Οι εμπλεκόμενοι στη συμφωνία για τους δασμούς μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποκρύπτουν τις πικρές αλήθειες της
Από σήμερα, 1η Αυγούστου, θα αρχίσουν να ισχύουν οι τελωνειακοί δασμοί στα προϊόντα που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και από σχεδόν όλες τις περιοχές του κόσμου, είτε υπέγραψαν είτε όχι συμφωνίες με την Ουάσινγκτον.
- Παρίσι, Μαρία Δεναξά
Η ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προκάλεσε μια αρκετά έντονη συζήτηση όλες αυτές τις ημέρες μεταξύ πολιτικών και αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπου οι εμπλεκόμενοι αποκρύπτουν την πραγματικότητα και τις πικρές αλήθειες, που οι συνέπειές τους, αργά ή γρήγορα, θα γίνουν ορατές.
Εξ ου και το απίστευτο νομικό, οικονομικό και πολιτικό αλαλούμ που έχει προκληθεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Επί της ουσίας, αυτή η άνιση και ταπεινωτική τελωνειακή συμφωνία έχει καταστεί κυρίως ένα πολιτικό εργαλείο, το οποίο κάθε ενδιαφερόμενος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει προς όφελός του. Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι λένε ψέματα: άλλοι ενσυνείδητα κι άλλοι ασυνείδητα. Ολοι όμως βράζουν στο ίδιο καζάνι. Ο Ντόναλντ Τραμπ, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, οι πολιτικές ηγεσίες, ακόμα και οι επικεφαλής των επιχειρήσεων.
«Ακατανόητη»
Σε ό,τι αφορά τους Ευρωπαίους, δίνουν την αίσθηση πως πρόκειται για μια εμπορική συμφωνία που κανείς δεν καταλαβαίνει, σχεδόν κανείς δεν υπερασπίζεται, αλλά όλοι προσπαθούν να καρπωθούν επικοινωνιακά όποια οφέλη της. Με λίγα λόγια, αυτό είναι ο ορισμός του πολιτικού και επιχειρηματικού σουρεαλισμού και του παραλογισμού με ευρωπαϊκή σφραγίδα, καθώς η συμφωνία αυτή περιβάλλεται από νομική, οικονομική και χρηματοπιστωτική ασάφεια. Ο Ντόναλντ Τραμπ την παρουσιάζει ως μια τεράστια επιτυχία για τους Ευρωπαίους. Αυτό είναι ψέμα. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τη σερβίρει ως αναγκαίο κακό, λέγοντας πως τη διαπραγματεύτηκε για να αποφευχθεί το χειρότερο.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πληθαίνουν τις επικρίσεις και οι επιχειρηματίες κάνουν λογαριασμούς που δεν τους βγαίνουν… Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν γνωρίζει το ακριβές περιεχόμενο της συμφωνίας. Πέρα από την αρχή του πρόσθετου 15% στους δασμούς, κανείς δεν ξέρει ξεκάθαρα σε τι ακριβώς εφαρμόζεται, παρά όσα ακούστηκαν αρχικά. Τα ερωτήματα είναι αν θα υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, αν χρειάζεται η έγκριση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ομόφωνα ή με ειδική πλειοψηφία κ.λπ. Νομικά, πάντως, όλα φαντάζουν σαν τοπίο στην ομίχλη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η κυρία Φον ντερ Λάιεν είχε εντολή για τη διαπραγμάτευση από τους 27 αρχηγούς των κρατών και κυβερνήσεων, αλλά κανείς δεν γνωρίζει αν τήρησε τις «κόκκινες» γραμμές της εντολής ή όχι.
Ωστόσο, η πραγματική ευθύνη για το φιάσκο (αν είναι φιάσκο) βαραίνει πέρα από την Ούρσουλα και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ενα δεύτερο σημείο που προκαλεί προβληματισμό είναι πως η συμφωνία περιβάλλεται από μεγάλη πολιτική ασάφεια, γιατί τα 27 κράτη-μέλη δεν συμφωνούν ούτε στους στόχους της, αλλά ούτε και στα αποτελέσματά της.
Ανακούφιση
Η Γερμανία, για παράδειγμα, νιώθει ανακούφιση επειδή βλέπει τους δασμούς στα εξαγόμενα αυτοκίνητά της να μειώνονται σχεδόν στο μισό και η αυτοκινητοβιομηχανία είναι ζωτικής σημασίας για εκείνη. Η Ιταλία και η Ισπανία δεν διαμαρτύρονται. Η Γαλλία, όμως, όπως και η Ελλάδα, θα υποφέρει περισσότερο, γιατί έχει αναλογικά πολλές μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν τα μέσα να αμυνθούν. Επιπλέον, με τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως επικεφαλής, οι δυο χώρες υστερούν πολιτικά έναντι της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας κι επίσης -περισσότερο η Ελλάδα και λιγότερο η Γαλλία, με τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα- υστερούν σε οικονομική ισχύ.
Η Ευρώπη διαθέτει μεν μια αγορά 450 εκατομμυρίων καταναλωτών, αλλά αυτή η αγορά τα τελευταία χρόνια δεν αναπτύσσεται και ειδικά η κατανάλωση σε κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα και η Γαλλία έχει φρενάρει, σε σχέση με την κατανάλωση στις ΗΠΑ. Αρα πολλοί προμηθευτές έχουν συμφέρον να μπουν στην αμερικανική αγορά, γιατί η ανάπτυξη εκεί είναι πολύ ταχύτερη κι ο Τραμπ το γνωρίζει. Οπότε επιβάλλει τελωνειακό φόρο εισόδου των προϊόντων 15%. Αυτό είναι απολύτως θεμιτό, αν κι όχι ιδιαίτερα συμφέρον για τους Ευρωπαίους.
Ε.Ε.: Απουσία πολιτικού θάρρους για… αντεπίθεση!
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι αλλού: Η απουσία πολιτικού θάρρους. Η συμφωνία θέτει σοβαρά ερωτήματα για το τι μπορούν να κάνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αρκετοί Ευρωπαίοι πολιτικοί επιρρίπτουν ευθύνες στις Βρυξέλλες και θεωρούν ότι η Φον ντερ Λάιεν δεν έκανε και δεν κάνει σωστά τη δουλειά της… αλλά αυτό δεν είναι αποτελεσματικό. Η Ευρώπη θα μπορούσε να αντεπιτεθεί, επιβάλλοντας κυρώσεις σε εισαγωγές υπηρεσιών, κυρίως λογισμικών, όπως προτείνουν Γάλλοι πολιτικοί.
Αυτό όμως θα ήταν αυτοχειρία. Η Ε.Ε δεν μπορεί αύριο να στερηθεί τα ψηφιακά προϊόντα, γιατί θα έρθει αντιμέτωπη με παραγωγική στασιμότητα, τεχνολογική εξάρτηση και μακροχρόνια απώλεια ανταγωνιστικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μόνη λύση είναι να αναπτυχθεί ένα οικονομικό μοντέλο που θα βασίζεται στην κατανάλωση και την προσφορά καινοτόμων προϊόντων.
Κάτι τέτοιο απαιτεί πολλές επενδύσεις και συνοχή στη βιομηχανική πολιτική, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εν ολίγοις, πρέπει να ξεσκονιστεί η έκθεση Ντράγκι, που πριν από έναν χρόνο χαιρετίστηκε ως η πιο ευφυής ανάλυση της κατάστασης, αλλά έμεινε στο ράφι. Για πολλές ευρωπαϊκές χώρες αυτό σημαίνει ριζικά διαφορετικές δημοσιονομικές επιλογές, ειδικά όσον αφορά το κοινωνικό μοντέλο, γιατί η οικονομία και η κατανάλωση χρειάζονται βιομηχανικές επενδύσεις και ισχυρή αγοραστική δύναμη.