Ο ταπεινός νεωκόρος της Αγίας Σοφίας που έγραψε τον «Ακάθιστο Ύμνο» και άλλαξε για πάντα την εκκλησιαστική ποίηση
Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός γεννήθηκε γύρω στο 490 στη Δαμασκό και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη περίπου το 556. Προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια και βαπτίστηκε χριστιανός σε νεαρή ηλικία. Υπηρέτησε ως διάκονος στη Βηρυτό και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε νεωκόρος στην Αγία Σοφία. Εκεί αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του Θεού, ζώντας με ταπεινότητα και προσευχή.
Η ζωή του Ρωμανού του Μελωδού
Η κύρια πηγή για τις πληροφορίες για τη ζωή του Ρωμανού προέρχονται από τα Μηναία. Πέρα από αυτά το όνομά του αναφέρεται μόνο από δύο άλλες αρχαίες πηγές. Η μία είναι ο ποιητής του 8ου αιώνα Άγιος Γερμανός, και η άλλη η Σούδα, όπου αποκαλείται «Ρωμανός ο μελωδός». Από αυτές τις λίγες πληροφορίες μαθαίνουμε ότι γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια είτε στην Χομς είτε στη Δαμασκό, στη Συρία. Βαπτίστηκε ως νέο παιδί (αν και αν οι γονείς του επίσης προσηλυτίστηκαν δεν είναι γνωστό). Έχοντας μετακομίσει στη Βηρυτό, χειροτονήθηκε διάκονος στην Εκκλησία της Αναστάσεως εκεί.
Αργότερα μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αναστάσιου. Εκεί υπηρέτησε ως νεωκόρος στην Αγία Σοφία, διαμένοντας μέχρι το τέλος της ζωής του στο Μοναστήρι της Θεοτόκου «εις τα Κύρου», όπου θάφτηκε δίπλα στον απόστολο Άγιο Ανανία.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, ο Ρωμανός δεν θεωρούταν στην αρχή ούτε ταλαντούχος Αναγνώστης ούτε ψάλτης. Ήταν όμως αγαπητός από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για τη μεγάλη του ταπεινότητα. Κάποτε, γύρω στο έτος 518, ενώ υπηρετούσε στην Εκκλησία της Παναγίας στις Βλαχέρνες, κατά τη διάρκεια της ολονυκτίας των Χριστουγέννων, ήταν να διαβάσει τους στίχους του καθίσματος από το Ψαλτήρι.
Το διάβασε τόσο άσχημα, που αναγκάστηκε να πάρει τη θέση του άλλος Αναγνώστης. Κάποιοι κατώτεροι κληρικοί γελοιοποίησαν τον Ρωμανό για το γεγονός, και έχοντας ταπεινωθεί έκατσε σε ένα από τα σκαλοπάτια του χοροστασίου. Καταβεβλημένος από την ανησυχία και τη λύπη, σύντομα αποκοιμήθηκε.
Το θαύμα της Παναγίας
Στον ύπνο του εμφανίστηκε η Θεοτόκος με μια περγαμηνή στο χέρι της. Τον πρόσταξε να φάει την περγαμηνή, και μόλις το έκανε, ξύπνησε. Έλαβε αμέσως την ευλογία από τον Πατριάρχη, ανέβηκε στον άμβωνα, και έψαλε αυθόρμητα χωρίς προετοιμασία το διάσημό του Κοντάκιο της Γέννησης «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει».
Ο αυτοκράτορας, ο πατριάρχης, οι ιερείς και το ποίμνιο εξεπλάγησαν από την βαθιά θεολογία του ύμνου και την καθαρή και μελωδική φωνή του Ρωμανού καθώς το έψαλε. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ήταν το πρώτο κοντάκιο που ψάλθηκε ποτέ. Η λέξη κοντάκιον αναφέρεται στην ξύλινη βάση στην οποία τυλίγεται ο πάπυρος, όπου και σημασία της εντολής της Θεοτόκου να καταπιεί την περγαμηνή, υποδηλώνοντας ότι οι συνθέσεις του θα ήταν από θεία έμπνευση. Η σκηνή της πρώτης αυτής εκτέλεσης του Ρωμανού απεικονίζεται συχνά στο κάτω μέρος των εικόνων της Αγίας Σκέπης.