Η ΕΣΗΕΑ… πήρε το όπλο της. Τη σαφή της θέση κατά των συνταξιούχων αστυνομικών που το τελευταίο διάστημα φιγουράρουν σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές καταθέτοντας ρεπορτάζ, πέρα από την προσωπική τους άποψη, εξέφρασε με ανακοίνωσή της η ΕΣΗΕΑ.
- Από τη Μαρία Ανδρέου
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, εκφράζοντας την έντονη ανησυχία του για το κλιμακούμενο φαινόμενο της σύγχυσης ρόλων στα μέσα ενημέρωσης, το οποίο αντίκειται στις αρχές της δεοντολογίας και της αντικειμενικής πληροφόρησης, απέστειλε στους διευθυντές ειδήσεων και ενημέρωσης των τηλεοπτικών σταθμών την ακόλουθη επιστολή:
«Αγαπητοί συνάδελφοι,
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται, ολοένα και συχνότερα, συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι της Ελληνικής Αστυνομίας να εμφανίζονται σε ενημερωτικές εκπομπές σε ρόλο ρεπόρτερ. Η πρακτική αυτή μάς βρίσκει αντίθετους, καθώς είναι αντιδεοντολογική και παραπλανητική για το κοινό, μιας και δημιουργεί σύγχυση μεταξύ των ρόλων ενός εκάστου.
Αντιλαμβάνεστε πρώτα εσείς, ως μάχιμοι -επί δεκαετίες- ρεπόρτερ, ότι το να κρατά κάποιος ένα μικρόφωνο δεν τον καθιστά αυτομάτως ερευνητή ενός θέματος. Ο δημοσιογράφος έχει την υποχρέωση να αναζητά το γεγονός, να το διασταυρώνει και να ελέγχει τις πηγές του. Δεν πρόκειται για ζήτημα συντεχνιακό, αλλά θεσμικό και βαθιά δημοκρατικό. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τι θα σήμαινε αν, κάθε φορά που παραβιαζόταν ο εναέριος χώρος ή τα χωρικά ύδατα, εμφανιζόταν στην τηλεόραση ένας στρατιωτικός για να κάνει ρεπορτάζ ή σε περίπτωση ενός σημαντικού ιατρικού περιστατικού αν το παρουσίαζε ένας γιατρός. Τέλος, εάν τις εξελίξεις σε εκκλησιαστικά ζητήματα μετέδιδε εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας πού βρίσκεται τότε η αντικειμενικότητα;
Η ανάλυση ή η τοποθέτηση ενός θέματος -που φυσικά μπορεί να προέρχεται και από ειδικούς- είναι εντελώς διαφορετική από τη δημοσιογραφική κάλυψη και τη μετάδοση τεκμηριωμένων πληροφοριών» και συνεχίζει: «Η δημοσιογραφική δεοντολογία και η αρχή της πολυφωνίας στην ενημέρωση επιβάλλουν τη σαφή διάκριση των ρόλων. Η δημοσιογραφία αποτελεί εγγύηση για τη δημοκρατική και ελεύθερη λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης».
Κακά τα ψέματα, τα τελευταία χρόνια η ελληνική τηλεόραση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση που δεν περιορίζεται απλώς στη χαμηλή τηλεθέαση. Τα ποσοστά τηλεθέασης που καταγράφουν οι περισσότερες εκπομπές είναι σχεδόν μονοψήφια – σπάνια φτάνουν στο 15%. Πάνελ που σχολιάζουν τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια θέματα, συνεντεύξεις που μοιάζουν περισσότερο με φιλικές κουβέντες παρά με δημοσιογραφικές συζητήσεις και σχολιαστές που δεν είναι δημοσιογράφοι αλλά καλλιτέχνες, μοντέλα και συνταξιούχοι ντετέκτιβ και πάει λέγοντας είναι η βαρετή μας τηλεοπτική καθημερινότητα.
Σε διεθνές επίπεδο η τηλεόραση εξελίσσεται, πειραματίζεται με νέες φόρμες, δοκιμάζει διαφορετικά είδη και απευθύνεται σε κοινά με διαφορετικά ενδιαφέροντα. Στην Ελλάδα, όμως, η ποικιλία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν βλέπουμε ντοκιμαντέρ υψηλής παραγωγής -γιατί, άραγε, ένα πολύ αγαπητό τηλεοπτικό είδος-, δεν βλέπουμε ποιοτικά talk shows με ουσία και με καλεσμένους σύγχρονους φιλοσόφους, θεολόγους, βιολόγους, ποιητές, καθηγητές Πανεπιστημίου, συγγραφείς, οικολόγους και δεν βλέπουμε σειρές που να δοκιμάζουν διαφορετικά αφηγηματικά είδη.
Η τηλεόραση, αντί να καλλιεργεί και να ψυχαγωγεί σε βάθος, μοιάζει να περιορίζεται στο εύκολο, στο γρήγορο και κυρίως στο ανακυκλώσιμο. Και όμως, ο θεατής του σήμερα έχει περισσότερες απαιτήσεις από ποτέ: ζει στην εποχή του Netflix, του YouTube και των streaming υπηρεσιών, όπου η επιλογή είναι πλούσια και η ποιότητα συχνά ανώτερη. Τι θα κάνει, επιτέλους, η εγχώρια τηλεόραση; Θα ζει στο μικρόκοσμό της;


