Ψάχνοντας την αλήθεια

Είναι γνωστό, ότι δύο ήταν τα μαστόρια της προπαγάνδας. Ο Γκαίμπελς και οι κομμουνιστές. Και ο μεν Γκάιμπελς εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο. Οι κομμουνιστές όμως παραμένουν ενωμένοι δυνατοί. Συνεχίζουν την προπαγάνδα τους με μέθοδο και επιστημονικότατα, που την καταπίνεις και λες «βάλε και λίγο ακόμα για τον δρόμο». Πώς γίνεται αυτό; Είπαμε, επιστημονικότατα. 

  • Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης

Δηλαδή, αγοράζεις ένα βιβλίο με θέμα τον συμμοριτοπόλεμο, που αυτοχαρα- κτηρίζεται «ιστορικό μυθιστόρημα», για να μάθεις κι’ εσύ ο αδαής, τι στο διάβολο έγινε εκείνη την περίοδο, που εσύ μεν δεν το ξέρεις, το ξέρει όμως άριστα ο σύντροφος Κουτσούμπας και οι περί αυτόν. 

Αρχίζεις λοιπόν το διάβασμα και μαθαίνεις ότι ο αδελφός σκότωσε τον αδελφό, και ο αδελφός, πριν πεθάνει, πρόλαβε και σκότωσε τον άλλο αδελφό, και η μάνα τους ντύθηκε στα μαύρα. Πάει λοιπόν η χαροκαμένη μάνα ν’ αγοράσει μαύρο φουστάνι και μαθαίνει από την καταστηματάρχισσα, ότι μόλις σκότωσε τον άντρα της, επειδή έμαθε ότι ήταν από τους «άλλους» και επομένως σήμερα είναι κλειστό το κατάστημα και δεν πουλάει. 

Ξεκινάει για το σπίτι η μάνα και βλέπει δυό πρώτα ξαδέλφια, ανίψια της, να έχουν πλακωθεί στις μπουνιές. «Τι είναι ρε παιδιά, γιατί πλακώνεστε;» «Άσε με ρε θειά να του φάω το συκώτι», φωνάζει ο ένας και ξαναορμάει. Μπαίνει στη μέση η θειά τρώει μερικές αδέσποτες και ο παρ’ ολίγο να χάσει το συκώτι του να φωνάζει: «Θεία με κρατάς, και κρατώντας με εμποδίζεις την λαϊκή πάλη ενάντια στην πλουτοκρατία και το κεφάλαιο». «Τι είναι αυτά που λες, ρε», αγριεύει η θεία και του κοπανάει μία με το τσόκαρο.

Και συνεχίζει το βιβλίο μ’ αυτό το στυλ, που ο αδερφός σήκωσε το όπλο κατά του αδερφού και μαυροφορέθηκε όλο το χωριό και άλλη φορά να προσέχουμε, διότι όποιος δεν προσέχει θα βάλουμε τον Τσάφο (αυτός ντε με την Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου και με την «τουρκική» Λέσβο) να του μάθει ιστορία, και άλλα ωραία.

Και τώρα εσύ ο αφελής διερωτάσαι. «Καλά ρε, και ποιος τα άρχισε όλα αυτά;» Και τότε αρχίζει ο δεύτερος γύρος. «Και ποιος είσαι συ, ρε φασίστα Χρυσαυγίτη, τσιράκι του Κασιδιάρη που ρωτάς; Και για να ρωτήσεις, να πας πρώτα να διαβάσεις ιστορία (του Βουρνά ή του Κορδάτου, βεβαίως βεβαίως) που οι μπάτσοι αιματοκύλησαν το ειρηνικό συλλαλητήριο της 3 Δεκέμβρη του 1944». Και αν τολμήσεις να ρωτήσεις «Και γιατί πήγαν οι σύντροφοι στο συλλαλητήριο με κρυμμένους κάτω από τα παλτά τους πυραύλους SS 300;», θα εισπράξεις την μήνη και την αιώνια κατακραυγή των «δημοκρατών».

Δυστυχώς έτσι είναι. Κυκλοφορούν βιβλία που απευθύνονται αφενός μεν σε αδαείς, αφετέρου δε σκοπεύουν στον συναισθηματισμό των αναγνωστών, πλασάροντας το ότι: «Όλοι φταίνε». 

Ε όχι, ρε σύντροφοι, δεν φταίνε όλοι. Βρήκατε τώρα μπόσικη την «μεγάλη δημοκρατική παράταξη» και λέτε ό,τι σας γουστάρει, επειδή ουδείς από αυτούς τους χαζοδεξιούς, τολμά να σας αντιμιλήσει; Βεβαίως και δεν έγιναν έτσι. Και για το ότι μαυροφορέθηκαν μάνες και αδελφές, και χάθηκαν ολόκληρα χωριά, φταίτε αποκλειστικός και μόνον εσείς. Η αλήθεια δεν παραγράφεται, όσα βιβλία και αν κυκλοφορήσετε.

Ένα θαυμάσιο μέσον  της προπαγάνδας  με πρωταγωνιστικό ρόλο είναι και οι φωτογραφίες.

Η γνωστή – άγνωστη του Διαδικτύου «Αμαλία», μας διηγείται την πονεμένη ιστορία μιας στημένης φωτογραφίας:

«Από χθες, όλα τα αριστερά ακκάου του Χ δημοσιεύουν την γνωστή φωτογραφία των Σοβιετικών στρατιωτών, που υψώνουν την κόκκινη παντιέρα στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου, με θριαμβευτικά σχόλια. Αμφιβάλλω όμως αν ξέρουν την πραγματική ιστορία της φωτογραφίας αυτής. Ας πάρουμε, λοιπόν, με την σειρά, τις αλήθειες και τα ψέματα.

Κατ’ αρχάς, η ημερομηνία ύψωσης της σημαίας είναι σωστή (30 Απριλίου), αλλά η φωτογραφία που δημοσιεύουν οι αριστεροί τραβήχτηκε στις 2 Μαΐου 1945. Όντως, λοιπόν, στις 11 το βράδυ της 30ης Απριλίου 1945, ένας Σοβιετικός στρατιώτης ύψωσε μια πρόχειρη κόκκινη σημαία στην κορυφή του Ράιχσταγκ, αλλά λόγω της απουσίας του επίσημου φωτογράφου του Στρατού, αλλά και του προχωρημένου της ώρας, δεν κατεγράφη φωτογραφικά η σκηνή.

Ποιος όμως ήταν ο πρώτος Σοβιετικός στρατιώτης, που ύψωσε την σημαία και θα έπρεπε να τιμηθεί με το παράσημο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης»; Σύμφωνα με την σοβιετική Ιστορία, ήταν ο Ρώσσος στρατιώτης Μιχαήλ Πετρόβιτς Μίνιν,  υποτίθεται μετά από σκληρή μάχη. Ψεύδος, με ρατσιστική εθνοφυλετική, θρησκευτική και πολιτική σκοπιμότητα!

Η ιστορική έρευνα απέδειξε ότι η πρώτη ύψωση της σημαίας έγινε από τον στρατιώτη Ραχιμζάν Κοσκαρμπάγιεφ. Αλλά, όπως προδίδει και το ονοματεπώνυμό του, δεν ανήκε στην κυρίαρχη εθνότητα της ΕΣΣΔ, δεν ήταν ο «Ρώσσος ήρωας» που έψαχνε ο Στάλιν. Είχε γεννηθεί στο Καζακστάν, άρα δεν ήταν Σλάβος, αλλά τουρανικής προελεύσεως και μουσουλμάνος. Έπειτα, πώς θα φαινόταν στο παγκόσμιο κοινό η είδηση, ότι ένας Ασιάτης είχε υψώσει πρώτος την σοβιετική σημαία στην καρδιά της Ευρώπης;

Επιπλέον, το 1937, ο πατέρας του είχε χαρακτηριστεί «εχθρός του λαού» και χάθηκε στα ΓκουλάγκΠώς θα μπορούσε να απονεμηθεί ο τίτλος του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης», στον γιό ενός «εχθρού του λαού»; Εν τέλει, η πράξη του αναγνωρίστηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και, το 1999, ο πρόεδρος του Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, του απένειμε, μετά θάνατον, τον τίτλο του «Ήρωα του λαού».

Ερχόμαστε τώρα στα της φωτογραφίας, που δεν έχει κανένα ηρωϊκό στοιχείο. Τραβήχτηκε στις 2 Μαΐου, όταν είχαν παραδοθεί οι Γερμανοί και είχαν παύσει οι εχθροπραξίες, εφόσον είχε γίνει γνωστή η αυτοκτονία του Χίτλερ. Η όλη σκηνοθεσία στήθηκε από τον επαγγελματία φωτογράφο του πρακτορείου TASS, Γεβγκένι (Εφραίμ) Χαλντέι, που είχε γεννηθεί στην Ουκρανία και ήταν εβραϊκής καταγωγής. Μάλιστα, το 1948, εξαιτίας της καταγωγής του, απολύθηκε, στα πλαίσια της «αντικοσμοπολίτικης» (αντιεβραϊκής) εκστρατείας του Στάλιν, αλλά επαναπροσλήφθηκε μετά τον θάνατό του «Πατερούλη».

Αυτός, λοιπόν, επέλεξε τυχαία τρεις στρατιώτες, έστησε το σκηνικό και τράβηξε την «ιστορική» φωτογραφία. Τα ονόματα των στρατιωτών που εμφανίζονται δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ επίσημα. Ε, δεν θα τους έκαναν και ήρωες! Στην συνέχεια, ανέλαβε την επεξεργασία της. Για να δώσει ηρωϊκή διάσταση (ότι δήθεν τραβήχτηκε εν ώρα μάχης…), ο Χαλντέι πρόσθεσε με μοντάζ πυκνό καπνό στην φωτογραφία και την παρέδωσε στον αρχισυντάκτη του πρακτορείου Τύπου TASS, Παλγκούνωφ.

Την συνέχεια διηγείται ο ίδιος ο Χαλντέι: «Όταν μπήκα στο γραφείο του, μου έδειξε μια μικρή εκδοχή της φωτογραφίας και με ρώτησε: “Τι είναι αυτό; Δεν προσέξατε ότι αυτός ο στρατιώτης έχει ρολόγια και στους δύο καρπούς του;”. Είπα ότι δεν το είχα προσέξει αυτό. Είπε: “Δεν μπορούμε να δημοσιεύσουμε τη φωτογραφία όπως είναι, αυτό είναι απόδειξη λεηλασίαςΈνας Σοβιετικός στρατιώτης δεν μπορεί να είναι λεηλάτης! Ξύστε ένα από τα ρολόγια στο αρνητικό”. Απάντησα: “Θα το κάνω”. Πήγα στο γραφείο του φωτογραφικού τμήματος, πήρα μια βελόνα κι έξυσα το ρολόι που είχε ο στρατιώτης στον αριστερό του καρπό”».

Τέλος, ακόμα και η έμπνευση για την φωτογραφία δεν ήταν των Σοβιετικών, αλλά προήλθε από την γνωστή φωτογραφία που είχε δημοσιευτεί στις ΗΠΑ (τρεις μήνες νωρίτερα) και απεικόνιζε 6 Αμερικανούς πεζοναύτες να υψώνουν την αστερόεσσα στην κορυφή του όρους Σουριμπάτσι, κατά τα τελικά στάδια της Μάχης της Ίβο Τζίμα».

Αυτά μας λέει η «Αμαλία»

Ο γνωστός μας Κλίντ Ίστγουντ, ως σκηνοθέτης αυτή τη φορά, γύρισε δύο ταινίες με τίτλο: «Οι σημαίες των προγόνων μας» η μία και η άλλη «Γράμματα από την Ίβο Τζίμα». Και μοι δύο έχουν για φόντο το νησί Ίβο Τζίμα, όπου έγιναν οι πλέον πολύνεκρες μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Ίβο Τζίμα είναι ηφαιστειογενές νησί που είναι κτήση της Ιαπωνίας, μέρος των Νήσων Βολκάνο. Βρίσκεται περίπου 1.200 χιλιόμετρα μακριά από το Τόκιο. Έχει έκταση 21 τετραγωνικά χιλιόμετρα και με την εξαίρεση του όρους Σουριμπάτσι, που έχει ύψος 169 μέτρα, έχει λίγα χαρακτηριστικά για ηφαιστειακό νησί, καθώς είναι επίπεδο. 

Το 1945 που έγιναν οι μάχες διέθετε δύο αεροδρόμια τα οποία όποιος τα κατείχε μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να κάνει το τελευταίο άλμα προς Ιαπωνία. Εξ’ ού και η μεγάλη στρατιωτική αξία

Στην «Καθημερινή» της 9-11-26, διαβάζουμε για την ταινία «Οι σημαίες των προγόνων μας»: 

Μια φωτογραφία που αποτυπώνει μια ιστορική στιγμή, αλλά σημαίνει πολύ περισσότερα, δίνει την αφορμή στον Κλιντ Ιστγουντ να γυρίσει μια ταινία με πολλά ερωτήματα και διαπιστώσεις, όχι μόνο για τον πόλεμο, αλλά και για τους μηχανισμούς που κινούνται γύρω από μια πολεμική σύγκρουση.

Οι «Σημαίες των προγόνων μας» δεν είναι απλώς ένα πολεμικό ή αντιπολεμικό δράμα, αλλά ένα πικρό σχόλιο για τις πολιτικές που κατασκευάζουν ήρωες για να χειραγωγήσουν τα πλήθη, καθώς και για τα σημάδια που αφήνει για δεκαετίες η ίδια η μάχη στους στρατιώτες.

Η κλασική φωτογραφία

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη μάχη της Ιβο Τζίμα, μια σκληρή και αιματηρή μάχη μεταξύ Αμερικανών και Ιαπώνων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο στρατηγικής σημασίας νησί συγκεντρώθηκαν οι μέγιστες δυνατές δυνάμεις των δύο χωρών και θυσιάστηκαν οι ζωές δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών.

Έξι από αυτούς βρέθηκαν στη θέση να γίνουν κατά λάθος ήρωες, όταν φωτογραφήθηκαν τη στιγμή που ύψωναν την αμερικανική σημαία στην ψηλότερη κορυφή του νησιού. Η πραγματική φωτογραφία του Τζο Ρόζενταλ αποτελεί ακόμη και σήμερα σύμβολο μαχητικότητας και κουράγιου. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική, όπως μαθαίνουμε από την ταινία, που βασίζεται στο βιβλίο του Τζέιμς Μπράντλεϊ, γιου ενός από τους στρατιώτες. Οι έξι ήρωες δεν ήταν οι πρώτοι που ύψωσαν τη σημαία, αλλά οι πρώτοι που φωτογραφήθηκαν. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την πολιτική ηγεσία να χρησιμοποιήσει όπως μπορούσε τη δύναμη και την απήχηση της φωτογραφίας. Πήρε τους τρεις επιζώντες και τους μετέτρεψε σε περιοδεύοντα θίασο, προκειμένου να συγκεντρώσει την οικονομική ενίσχυση των πολιτών. Κι εκείνοι, παρά τα ψυχολογικά τους τραύματα και τις τύψεις για την τύχη των συντρόφων τους, σύρθηκαν σε αυτό το θέαμα. Μια σκηνή δείχνει χαρακτηριστικά τον ευτελισμό του ηρωισμού τους, όταν σε ένα επίσημο γεύμα, τούς προσφέρεται γλυκό σε φόρμα που έχει το σχήμα τους τη στιγμή που υψώνουν τον ιστό. «Θέλετε σιρόπι φράουλας ή σοκολάτας;» ρωτάει ο σερβιτόρος, τη στιγμή που εκείνοι είναι βυθισμένοι στις τραγικές αναμνήσεις της μάχης.

Αν και -ανεξήγητο γιατί- ο Κλιντ Ιστγουντ είναι ρεπουμπλικανικών πολιτικών πεποιθήσεων, έκανε μια ταινία, που δεν έχει ίχνος «πατριωτικών» αναφορών. Δείχνει για ακόμη μια φορά την ωριμότητά του ως δημιουργός, με μια ταινία άψογα κινηματογραφημένη, γυρισμένη με σκέψη και ευαισθησία. Οι «Σημαίες των προγόνων μας», πρώτο μέρος του ζεύγους ταινιών του για τη μάχη της Ιβο Τζίμα (η ταινία με την ιαπωνική εκδοχή θα ακολουθήσει σύντομα) είναι μια σημαντική ταινία, γιατί συνεχίζει να στηρίζει τη μυθολογία ενός κινηματογραφικού είδους και της ιστορίας, τη στιγμή που την απογυμνώνει.

Εξ’ άλλου, επίσης στην «Καθημερινή» της 15-2-2007, διαβάζουμε για την ταινία «Γράμματα από την Ίβο Τζίμα»: 

Τα «Γράμματα από το Ιβο Τζίμα» είναι μια μελαγχολική ταινία, με την οποία ο Κλιντ Ιστγουντ συμπληρώνει ένα δίπτυχο για τον πόλεμο και τη μοίρα του στρατιώτη. Ένα δίπτυχο, που άνοιξε πριν από τρεις μήνες με τις αμερικανικές «Σημαίες των προγόνων μας» και ολοκληρώνεται σήμερα με τα γιαπωνέζικα «Γράμματα». Ο Ιστγουντ έφτιαξε δύο ταινίες για ένα πόλεμο και για όλα όσα έγιναν στην πολύνεκρη μάχη στο νησί Ιβο Τζίμα, με την ελπίδα να μην ξαναζήσει η ανθρωπότητα τέτοιες στιγμές. Δύο ταινίες για άνδρες που πολέμησαν με το δικό τους πολύ προσωπικό τρόπο, που τρόμαξαν σαν παιδιά και φοβήθηκαν σαν ήρωες πριν φύγουν για πάντα.

Τα «Γράμματα από το Ιβο Τζίμα» είναι ένα δράμα με περίβλημα πολεμικής ταινίας, επικεντρωμένο στις σκέψεις, τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες ανθρώπων με προδιαγεγραμμένο το τέλος τους. Αρχίζει σε μια κουκκίδα γης στη μέση του ωκεανού (στο ηφαιστειογενές νησί-φυλάκιο που παραπέμπει σε γκρίζο σύνορο δύο διαφορετικών κόσμων και πολιτισμών), περιγράφοντας τη ζωή σε συνθήκες ακραίου μιλιταρισμού. Συνεχίζεται με τις αλλαγές που φέρνει μαζί του ο νεοφερμένος φιλελεύθερος διοικητής της γιαπωνέζικης φρουράς και κορυφώνεται με τις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου σκιαγραφούνται με ρεαλισμό αληθινοί χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι σε Δύση και Ανατολή, δέσμιοι της μοίρας τους.

Ο Ιστγουντ, κατά την προσφιλή τακτική του, τοποθετεί στο κέντρο του δράματος έναν ήρωα που έχει τους δικούς του κανόνες ηθικής και ξεχωρίζει από το υπόλοιπο πλήθος. Τον στρατηγό Τανταμίτσι Κουριμπαγιάσι (υπαρκτό πρόσωπο, στις επιστολές του οποίου προς τη σύζυγό του βασίστηκε εν μέρει το σενάριο της Ιρις Γιαμασίτα), ο οποίος στάλθηκε στο νησί λίγο πριν από την απόβαση των Αμερικανών για να οργανώσει την άμυνά του. Ο Κουριμπαγιάσι, ένας πρώην στρατιωτικός ακόλουθος της Ιαπωνίας στις ΗΠΑ, συμπαθούσε την Αμερική και τον πολιτισμό της και μιλούσε με ενθουσιασμό για την τεχνολογική εξέλιξή της. Είναι μια αληθινή απόδειξη ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, παρά τις εξωτερικές διαφορές τους και άρα μπορούν να ζουν ειρηνικά. Μια άλλη ζωντανή απόδειξη είναι και ένας αξιωματικός, φίλος του Κουριμπαγιάσι, ο οποίος υπήρξε Ολυμπιονίκης στην ιππασία στους αγώνες του Λος Αντζελες. Τρίτη απόδειξη, καθώς κατεβαίνουμε την ιεραρχία, είναι ένας νεαρός φαντάρος, που σύρθηκε στον στρατό και το μόνο που θα ήθελε στη ζωή είναι να έβλεπε το πρόσωπο του αγέννητου παιδιού του.

Ο Ιστγουντ επιμένει σε ό,τι ενώνει τον μέσο, ανυποψίαστο και απληροφόρητο Αμερικανό με τον «εχθρό». Γι’ αυτό τον λόγο στον επίλογο θάβει, διά χειρός ενός ανώνυμου Αμερικανού φαντάρου, τον υποφώσκοντα φιλοαμερικανισμό μιας «γιαπωνέζικης» πολεμικής ταινίας. (Καθημερινή 15-2-2007).

Όταν ανακοινώθηκε η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κυκλοφόρησε μία φωτογραφία η οποία απεικόνιζε ένα πεζοναύτη, να φιλάει μία νοσοκόμα.

Στην ιστοσελίδα «Σαν σήμερα» διαβάζουμε ότι θρυλική ασπρόμαυρη φωτογραφία, που τράβηξε ο Αμερικανός φωτορεπόρτερ Άλφρεντ Άιζενστατ, στις 14 Αυγούστου 1945, κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών στη Νέα Υόρκη για την παράδοση της Ιαπωνίας και την ουσιαστική λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μέσα στον γενικό ενθουσιασμό, ένας ναύτης αρπάζει μια νοσοκόμα και της δίνει ένα παθιασμένο φιλί στην Τάιμς Σκουέαρ. Ο Αϊζενστατ τριγυρνώντας με τη φωτογραφική του μηχανή μάρκας Λέικα στους δρόμους της αμερικανικής μεγαλούπολης απαθανατίζει τη στιγμή. Η φωτογραφία, που τον έκανε διάσημο, θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Life. Όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα, εάν ο άνδρας δεν φορούσε μαύρα και η γυναίκα λευκά, δεν θα είχε τραβήξει ποτέ τη συγκεκριμένη φωτογραφία.

Ο Άιζενστατ, όπως ήταν φυσικό, δεν κράτησε τα ονόματα των πρωταγωνιστών της διάσημης φωτογραφίας του, με αποτέλεσμα πολλοί -άνδρες και γυναίκες- να διεκδικήσουν τη δόξα. Για τη γυναίκα ήταν σχετικά εύκολο να αποκαλυφθεί ότι ήταν η Γκρέτα Φρίντμαν, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, σε ηλικία 92 ετών. Την ημέρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία ήταν 21 ετών και εργαζόταν ως βοηθός οδοντιάτρου. Το 2012 αποκάλυψε ότι δεν είχε δει καν τον ναύτη προτού την αρπάξει στην αγκαλιά του.

Για τον ναύτη της φωτογραφίας υπήρξαν αμφισβητήσεις, καθώς το πρόσωπό του δεν φαίνεται καθαρά. Πολλοί διεκδίκησαν να είναι οι ναύτες της φωτογραφίας και μάλιστα κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να το πετύχουν δικαστικά. Ύστερα από διαμάχη ετών, σήμερα πιστεύεται ότι ήταν ο Τζορτζ Μεντόνσα, που βρίσκεται εν ζωή και τότε σε ηλικία 23 ετών υπηρετούσε τη θητεία του στο Ναυτικό και ήταν σε άδεια.

Θέλετε την συνέχεια; Εδώ και αρκετό καιρό αμφισβητείται η γνησιότητα της φωτογραφίας. Όχι ότι δεν είναι πραγματικά, αλλά ότι είναι στημένη.

Αδυνατώ να φανταστώ τι μπορεί να δούμε στην σημερινή εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Μπορεί να δούμε πράγματα που είναι αδιανόητο ότι μπορούν να συμβούν, όπως π.χ. ο Εμμανουέλ Μαρόν να χαστουκίζει δημοσίως την κυρία Μπριτζίτ Μακρόν ή τον κ. Κουτσούμπα να στέλνει φιλάκια στη κυρία Κωνσταντοπούλου ή τον κ. Άδωνη να χαριεντίζεται με τον κ. Πολάκη ή τον κύριο Τασούλα να παίρνει την σωστή στάση σε εορταστικές τελετές απέναντι από την σημαία ή όταν ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος ή τις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ να παίρνουν την κατηφόρα (αυτό βέβαια ξεπερνά κάθε φαντασία αλλά ποτέ δεν ξέρεις).

Μία ευχή μόνον: Παναγιά μου βόηθα.

Και τελειώνουμε με ακόμα μία φωτογραφία.

Ο Νικολάι Γεζώφ ήταν κορυφαίο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και πρωταγωνίστησε στις σφαγές  χιλιάδων σοβιετικών πολιτών μέσα στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Στάλιν, την περίοδο 1937-1938.

Τότε κυκλοφόρησε η επάνω φωτογραφία.

Σο αρχές του 1940 έπεσε σε δυσμένεια και (απλούστατα) εκτελέστηκε.

Τότε κυκλοφόρησε η κάτω φωτογραφία δεόντως αναθεωρημένη υπό επιτροπής συντρόφων που λέγαμε και για τις σχολικές μεταφράσεις

Νάμαστε πάλι εδώ με την αυστηρώς ακατάλληλη (υπενθυμίζουμε) για κλατω των 40 ετών σειρά  «Τα Οικογενειακά του ΚΚΕ». Γέλια, γέλια, γέλια.

Σήμερα η Αλέγκρα, Φέλλους, Κουλαμπά, Καπέτα, Μάρκου Βαφειάδου, Γεωργιάδου κ.λπ., την οποία σήμερα θα αποκαλούσαμε η 40χρονη κι’ όξω απ’ την πόρτα. Απολαύστε την

Αλέγκρα, Φέλλους, Κουλαμπά, Καπέτα, Μάρκου Βαφειάδου, Γεωργιάδου κ.λπ.

Η Άλέγκρα Δαυίδ Φελλούς είναι Ίσραηλίτισσα, το θρήσκευμα καί γεννήθηκε στά Τρίκκαλα. Άπό την εποχή πού πήγαινε στο Γυμνάσιο (1930) ανακατεύτηκε μέ τον Κομμουνισμό, σαν μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Πρόκειται επομένως για μια «παληά» κομμουνίστρια μέ αρκετά πλούσια δράση, πράγμα, που εκτιμήθηκε από το Κόμμα και τον Ιανουάριο τού 1949, στην 5η Ολομέλεια της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. κατά την οποίαν, ως γνωστόν, πάρθηκε ή απόφαση για την απόσπαση της Μακεδονίας, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του  Κ.Κ.Ε.

Ή δράση τής Άλέγκρας είναι «πολύπλευρη»·. Στο 1933, όταν ακόμη έμενε στα Τρίκκαλα, έγινε αφορμή τού «πρώτου» επεισοδίου, πού την «ανέδειξε» από τότε σέ «δυναμικό» μέλος τής Ο.Κ.Ν.Ε. καί έδειχνε, οτι θα φθάσει στα ανώτατα κομματικά αξιώματα, όπου καί έφθασε σήμερα. . ·

Το επεισόδιο αυτό έγινε ώς εξής: Καθοδηγητής τής Περιφερειακής Επιτροπής τού Κ.Κ.Ε. του Νομού Τρικκάλων, την εποχή εκείνη,  ήταν ο ήδη εξόριστος στη Μακρόνησο Τάσσος Κουλαμπάς, ανώτατο στέλεχος του Κ.Κ.Ε., γνωστός καί πολύ πριν το 1930, άλλα κυρίως, πιο γνωστός από τα γεγονότα των σταφιδοπαραγωγών τής Πελοποννήσου, τού 1935. Ή Άλέγκρα, σαν μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας Τρικκάλων, «έπαιρνε γραμμή» άπο τον Κουλαμπα. καί, όπως αποδέχτηκε έκ των ύστερων, ή «επαφή» της με τον Κουλαμπά, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν καί πιό «στενή».  Ο Κουλαμπάς, τον περισσότερο καιρό του, τον περνούσε στο σπήτι τής ’Αλέγκρας καί αυτό έπρεπε νά θεωρείται, σαν τό πιο φυσικό πράγμα δεδομένου, οτι έπρεπε άφ’ ενός νά προφυλαχτεί ό «Καθοδηγητής» του Κ.Κ.Ε. στην Ο.Κ.Ν.Ε. από την αστυνομία καί άφ’ ετέρου ή συνεχή; «επαφή» Κουλαμπα -’Αλέγκρας «ωφελούσε» τό «νεολαιΐστικο κίνημα» καί συνεπώς τό «λαό», καί κανείς δεν θά μπορούσε καί δεν θά έπρεπε να έχει αντίθετη γνώμη γι’ αύτό. ’Εν τούτοις όμως – βρέθηκε καί κάποιος, πού δεν συμφωνούσε μ’ αύτήν την κατάσταση. Αύτός ο κάποιος ήταν ό αδελφός τής Άλέγκρας, ό όποιος, αφού έχασε την υπομονή του άπο την επιμονή τού Κουλαμπά πού παρά τις συστάσεις του νά άφίσει την αδελφή του ήσυχη, εξακολουθούσε νά επιμένει νά την «καθοδηγεί», αποφάσισε καί τελικά αναγκάστηκε νά καταφύγει στην αστυνομία.  Αποτέλεσμα τού διαβήματος αύτού ήταν νά συλληφθεί, τότε ό Κουλαμπάς στό σπήτι τής Άλέγκρας μαζί της και νά «χάσει» ή περιφέρεια Τρικκάλων τον «κομματικό ηγέτη της». Μέχρις εδώ, έάν περιοριζόταν το πράγμα, δεν θά είχε καί τόση μεγάλη σημασία. Ή υπόθεση όμως αύτή δεν έμεινε προσωπική τού Κουλαμπά καί τής Άλέγκρας. Ακούστηκε ώς τά πέρατα τής Θεσσαλίας καί τής Ελλάδας. Έγινε γνωστή ακόμη από έβραίους κομμουνιστές/φίλους τού αδελφού της Άλέγκρας, καί στην ΚΔ, δηλαδή ξεπέρασε και αύτά τά σύνορα της Ελλάδας. Τό Κόμμα γιά νά ξελασπωθεί άπό τό θόρυβο αυτόν, πού ξεσηκώθηκε γύρω απ’ αυτήν την αποκάλυψη των ανωμάλων σχέσεων τού «Καθοδηγητή» καί της «καθοδηγούμενης» νεολαίησας ’Αλέγκρας, άναγκάστηκε νά πάρει, γιά τά μάτια τού κόσμου καί της αστυνομίας, «έκτακτα μέτρα». Διέγραψε τον Κουλαμπά «σαν στοιχείο ανήθικο», καί τήν διαγραφή του μάλιστα την έδημοσίευσε στην «Κομμουνιστική έπιθεώρηση», επίσημο θεωρητικό καί πολιτικό όργανο της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. τό 1934. Εις τό κείμενο άναφέρετο ότι:

«’Ο Κουλουμπάς πού ξεσκέπασε τό Ντόβα έπεσε στό ίδιο σφάλμα» (Ό Ντόβας ήταν άνώτερο στέλεχος του Κ.Κ.Ε. και ένας άπό τούς μεγαλύτερους ήρωες επιβήτορες του Κ.Κ.Ε., ισοδύναμος του  Μπαρτζώτα). 

Ό Κουλαμπάς «συντετριμμένος». άποσύρθηκε άπο την κομματική ζωή καί περιωρίστηκε σέ εξωκομματική δράση. Το 1935, μετά τή διαγραφή του ό Κουλαμπάς βρίσκεται στήν Καλαμάτα. Εκεί συνδέεται μέ το Κόμμα, το όποιον τον χρησιμοποιεί εξωκομματικά μόνον, δηλαδή στήν οργάνωση της «Εργατικής Βοήθειας», πού είχε σκοπό νά βοηθεί τούς φυλακισμένους καί εξόριστους καί τις οίκογένειές τους, πού τις άφιναν άπροστάτευτες. Ό Κουλαμπάς τότε, χωρίς νά εμποδιστεί καθόλου από τή διαγραφή του από το Κόμμα, καταβάλλει από το νέο του πόστο κάθε προσπάθεια νά «καθοδηγήσει» την «απροστάτευτη» γυναίκα τού φυλακισμένου κομμουνιστή, λιμενεργάτη τής Καλαμάτας Νιάρχου Χρίστου, πού στο σπήτί της έφιλοξενείτο ό Τάσσος. Αυτή όμως δεν έμοιαζε της ’Αλέγκρας. καί ξεσήκωσε την Καλαμάτα καί τον κόσμο. Το γεγονός αύτό ανάγκασε τον τότε καθοδηγητή τής Μεσσηνίας Δημήτριο Παπαγιάννη νά «έπέμβει». Το 1935 ό Κουλαμπάς, παρόλα αύτά καί ίσως μάλιστα ακριβώς γιά όλα αυτά τά κατορθώματά του, άναλαμβάνει μέ εντολή τού Κόμματος νά οργανώσει τον αγώνα των σταφιδοπαραγωγών καί μετά την επιτυχίαν, πού είχε νά αιματοκυλίσει τούς σταφιδοπαραγωγούς στά γνωστά έπεισόδια της Πελοπόννησου καταφεύγει στήν ’Αθήνα. Έδώ το Κόμμα, πού τού αναγνώρισε τις ξεχωριστές ικανότητες τού δημαγωγού, τον ξαναδέχεται στούς κόλπους του. Ή υπόθεση τής ’Αλέγκρας έχει πλέον ξεχαστεί καθώς και ή πιο πρόσφατη τής γυναίκας τού φυλακισμένου Νιάρχου. Η ’Αλέγκρα. άφού έχασε τον Κουλαμπά παντρεύεται πλέον νομίμως ένα ομόθρησκό της καί ομοϊδεάτη της, όνόματι Σολομών Καπέτα, κομμουνιστή άπ’ τά Τρίκκαλα, τδν οποίον όμως τής τον παίρνει άπό κοντά της πολύ γρήγορα ή 4η Αυγούστου καί τότε «αισθάνεται την άνάγκη» νά βρει κάποιον άλλον γιά νά τήν «παρηγορεί» στή «μοναξιά της». Το 1938 βρίσκεται στήν Αθήνα «παράνομη » καί ζητά σύνδεση μέ το Κόμμα. Τήν εποχή εκείνη, γραμματέας τής Κομμουνιστικής Όργάνωσης Αθηνών ήταν ό Μάρκος Βαφειάδης, ο κατά διαταγήν τού Ζαχαριάδη «άσθενήσας» «Πρωθυπουργός» καί «Αρχιστράτηγος» τού «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Σέ όσους έζησαν τήν Κομματική ζωή τότε δέ θά φανεί καθόλου παράξενο το γεγονός, οτι ο Μάρκος «έφιλοξένησε», γιά άρκετό διάστημα, τήν ’Αλέγκρα στο δωμάτιό του, άφού ξέρουν καλά, πόσο δύσκολο ήταν τότε νά βρεθεί σπήτι.

“Οπως προαναφέραμε, ή ’Αλέγκρα είναι παληό μέλος τού Κ.Κ.Ε. καί μάλιστα «δυναμικό» καί ό Μάρκος μέ τήν ίδια του την «πείρα» καί τήν «πυρά», αναγνωρίζοντας τις ικανότητες τής ’Αλέγκρας, τήν συνέδεσε μέ τον τότε καθοδηγητήν τής Σ.Κ.Ο. (Στρατιώτική Κομμουνιστική Όργάνωση) Ίωάννην Γεωργιάδην, γιά να τήν χρησιμοποιήσει σαν βοηθό του στην ανάπτυξη τής κομμουνιστικής δράσης στο Στρατό. Πράγματι, ή Άλέγκρα άνταποκρίθηκε «πλέρια» στα νέα καθήκοντα, πού τής ανέθεσε τό Κόμμα καί έγινε ό απαραίτητος βοηθός του. Μετά την αντικατάσταση τού Μάρκου άπό γραμματέως τής Κ.Ο.Α. ή Άλέγκρα έγκατεστάθηκε μονίμως στο δωμάτιο του «καθοδηγητή» της Γεωργιάδη, επί τής οδού Κυριαδών. Εκεί, μια ήμερα, άγνωστο πώς, ή Ασφάλεια. πού πληροφορήθηκε το καταφύγιό της, την συνέλαβε μαζί μέ τον Γεωργιάδη, τόσο όμως αιφνιδιαστικά, πού δεν πρόφτασε νά βάλει πάνω στο τελείως γυμνό σώμα της τίποτε και προσπάθησε νά σκεπαστεί μέ την κουνουπιέρα τού κρεββατιού.

Στην κατάθεσή της. ώμολόγησε μέ κυνισμό πώς συζεί μέ τον Γεωργιάδη καί είναι «νόμιμος σύζυγος» τού Σολομών Καπέτα, φυλακισμένου στήν Άκροναυπλία από 18 μηνών. Ή Επιτροπή Ασφαλείας την έξετόπισε τότε στη Γαύδο, όπου στο αναμεταξύ έφθασε εκτοπισμένος καί ό Μάρκος Βαφειάδης. “Υστερα άπό λίγο καιρό, την μετέφεραν στην Κίμωλο καί άπό κεί στη Φολέγανδρο, όπου ανέπτυξε μεγάλη δράση ένεκα τής οποίας έχρειάσθη νά θεραπευθεί σέ μαιευτική κλινική των Αθηνών. Τό 1940 την παρέλαβε άπό την κλινική ό πατέρας της καί «χωρίς δήλωση» έγκατεστάθηκε στα Τρίκκαλα. Τό 1941 συνελήφθη στην Αθήνα καί έκτοπίσθηκε «γιατί δεν υπέγραψε δήλωση». Στο 7ο Συνέδριο τού Κ.Κ.Ε. (Σεπτέμβριος 1945) ή ’Αλέγκρα πήρε μέρος σ’ αύτο, σαν αντιπρόσωπος τής Θεσσαλίας καί άπό το 1946 ανέβηκε στο βουνό για νά «οδηγήσει» τις γυναίκες τής Έλλάδας στο δρόμο τής «τιμής», τής «λευτεριάς» και της «προόδου». Οταν ό Καραγιώργης άνέλαβε την άρχηγία τού ΚΓΑΝΕ (Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδας) ή Άλέγκρα άνέλαβε τό πόστο τής ύπεύθυνης των γυναικών τού ΚΓΑΝΕ, αξίωμα, πού θα διατηρεί μέχρι σήμερα, εκτός εάν άφισε στο αναμεταξύ τό αμαρτωλό κορμί της σέ καμμιά ράχη των Άγραφων.

Αυτή είναι σέ πολύ γενικές γραμμές ή ιστορία τής Άλέγκρας. Καπέτα ή Κουλαμπά ή Βαφειάδη ή Γεωργιάδη καί λοιπών, ών ούκ έστιν αριθμός. Μέ την καθοδήγηση αύτής τής «άνωτερης» γυναίκας χιλιάδες κορίτσια τής έλληνικής ύπαίθρου αρπάχτηκαν άπό τά σπήτια τους καί άλλα απ’ αύτά, άφισαν για πάντα τό βασανισμένο τους κορμί στα βουνά τής Θεσσαλίας καί τής Ρούμελης καί αλλα βρίσκονται σήμερα τσακισμένα σωματικά καί ψυχικά σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως καί θά θυμούνται για πολλά χρόνια τά βάσανα καί τούς βιασμούς των «συναγωνιστών» τής Άλέγκρας.

Για όλους έχει ο Θεός

Πάντα σωστός ο Ντόναλντ

Ο καθένας όπως σε θέλει. Εσύ πώς τους θέλεις;

Της γειτονιάς ο κόκορας περνιότανε για μάγκας (Γρ. Μπιθικώτσης)

Κι’ άμα διαφύγεις, εμένα να με χέσεις…

Έλα μου ντε;

Και λίγο αισιοδοξία βρε παιδιά

  • Βρε τι μαθαίνει κανείς όταν διαβάζει «κακά» βιβλία! Στον πρώτο τόμο της ιστορικής βιογραφίας του Γ. Παπαδόπουλου των εκδόσεων Radcom, διαβάζουμε ότι, όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Μνήμες και μαρτυρίες 1941-1973», ο Αντιπτέραρχος Αντ. Σκαρμαλιωράκης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όταν του έγινε πρόταση από τον Κων-νο Καραμανλή για Αντιπρόεδρος  της Κυβερνήσεως τον Ιανουάριο του 1959, ζήτησε την έγκριση της ομάδος «Παπαδόπουλου» αν δεχθεί ή όχι, δεδομένου  ότι είχε αποδεχτεί σχετική πρόταση να ηγηθεί μιας ενδεχομένης κινήσεως του Στρατού. Βέβαια η συνέχεια είναι γνωστή. Ο μακαρίτης ο Κανελλόπουλος υπήρξε διαπρύσιος κήρυκας του «αντιχουντισμού», όπως περίπου άλλα 9 εκατομμύρια Έλληνες. Αυτές τις ημέρες έψαξα και βρήκα ένα δίτομο βιβλίο, με τίτλο «Το μελάνι φωνάζει», του Ηλία Γκρη που μοίρασε (ή εξέδωσε) στους αναγνώστες της  η «Εφημερίδα των Συντακτών» και αναφέρεται στα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, έχει πολύ ψωμί και θα μας δώσει αφορμή για πολλά σχόλια. Προς το παρόν θα περιορισθώ σε δύο πράγματα. Σε ποιους αφιερώνεται. Το ξεκαθαρίζει από την αρχή με εξαιρετική σαφήνεια: «Σε αυτούς που ήταν εκεί και αγωνίστηκαν με ανιδιοτέλεια». Μεγάλη κουβέντα αφού στην αμέσως επομένη σελίδα, μας δίνει ένα παράδειγμα του πώς κλίνεται το ρήμα «Συμμετέχω». Ιδού: «Συμμετέχω, συμμετέχεις, συμμετέχει. Συμμετέχουμε, συμμετέχετε,  επωφελούνται». Εγώ τι να προσθέσω; Μόνο την υπογραφή μου.
  • Όταν σ’ αυτήν τη χώρα βγαίνει κάποιος επίσημος και σε καθησυχάζει, ότι τα πάντα όλα είναι καλά, καλού κακού κάνε κι’ ένα ευχέλαιο. Θα θυμόσαστε βέβαια ότι ο τότε υπουργός Μεταφορών κ. Καραμανλής είχε δηλώσει οργίλος στην Βουλή ότι είναι απαράδεκτο να αμφισβητείται η  ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Λίγες μέρες μετά, είχαμε την τραγωδία των Τεμπών. Προ ημερών, ο Βασίλης Οικονόμου, βουλευτής της ΝΔ, μιλώντας στο Action24, επιχείρησε να καθησυχάσει την κοινή γνώμη δηλώνοντας πως «ο μέσος πολίτης δεν θα έρθει αντιμέτωπος με το καλάσνικοφ». Λίγες ώρες αργότερα, στο Χαλάνδρι σημειώθηκε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που θύμισε σκηνικό πολέμου ή μάλλον Σικάγο της εποχής της ποτοαπαγόρευσης. Μετά απ΄ αυτά τα περιστατικά τι χρείαν έχομεν μαρτύρων, οίτινες να πιστοποιήσουν την τάξιν και την ασφάλειαν ήτις επικρατεί καθ’ άπασαν την επικράτειαν; Αρκεί μία διαβεβαίωση από επίσημα χείλη και το κακό έφθασε. Και βέβαια δεν χρειάζεται πια να «είσαι στόχος» για να βρεθείς μέσα στο πεδίο των καλάσνικοφ. Φτάνει να περνάς από ‘κεί και σε αναμένει ή το μαχαίρι, οπότε  «χρατς τον άτιμο» ή το κουμπούρι, οπότε, σ’ αυτήν την περίπτωση, θα έχουμε «μπαμ τον άτιμο». Πάντως το καλύτερο είναι να κάνετε ότι κοιμόσαστε, οπότε ούτε που θα καταλάβετε κάτι.
  • Υπάρχει μία παροιμία που λέει: «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεββάτι». Πώς μούρθε τώρα αυτή;. Διότι, δυστυχώς, δίνουμε συνεχώς θάρρος σε διαφόρους χωριάτες. Δεν υπάρχει κρατίδιο  στην περιοχή μας, που να μη μας έχει  εξευτελίσει. Αλβανία: Έρχεται ο Ράμα και κάνει προεκλογική εκστρατεία και ισχυρίζεται ότι η χώρα του  βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας (γι’ αυτό είναι αυτή που είναι) και δικαιούται… μεζέ. Σε λίγο θα ζητήσει και συνδιαχείριση των… Ιωαννίνων. Κροατία: Περίπου 150 οπαδοί της Ντυναμό Ζάγκεμπ, διασχίζουν ανενόχλητοι όλη την χώρα και ενώ οι Ελληνικές αρχές ενημερώνομαι ότι κατεβαίνουν αληταράδες για τσαμπουκά, αδιαφορούν. Τελικώς δολοφονείται, μέσα στην καρδιά της Αθήνας, ο φίλαθλος της ΑΕΚ Μιχάλης Κατσούρης και οι έρευνες απεφάνθησαν ότι όλα ήταν καλώς γινομένα. Όχι δεν κατηγόρησαν τον Κατσούρη. Σκόπια: Οι αρχές των Σκοπίων απαγόρευσαν την είσοδο στην χώρα σε φιλάθλους της ΑΕΚ για να παρακολουθήσουν αγώνα χάντμπωλ, παρά την ρητή διάταξη τν ευρωπαϊκών αθλητικών αρχών, επειδή φοβήθηκαν επεισόδια. Ευτυχώς η ερασιτεχνική ΑΕΚ έκανε αυτό που έπρεπε. Δεν περιορίσθηκε σε κάποια χλιαρή ανακοίνωση, ως είθισται, αλλά αποχώρησε και δεν αγωνίστηκε. Με παροιμία αρχίσαμε, με παροιμία θα τελειώσουμε και δεν βρήκαμε κάποια πιο κατάλληλη από την: «Μάθανε πως μπιιιιιπ, πλακώσανε κι’ οι γύφτοι».
  • 29 Μαΐου προχθές και σκέφτηκα πολύ αν θα πρέπει να γράψω αυτήν την «Ριπή». Και το σκέφθηκα διότι όλοι λίγο πολύ τα ξέρουμε τα γεγονότα. Μετά ξανασκέφτηκα. Τα ξέρουμε όλοι ή θα αρχίσουν πάλι οι αοριστολογίες και πάλι θα αναρωτιόμαστε; Ποιοι πήραν την Πόλη άραγε;  Οι ανώνυμοι αλκοολικοί; Μήπως τίποτις φυλές της Ωκεανίας; Μήπως ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), έβαλε το χεράκι του; Διότι πολύ φοβάμαι ότι αν περιμένουμε να ακούσουμε από επίσημα χείλη ότι οι Μωαμεθανοί (πρόγονοι των σημερινών τούρκων), μπήκαν σαν αυτή τη μέρα, το 1453 στην Πόλη και έσφαζαν, σκότωναν, κατέστρεφαν επί τρεις ημέρες, κατόπιν αδείας του πολυχρονεμένου Μωάμεθ του επιλεγομένου και πορθητή, μάλλον θα περιμένουμε άδικα. Μερικοί θα πουν ότι αυτήν τη μέρα άρχισε ο εκπολιτισμός και η ανάπτυξη της Πόλης και του Βυζαντίου γενικότερα. Κάτι σαν να μπήκαμε στην Ενωμένη Ευρώπη δηλαδή. Από την άλλη μεριά του Αιγαίου οι γείτονες (βλέπετε ούτε εγώ λέω οι τούρκοι) γιορτάζουν το ξεπάστρεμα του Ελληνισμού, υποσχόμενοι ακόμα καλύτερες σφαγές. Εμείς όμως, ως ανώτεροι άνθρωποι, ούτε ονόματα λέμε (σαν τον Θωμά στο «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες»), ούτε υπολήψεις θίγουμε. Απλώς στις 29 Μαΐου του 1453, η Πόλη ειρηνικά μετάπεσε από ένα καθεστώς σε άλλο. Κάτι σαν μεταπολίτευση δηλαδή. Για χωνέψτε το σιγά –  σιγά.

§ Μπορεί η σημερινή Ελλάδα να μη  αισθάνεται και πολύ υπερήφανη για τους ταγούς της, κάποτε όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Υπήρξαν ηγέτες που την πήραν από το χέρι και την οδήγησαν στην απόλυτη δόξα. Ένας απ’ αυτούς, αναμφισβήτητα, ήταν ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος μεταξύ των πολλών άλλων είχε πει και το «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», με αφορμή την ενασχόληση ενός ιερέα και με τα δύο αντικείμενα, με συνέπεια να τα μουσκέψει αμφότερα. Αφορμή μου έδωσε μια Ημερίδα για την «Μάχη της Κρήτη», όπου μία ιατρός ανέλαβε να μας εξηγήσει την στάση των Ευελπίδων εκείνη την εποχή. Είπε λοιπόν ότι προτάθηκε στους Ευέλπιδες να αναλάβουν καθήκοντα αστυνόμευσης των Αθηνών και οι Ευέλπιδες αρνήθηκαν να γίνουν ασφαλίτες!!! Γιατί κυρία μου δεν περιορίζεσθε στον τομέα σας; Ευτυχώς επόμενος ομιλητής, αποκατέστησε την ιστορική αλήθεια, λέγοντας ότι οι Ευέλπιδες αρνήθηκαν να μπουν στα παπούτσια των τροχονόμων, διότι τέτοια καθήκοντα τους πρότειναν και όχι να γίνουν πράκτορες της Κρατικής Ασφαλείας. Όταν όμως μπερδεύεις τις σύριγγες και τα στηθοσκόπια ή ακόμα και την κομματική σκοπιμότητα με την ιστορία, αυτά τα αποτελέσματα προκύπτουν. Για την  ιστορία οι Ευέλπιδες αρνήθηκαν και ακολούθησε η κάθοδός τους στην Κρήτη

{{-PCOUNT-}}85{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα

spot_img
spot_img