Διαψεύδει σενάρια προσωπικών φιλοδοξιών και εξηγεί το ρήγμα με την κυβέρνηση Μητσοτάκη
Με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο παρενέβη ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο δημόσιο διάλογο, διαψεύδοντας τα σενάρια που τον θέλουν να επιδιώκει πρωθυπουργικό ρόλο μετά τις επόμενες εκλογές. Όπως ξεκαθαρίζει σε συνέντευξή του στο Κυριακάτικο Βήμα, «υποψήφιοι πρωθυπουργοί είναι οι αρχηγοί των κομμάτων, όχι εγώ».
Η παρέμβασή του έρχεται σε μια περίοδο έντονης πολιτικής πόλωσης, με το κλίμα να παραμένει βαρύ ενόψει της εκπνοής του 2025, καθώς στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων προστίθεται και η συνεχιζόμενη σύγκρουση κυβέρνησης και αγροτών, με φόντο τις εξελίξεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να αποσαφηνίσει τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, διαψεύδοντας ότι η κριτική του σχετίζεται με υποτιθέμενη αθέτηση δέσμευσης για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Όπως τονίζει, το χάσμα του με την κυβέρνηση είναι βαθύ και αφορά θεσμικά και πολιτικά ζητήματα ουσίας.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο κράτος δικαίου, σημειώνοντας ότι η αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος έχει καταστεί αναγκαία «μετά τις αλλεπάλληλες καταστρατηγήσεις του τόσο από την κυβέρνηση Τσίπρα εναντίον πολιτικών αντιπάλων όσο και από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υπέρ των ίδιων των μελών της». Με τη διατύπωση αυτή, ο Ευάγγελος Βενιζέλος τοποθετεί τις δύο κυβερνήσεις στο ίδιο θεσμικό κάδρο ως προς τον χειρισμό κρίσιμων ζητημάτων δικαιοσύνης.
Απαντώντας στις επικρίσεις που δέχεται για τη δημόσια στάση του, υποστηρίζει ότι η ενόχληση που προκαλεί δεν οφείλεται σε ανύπαρκτες προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά στο γεγονός ότι ασκεί, όπως λέει, το δικαίωμά του στον πολιτικό λόγο ως πολίτης. Παράλληλα, απορρίπτει το επιχείρημα ότι η κριτική του ξεκίνησε μετά την προεδρική εκλογή, επισημαίνοντας ότι οι θέσεις του σχετίζονται με τη συνολική πορεία της χώρας σε θέματα δημοκρατίας, κράτους δικαίου, εξωτερικής πολιτικής, κοινωνικής συνοχής και δημοσιονομικής συνείδησης.
Στο κοινωνικό πεδίο, επικαλείται στοιχεία της Eurostat, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί συνεκτική και συμπεριληπτική μια κοινωνία όταν η υποκειμενική φτώχεια φτάνει στο 67% και όταν κυριαρχεί η αίσθηση ανισότητας και διαφθοράς.