόσια διαβούλευση, και με ένα υπουργείο Παιδείας που λειτούργησε περισσότερο ως διεκπεραιωτής επιχειρηματικών αιτημάτων παρά ως θεματοφύλακας της εκπαιδευτικής αξιοπιστίας.
Εκεί όπου η ενημέρωση είναι πλήρης, είναι φυσικά στα δίδακτρα. Οι τιμές κυμαίνονται από 7.900 έως 10.900 ευρώ ετησίως, ενώ για ορισμένα τμήματα, όπως η Ιατρική, η τιμή απλώς «δεν αναγράφεται». Ο ενδιαφερόμενος καλείται να επικοινωνήσει με το ίδρυμα — πιθανώς για να μάθει το «πακέτο» που του ταιριάζει.
Η λογική αυτή μετατρέπει τη γνώση σε εμπόρευμα, την πανεπιστημιακή ιδιότητα σε status και τον φοιτητή σε πελάτη. Πρόκειται για ένα μοντέλο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης.


