Η κυβέρνηση προβλέπει σταθερή ανάπτυξη, αλλά η πραγματικότητα των νοικοκυριών και της αγοράς ακινήτων δείχνει το αντίθετο
Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο παρουσίασε τη Δευτέρα τη γνώμη του επί του νέου Προσχεδίου Προϋπολογισμού, που προβλέπει ανάπτυξη 2,2% για το 2025 και 2,4% για το 2026, καθώς και μείωση του δημόσιου χρέους κάτω από το 140% του ΑΕΠ, για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια.
Παρά τα εντυπωσιακά νούμερα που επικαλείται η κυβέρνηση, η πραγματική εικόνα της οικονομίας είναι πολύ πιο ασθενική, με τους πολίτες να ασφυκτιούν από τις υψηλές τιμές, τα στάσιμα εισοδήματα και το εκρηκτικό κόστος στέγασης.
Η ανάπτυξη «σε χαρτί» και η καθημερινότητα που πιέζει
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει ότι η ανάπτυξη των επόμενων ετών θα παραμείνει γύρω στο 2%, ρυθμός που θεωρείται χαμηλός για μια οικονομία που προσπαθεί να καλύψει τη ζημιά δεκαετιών. Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός έστω κι αν υποχωρήσει στο 3% το 2025 και 2,2% το 2026, εξακολουθεί να «τρώει» την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η πραγματική οικονομία δείχνει στάσιμη: οι τιμές στα βασικά αγαθά και στην ενέργεια παραμένουν ψηλά, οι μισθοί αυξάνονται ελάχιστα, ενώ η φορολογική πίεση δεν υποχωρεί ουσιαστικά, παρά τις εξαγγελίες περί μεταρρυθμίσεων.
Το μεγάλο αγκάθι: Στεγαστική Κρίση
Το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι τα δημοσιονομικά πλεονάσματα αλλά η αδυναμία των Ελλήνων να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν κατοικία. Οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, οδηγώντας χιλιάδες νέους και οικογένειες σε οικονομικό αδιέξοδο.
Η συνεχιζόμενη άνοδος των ενοικίων, η περιορισμένη προσφορά και η είσοδος ξένων επενδυτών και βραχυχρόνιων μισθώσεων έχουν καταστήσει την αγορά ακινήτων απρόσιτη για την πλειονότητα των πολιτών. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για προγράμματα φθηνής στέγασης ή επιδοτήσεων παραμένουν ανεπαρκείς μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος.
Πλεονάσματα χωρίς προοπτική
Σύμφωνα με το Προσχέδιο, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται στο 3,6% του ΑΕΠ για το 2025 και στο 2,8% το 2026, ενώ το συνολικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης θα είναι σχεδόν ισοσκελισμένο. Πίσω από τους αριθμούς, όμως, κρύβεται μια πραγματικότητα περιορισμένης ανάπτυξης και συρρικνωμένης κατανάλωσης.
Η προσπάθεια επίτευξης υψηλών πλεονασμάτων σημαίνει συγκράτηση δαπανών, δηλαδή λιγότερους πόρους για κοινωνική πολιτική, δημόσιες επενδύσεις και ανακούφιση των ασθενέστερων. Η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε μια πολιτική λιτότητας «διαρκείας», που αποδυναμώνει τη μεσαία τάξη και εντείνει τις ανισότητες.
Αβεβαιότητες και εξωτερικοί κίνδυνοι
Το ίδιο το Δημοσιονομικό Συμβούλιο αναγνωρίζει σημαντικούς κινδύνους:
οι γεωπολιτικές εντάσεις και η αστάθεια στην Ευρώπη
η πιθανή υποαπόδοση του τουρισμού
οι καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων
και κυρίως, οι επίμονες πληθωριστικές πιέσεις που πλήττουν δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προβλεπόμενη «σταθερότητα» μοιάζει περισσότερο με στασιμότητα: μια οικονομία που δεν καταρρέει, αλλά ούτε αναπτύσσεται αρκετά για να προσφέρει προοπτική στους πολίτες της.
Η ουσία πίσω από τα νούμερα
Παρά την πρόοδο στη μείωση του χρέους, η ελληνική κοινωνία παραμένει αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα ασφυκτική. Η νεολαία αδυνατεί να ανεξαρτητοποιηθεί, η ιδιοκατοίκηση γίνεται προνόμιο, και η ανισότητα βαθαίνει.
Η κυβέρνηση επικαλείται πλεονάσματα και προβλέψεις, όμως η ανάπτυξη των στατιστικών δεν μεταφράζεται σε βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Χωρίς ουσιαστική πολιτική για το κόστος στέγης, τις τιμές και τους μισθούς, η «ανάπτυξη» των 2,2% και 2,4% μένει γράμμα κενό, ένα ακόμα νούμερο σε ένα προϋπολογισμό που δείχνει υγιής μόνο στα χαρτιά.