Η 30ή Ιουλίου κάθε έτους φέρνει στον νου μια μεγάλη ευκαιρία, που στερήθηκε η Ελλάδα: Να έχει ηγέτη αντάξιο της Ιστορίας, του λαού και του πολιτισμού της. 30η Ιουλίου 1920 δολοφονήθηκε από βενιζελικούς παρακρατικούς ο Ιων Δραγούμης, ο πολιτικός, λογοτέχνης και στοχαστής, που θα μπορούσε να είχε βοηθήσει το έθνος μας να βαδίσει στον προορισμό του.
Η μονογραφία του «Μεγάλη Ιδέα», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1908, αρχίζει με τις ακόλουθες διαχρονικής ισχύος διαπιστώσεις:
«Ὅταν καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις ἔπεσε, τὸ Ἔθνος εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἀπέμεινε πλέον καμμία δύναμις καὶ καμμία εὐτυχία, ἐφάνη καταδικασμένον ν’ ἀποθάνῃ ὑπὸ τὴν ἐσχάτην δουλείαν. Αλλὰ τὸ ἔθνος δὲν ἀπέθανε. Ὅταν ὅλα τὰ ἔχασε, μόνον, χάρις εἰς τὴν θρησκείαν του, ποὺ ὑποβάλλει τὴν ἰδέαν τῆς ἀναστάσεως, ἐδημιούργησε δι’ ἑαυτὸ μίαν δύναμιν, ἕνα Ἰδανικόν, τὴν Μεγάλην του Ἰδέαν. Ἐπίστευσεν ὅτι θὰ ἔλθῃ πάλιν ἡμέρα ποὺ θ’ ἀναστηθῇ ἀπὸ τὸν τάφον τῆς δουλείας καὶ ἑνωμένο πάλιν θ’ ἀποτελέση κράτος εὔμορφο καὶ δυνατό.
Ὁ εὐγενὴς Λαός, ποὺ καὶ τώρα ἀκόμη μετὰ τόσους αἰῶνας ἔχει κακὴν ἡμέραν τὴν Τρίτην, τὴν ἡμέραν ποὺ ἡ βασιλεύουσα ἔπεσε, ἦσθάνθη μέχρι θανάτου, ήσθάνθη σὰν προφήτης τότε καὶ σὰν προφήτης εἶπε σὲ ἔνδοξη εἰκόνα εἰς τὴν ἀνάκτησιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν Μεγάλην Ἰδέαν.
Γενεαὶ γενεῶν, ἐλευθέρων καὶ δούλων οἰκοκυραίων καὶ πολεμαρχῶν, ἐμπόρων καὶ σοφῶν, ἡρώων καὶ μαρτύρων, ἐπὶ αἰῶνας ἐπίστευσαν σὰν δόγμα τοῦ Ἔθνους τὴν Ἐλπίδα καὶ τώρα ἀκόμη αὐτὴ εἶνε ποὺ σπαράζει μές τὴν ψυχὴ καὶ τοῦ πλέον πεπωρωμένου Ἕλληνος, ὅταν ἄλλος ἐξ ἄλλου χειροκροτῇ τὸν ἄσημον χωρικόν, ἀλλὰ ὁ ὁποῖος ἀγωνιζόμενος μὲ ξένους νικᾷ ἔστω καὶ εἰρηνικὸν ἀγῶνα.
Αλλὰ ἐσχάτως ἐπεράσαμε κακομοιριασμένη ἐποχή. Ξένοι ἄνθρωποι εἶδαν εἰρωνικά, σὰν ξένον ἔρωτα τοὺς πόθους τοῦ Ἔθνους καὶ ἀσυνειδήτως, ἀλλ᾽ ἀναξιοπρεπῶς τοὺς ἐμιμήθημεν πολλοί ἄγνοια καὶ ἡμιμάθεια ἔκαμαν ἄλλους ν’ ἀμφιβάλλωμεν φυσικὰ διὰ τὸ Ἔθνος, τὸ ὁποῖον δὲν γνωρίζομεν· κακίαι καὶ ἀτυχήματα τοῦ Ἐλευθέρου Κράτους, συνέπειαι ἄλλως τε τὰ πλεῖστα τῶν μικρῶν του μέσων καὶ τῶν μεγάλων του ὑποχρεώσεων, ἀπεγοήτευσαν ὅσους δὲν δύνανται νὰ σκεφθοὺν γενικώτερα· ἀνίκανοι ξένοι συγγραφείς, ποὺ ἀναμασσοῦν παλαιὰ σοφίσματα διὰ νὰ κάμουν θόρυβον, διέφθειραν τὴν ψυχὴν τῶν ἀνεπτυγμένων τῆς κοινωνίας μας, ἡ ὁποία ἀκόμη δὲν ἔχει ἀρκετὴν πεῖραν, ὥστε νὰ μὴ ξεπάζεται ἀπὸ αὐτά».