Το σημερινό κείμενο αγαπημένοι μου φίλοι, είναι λίγο εξειδικευμένο και απευθύνεται, κυρίως, στους φίλους του ποδοσφαίρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαγορευμένο για τους υπολοίπους. Ίσα – ίσα που σ’ αυτό θα βρουν στοιχεία για το πώς πρέπει να είναι το ποδόσφαιρο και ίσως αναθεωρήσουν μερικές απόψεις τους γι’ αυτό.
- γράφει ο Χρήστος Μπολώσης
Την περασμένη Πέμπτη και ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο, έφυγε από την ζωή ο Δημήτρης Χατζηχρήστος. Ποιος όμως ήταν ο Δημήτρης Χατζηχρήστος και ήταν τόσο σπουδαίος ώστε να μας ταλαιπωρείς σήμερα με αυτό το κομμάτι θα αναρωτηθείτε σχεδόν όλοι και δικαίως.
Ο Χατζηχρήστος ήταν ο ιδρυτής της μεγαλύτερης οπαδικής οργάνωσης στην Ελλάδα. Της «Ορίτζιναλ 21» την οποία αποτελούσαν οπαδοί της ΑΕΚ, με τελική έδρα της το περίφημο «δωματιάκι» στην Πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο στο ισόγειο της πολυκατοικίας που έμενε ο Χατζηχρήστος. Εκεί γίνονταν οι συνεδριάσεις για λήψη αποφάσεων, εκεί σχεδιάζονταν οι εκστρατείες στις επαρχίες όπου αγωνιζόταν η ΑΕΚ, εκεί και οι καυγάδες, που φυσικά δεν έλειπαν.
Ο Χατζηχρήστος, όπως ήταν φυσικό, ήταν και ο καθοδηγητής της εξέδρας, της θρυλικής «σκεπαστής» στο παλιό γήπεδο της ΑΕΚ. Αυτός έφτιαχνε τα συνθήματα και αυτός διηύθυνε την «χορωδία» των φανατικών οπαδών.
Προχθές ζήσαμε μία εφιαλτική βραδιά, στον δεύτερο αγώνα μπάσκετ μεταξύ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, όπου τα εμετικά συνθήματα μόλυναν, όχι μόνο τον ουρανό του ΣΕΦ αλλά και όλης της Ελλάδος. Ακριβώς εκεί λοιπόν, έγκειται η κολοσσιαία διαφορά των συνθημάτων του Χατζηχρήστου. Ήταν συνθήματα κόσμια, τα οποία μπορούσες να πεις παρουσία του παιδιού σου και να τα τραγουδήσεις ακόμα και στο γραφείο σου κα να μη σοκάρεις κανένα. Τραγουδούσε η «σκεπαστή» πάνω στην μελωδία της Γέφυρας του ποταμού Κβάι: «ΑΕΚ, αγάπη μου γλυκιά, ΑΕΚ θα σ’ έχω στην καρδιά, ΑΕΚ όπου κι’ αν παίζεις οι οπαδοί σου θα είναι κοντά».
Μένα τέτοιο σύνθημα τον αποχαιρέτησαν οι χιλιάδες φίλοι της ΑΕΚ, όταν πάνω στην μελωδία του «Είμαστε δυό, είμαστε τρεις» τραγουδούσαν: «ΑΕΚ ολέ, ΑΕΚ ολέ καλό ταξίδι Αρχηγέ».
Παρακολούθησα από τον υπολογιστή εκτεταμένα στιγμιότυπα από την κηδεία του Χατζηχρήστου από τα οποία απλώς επιβεβαιώθηκε η λατρεία του κόσμου προς το πρόσωπό του.
Σκέφτηκα να ζητήσω από κάποιον που τον είχε ζήσει από πιο κοντά να μου πει δυό λόγια για τον Δημήτρη και μου είπε:
- Τι να σου πω. Έχουν γραφεί και ειπωθεί όλα. Και είχε δίκιο.
Μα τα πιο πολλά ειπώθηκαν από τις ανακοινώσεις και τα στεφάνια που έστειλαν όλες οι μεγάλες ομάδες στον Δημήτρη, ενώ ένα οπαδός του Παναθηναϊκού, πήγε φορώντας την φανέλα με το τριφύλλι, εκφράζοντας έτσι την αγάπη και τον σεβασμό του για τον νεκρό.
Την ημέρα του θανάτου του Δημήτρη, έπαιζαν χαντ μπολ ο Ολυμπιακός με την ΑΕΚ στην έδρα του πρώτου. ΗΑΕΚ ζήτησε και ο Ολυμπιακός δέχτηκε, να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή στην μνήμη του. Ενώ λοιπόν όλο το γήπεδο τηρούσε ευλαβικά την σιγή ο τηλεοπτικός φακός «συνέλαβε» ένα πιτσιρικά να γυρίζει πίσω και κάτι να λέει σε κάποιον. Αμέσως ο πατέρας του, ο οποίος φορούσε την φανέλα του Ολυμπιακού τον επανάφερε στη τάξη. Σεβασμός
★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★
Στη μνήμη του Δημήτρη Χατζηχρήστου είναι αφιερωμένο το παρακάτω σημείωμα
Μια Κυριακή στο Γήπεδο, τότε…
Προσέξτε το ντύσιμο των φιλάθλων. Σαν να πηγαίνουν σε εκδήλωση της Ακαδημίας
Οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι πίστευαν στο δίπτυχο «Άρτος και Θεάματα». Εμείς ως γνήσιοι απόγονοί τους, το ακολουθούμε πιστά. Βεβαίως πολλές φορές, το ένα σκέλος του διπτύχου, ο Άρτος, υστερεί χαρακτηριστικά του άλλου, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να θεοποιούμε, ενίοτε, το δεύτερο.
Μια θεοποιημένη μορφή του θεάματος, τόσο στη χώρα μας αλλά και παγκο-σμίως, είναι το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο γύρω από το οποίο έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρος κόσμος που τον αποτελούν Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες, Οργανισμοί προγνωστικών με στοιχήματα στα οποία «παίζονται» καθημερινώς, όχι και τόσο καθαρά, τεράστια ποσά, αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών με εξωπραγματικά ποσά, αθλητικές εφημερίδες κ.λπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αθήνα σήμερα κυκλοφορούν 5 αθλητικές εφημερίδες (και αναρίθμητες σε όλες τις Ελληνικές πόλεις), όταν στη Γερμανία των 80.000.000 κατοίκων κυκλοφορούν μόνο δύο !
Ήταν όμως πάντα έτσι;
Δεν σκοπεύω να «δω» το θέμα ως κοινωνικό φαινόμενο. Άλλοι είναι αρμόδιοι γι’ αυτό. Θα προσπαθήσω όμως να σκαλίσω τις αναμνήσεις, ώστε να μάθουν και να συγκρίνουν οι νέοι και να μελαγχολήσουν οι παλαιότεροι, ζώντας ξανά μια Κυριακή στο γήπεδο τότε…
Το 1956, ο λαμπρός σκηνοθέτης μας Βασίλης Γεωργιάδης, είχε «γυρίσει» μια ταινία με τίτλο «Οι άσσοι των γηπέδων», η οποία προβλήθηκε πολύ αργότερα και από την τηλεόραση με τίτλο «Οι ήρωες της Κυριακής», σε νέα έκδοση και με ορισμένες προσθήκες.
Αυτή η ταινία, η οποία αποτελεί πλέον ιστορικό ντοκουμέντο, δίδει μια σχεδόν πλήρη εικόνα.
Οι σημερινοί φίλαθλοι, είναι αδύνατον να φαντασθούν την εικόνα που παρουσίαζε τότε, πριν 50 χρόνια, μια «ποδοσφαιρική» Κυριακή, σε σχέση με την σημερινή.
Σήμερα, όσοι δεν κάθονται μπροστά στην τηλεόραση για να απολαύσουν (ή «απολαύσουν»…) την αγαπημένη τους ομάδα, ξεκινώντας για το γήπεδο και μάλιστα για να παρακολουθήσουν ένα από τα λεγόμενα ντέρμπυ (για τους αμύητους ντέρμπυ λέγονται οι αγώνες μεταξύ περίπου ισοδυνάμων ομάδων με τις ίδιες επιδιώξεις και σκοπούς), γνωρίζουν ότι μπορεί να συναντήσουν και πολεμική ατμόσφαιρα. Μπορεί να πέσουν σε μπλόκο οπαδών της αντιπάλου ομάδος, με απρόβλεπτες συνέπειες. Μπορεί να βρεθούν στην δίνη επεισοδίων μεταξύ των ένθεν κακείθεν οπαδών. Μπορεί να δεχθούν κάποια αδέσποτη πέτρα ή, στην καλύτερη περίπτωση, μπουκάλι με νερό. Μπορεί να υποστούν τις συνέπειες από την χρήση δακρυγόνων. Και αν τα αποφύγουν όλα αυτά και αφού υποστούν σωματική έρευνα πριν μπουν στο γήπεδο, θα πάνε στην θέση τους, η οποία βέβαια θα απέχει πολύ από τις θέσεις των αντιπάλων (αν έχει επιτραπεί να υπάρχουν τέτοιοι), που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του γηπέδου, ενώ ενδιαμέσως, υπάρχουν κάποιες εκατοντάδες αστυνομικών για να προληφθεί τυχόν σύρραξη. Και όταν αρχίσει ο αγώνας και ο διαιτητής άθελα ή ηθελημένα (γιατί γίνονται και αυτά) κάνει κάποιο φαλτσοσφύριγμα ή κάποιος ποδοσφαιριστής χτυπήσει κάποιον αντίπαλο, τότε αρχίζει η εν χορώ αποδοκιμασία με τέτοια συνθήματα, που θα έκαναν να κοκκινίσει και πτυχιούχος των φυλακών του Αλκατράζ, ο οποίος έχει κάνει μεταπτυχιακό στο Σινγκ -Σινγκ.
Και όταν όλα τελειώσουν, όπως τελειώσουν τέλος πάντων, οι φίλαθλοι θα αποχωρήσουν χωριστά, πρώτα οι γηπεδούχοι και μετά οι φιλοξενούμενοι (τώρα τι σόι φιλοξενία είναι αυτή…) για τον φόβο των συμπλοκών, ενώ οι ποδοσφαιριστές θα μπούνε στα πολυτελή ΙΧ τους και θα αναχωρήσουν οι μεν νικητές για τα μπουζούκια, οι δε ηττημένοι… πάλι για τα μπουζούκια!
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Ας πάμε πολλά χρόνια πίσω να δούμε πώς ήταν…
Ήταν ένα όμορφο φθινοπωρινό πρωινό, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Σε ένα μεσοαστικό νεόκτιστο και αυθαίρετο (…) σπιτάκι, το πατρικό μου, σε μια γειτονιά του Περιστερίου, ένα συνεργείο της ΔΕΗ 4 ατόμων, δούλευε για να τοποθετήσει το «ρολόι» και να ηλεκτροδοτηθεί το νέο νοικοκυριό που είχε στηθεί.
Όμως αυτό το συνεργείο είχε κάτι το διαφορετικό. Κάτι που το ξεχώριζε από άλλα παρόμοιά του. Κάτι που είχε προσελκύσει όλη τη «μαρίδα» της γειτονιάς, που περίεργη είχε σχηματίσει έναν κλοιό γύρω του και το περιεργαζόταν αχόρταγα.
Τι ήταν όμως αυτό που είχε προκαλέσει αυτή τη μεγάλη αναστάτωση στη γειτονιά;
Ήταν απλό. Τα μέλη του συνεργείου της ΔΕΗ, ήταν όλοι εν ενεργεία ποδοσφαιριστές και μάλιστα διεθνείς!
Δύο παίκτες του Ολυμπιακού, ένας του Παναθηναϊκού και ένας της ΑΕΚ, συγκροτούσαν το ιδιότυπο, για τα σημερινά δεδομένα, συνεργείο, το οποίο όμως ήταν τόσο συνηθισμένο για τότε. Πράγματι ήταν πολύ συνηθισμένο τότε, να βλέπεις διεθνείς ποδοσφαιριστές, τους «ήρωες των γηπέδων», με τον χαρακτηριστικό εξοπλισμό των τεχνικών της ΔΕΗ, να γυρίζουν στις γειτονιές της Αθήνας και να τοποθετούν μετρητές, να «τραβούν» γραμμές, να ξεδιπλώνουν καλώδια και να σκαρφαλώνουν στις ξύλινες κολώνες με εκείνα τα χαρακτηριστικά πέδιλα.
Δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα ονόματα των διεθνών του συνεργείου, διότι όταν πριν λίγα χρόνια συνάντησα έναν απ’ αυτούς στο Εθνικό Στάδιο της Ρόδου, με την ευκαιρία κάποιου τουρνουά παλαιμάχων και του θύμισα, με πολύ ρομαντική και νοσταλγική διάθεση εκ μέρους μου το γεγονός, είδα ότι μάλλον ενοχλήθηκε και με την εν γένει στάση του, μου έδειξε, με ευγένεια βέβαια, ότι η συζήτηση είχε τελειώσει, πριν καν αρχίσει…
Όταν λοιπόν κάποτε το συνεργείο τελείωσε την δουλειά του και το σπιτάκι φωτίστηκε με το ηλεκτρικό, οι διεθνείς ξεκουράζονταν και απολάμβαναν το γλυκό κουταλιού που τους κέρασε η μητέρα μου. Ξαφνικά ένας πιτσιρικάς, ο πιο «θρασύς» της παρέας, έριξε την ιδέα:
-Παίζουμε μπάλα;
Αυτό ήταν! Διεθνείς και παιδομάνι έγιναν ένα, εκεί στην αλάνα της γειτονιάς και το ντέρμπυ στήθηκε στο άψε – σβήσε και δεν θα σταμάταγε αν δεν εμφανιζόταν το υπηρεσιακό όχημα της ΔΕΗ που μάζευε τα διάσπαρτα συνεργεία της.
Η εικόνα αυτή στους σημερινούς φιλάθλους δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δημιούργημα ή της πιο αχαλίνωτης φαντασίας ή της… τεχνητής νοημοσύνης. Είναι αδύνατο – απολύτως δικαιολογημένα βέβαια – να πιστέψει κάποιος ότι αυτοί οι «Ημίθεοι», τα «Λιοντάρια», οι «Τιτάνες», οι «Ήρωες», οι «Πάνθηρες», όπως τους αποκαλούν κάθε Δευτέρα οι αθλητικές εφημερίδες, που θαυμάζουν κάθε Κυριακή στα γήπεδα ή στις οθόνες των τηλεοράσεων, υπήρξε εποχή που τρέχανε, πράγματι σαν ήρωες, για να μπορέσουν να ζήσουν τις οικογένειές τους.
Ας δούμε όμως πώς ξεκίναγε και πώς κυλούσε μια «ποδοσφαιρική» Κυριακή τότε, πριν μισό αιώνα.
Εκείνα τα χρόνια το ποδόσφαιρο δεν ήταν τόσο δημοφιλές και γνωστό στις λεπτομέρειές του, όσο είναι σήμερα. Οι επίδοξοι Ριβάλντο της εποχής, παίζαμε κρυφά από τους πατεράδες μας και ουαί και αλλοίμονο αν μας τσακώνανε να παραβαίνουμε την εντολή τους. Οι λόγοι που επέβαλλαν την απαγόρευση ήταν πολλοί. Πρώτα για να μη χαλάμε τα παπούτσια μας (βασικός λόγος για τους τότε δύσκολους καιρούς. Αλήθεια και πότε οι καιροί δεν ήταν δύσκολοι για την Πατρίδα μας…) ή να μη παραμελούμε τα μαθήματά μας ή να μην ιδρώνουμε και αρπάξουμε καμιά πούντα και πού χρήματα για φάρμακα ή να μη γεμίζουμε χώματα και σκόνες (το μπάνιο τότε ήταν μια σκάφη η οποία «λειτουργούσε» μόνο κάθε Σάββατο) κ.λπ. Πού σήμερα που οι πατεράδες πηγαίνουν με τα ΙΧ τους κανακάρηδες στις Ακαδημίες των μεγάλων συλλόγων…
Οι αθλητικές εφημερίδες ήσαν μόνο δύο, η «Αθλητική Ηχώ», που μας αποχαιρέτησε το 2007 και «Το Φως των Σπορ», που κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
Από τα μέσα της εβδομάδος, λοιπόν, ψήναμε τον πατέρα να μας αφήσει να πάμε την Κυριακή στο γήπεδο. Αφού δεν παίζαμε, τουλάχιστον να βλέπαμε. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να αποσπάσουμε την πατρική συγκατάθεση και αυτό συνέβαινε αφού εν τω μεταξύ είχαμε δώσει ένα σωρό υποσχέσεις («θα είμαστε καλά παιδιά», «θα διαβάζουμε τα μαθήματά μας», «θα ακούμε την μητέρα» και άλλες ων ουκ έστι αριθμός). Και όταν ακούγαμε το πολυπόθητο «ναι», άρχιζε η…Οδύσσεια.
Το παιχνίδι άρχιζε π.χ. στις 17:00. Εμείς ξεκινούσαμε από τις 14:00, αφού καταπίναμε σχεδόν αμάσητο το κυριακάτικο κρέας. Να επισημάνω εδώ ότι η ώρα έναρξης ήταν κάπως…ελαστική και μπορούσε το 17:00 να γίνει 17:30, ιδίως όταν εξακολουθούσε να προσέρχεται κόσμος στο γήπεδο.
Η ώρα άρχισε να τηρείται ακριβώς με την εμφάνιση του ΠΡΟ-ΠΟ και για προφανείς λόγους.
Λόγος για ΙΧ εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να γίνει, συνεπώς παίρναμε το λεωφορείο του ΙΚΑ στο Περιστέρι, που μας κατέβαζε στο τέρμα, στην οδό Αγησιλάου κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Από εκεί λίγος ποδαρόδρομος μέχρι την πλατεία Λαυρίου και μπαίναμε στο άλλο λεωφορείο Αθήνα – Ν. Φιλαδέλφεια. ΑΕΚτζήδες γαρ… Συνολικά η διαδρομή ήταν πάνω από μια ώρα. Πολλές φορές στο λεωφορείο συνταξιδεύαμε και με ποδοσφαιριστές, που σε λίγο θα θαυμάζαμε μέσα στο γήπεδο. Εκεί μας δινόταν η ευκαιρία να δούμε από κοντά τα ινδάλματά μας, να τα…αγγίξουμε και να ακούσουμε τα προγνωστικά και τις αναλύσεις τους. Φαντάζεστε τώρα τον Μάνταλο ή τον Ιωαννίδη ή τον Ρέτσο, να συνωστίζονται μαζί σας στο μετρό; Αστεία πράγματα.
Κάποια μέρα ξεκίνησα από το σπίτι με βροχή. Φθάνω στο γήπεδο της ΑΕΚ και στη σιδερένια θύρα, που ήταν στη νότια μάντρα προς την εκκλησία, εκεί που μέχρι πριν από λίγο ήταν η σκεπαστή εξέδρα και τώρα ο αετός. Εκεί είχαν κολλήσει μια χειρόγραφη ανακοίνωση, ταλαιπωρημένη από την βροχή, που μας ενημέρωνε ότι ο αγώνα δεν θα γίνει λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών! Δίπλα μου διάβαζε την ανακοίνωση και ενημερωνόταν από αυτήν και ο Λάκης Εμμανουηλίδης, μεγάλο αστέρι της τότε ΑΕΚ. Έτσι ενημερώνονταν και οι ποδοσφαιριστές…
Η ατμόσφαιρα έξω από το γήπεδο, δεν διέφερε πολύ από την σημερινή. Οι πωλητές αναψυκτικών, ξηρών καρπών, σάντουιτς κ.λπ. χρωμάτιζαν την όλη ατμόσφαιρα
Οι θέσεις στο γήπεδο δεν ήσαν αριθμημένες όπως τώρα, εκτός από πολύ λίγες «στα επίσημα» και συνεπώς καθόσουν όπου έβρισκες. Γι’ αυτό έπρεπε να πας νωρίς, για να βρεις θέση προς το κέντρο. Αφού λοιπόν καθόσουν όπου έβρισκες, ήταν επόμενο δίπλα σου να κάτσει όποιος τύχει, από πλευράς ποδοσφαιρικών φρονημάτων εννοώ. Όμως αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Φορούσε ο καθένας το κινέζικου στυλ καπελάκι του για τον ήλιο με τα χρώματα της ομάδος του, τα κασκόλ δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα, κουβέντιαζαν μεταξύ τους και αντάλλασαν τις απόψεις τους κοσμίως και ευπρεπώς, ενώ τα πειράγματα που γίνονταν δεν έχουν καμιά σχέση με τα σημερινά… πολεμικά ανακοινωθέντα («Εδώ θα γίνει ο τάφος σας» και πολλά άλλα τα οποία για ευνοήτους λόγους παραλείπω). Σε κάποιες παλιές ελληνικές ταινίες φαίνεται αυτό.
Μέχρι να αρχίσει ο αγώνας γύριζαν στις εξέδρες μεταξύ των φιλάθλων διάφοροι γνωστοί τύποι που προσπαθούσαν να τσοντάρουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό τους, διάφοροι ευκαιριακοί «έμποροι», όπως ο Κώστας ο ΑΕΚτζής που πουλούσε μόνο πασατέμπο (1 δραχμή το σακουλάκι τότε, 1 ευρώ σήμερα…), ή οι άλλοι με τους λαχνούς. Αυτοί οι τελευταίοι κρατούσαν στα χέρια τους ένα μάτσο προκλητικά «καλούδια» (τσιγάρα αμερικάνικα, είδος πολυτελείας τότε, μπουκάλια με ουίσκι, μεγάλες πλάκες σοκολάτες, λαϊκά λαχεία κ.λπ.) και όλα αυτά τα κλήρωναν μπροστά στα μάτια των φιλάθλων, που είχαν εν τω μεταξύ αγοράσει, φθηνά σχετικά, τους λαχνούς. Το σλόγκαν αυτών, επειδή ήθελαν να τονίσουν το αδιάβλητο των κληρώσεων, ήταν: «Η σακούλα ελέγχεται ρε παιδιά», εννοώντας ότι ο καθένας μπορούσε να ελέγξει την σακούλα με τους κλήρους για να διαπιστώσει ότι όλα τα νούμερα, άρα και αυτά που είχε αγοράσει αυτός, ήσαν μέσα στην κληρωτίδα, δηλαδή την σακούλα.
Σημειωτέον ότι η κλήρωση γινόταν, εκ το πονηρού βεβαίως, αμέσως μετά τη σέντρα (την έναρξη δηλαδή) του παιχνιδιού, οπότε ουδείς είχε διάθεση να ασχοληθεί με το αδιάβλητο ή όχι αυτής και ο νοών νοείτω…
Κάποια στιγμή ακούγονταν ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Μάταια οι αδαείς έψαχναν να βρουν τον αποδέκτη των χειροκροτημάτων νομίζοντας ότι πρόκειται για κάποιον ποδοσφαιριστή. Οι φίλαθλοι χειροκροτούσαν την υδροφόρα του Δήμου, που κάνα μισάωρο πριν αρχίσει το παιχνίδι, έμπαινε και κατάβρεχε τον αγωνιστικό χώρο για να κατακάτσει ο κουρνιαχτός και να αποθεωθεί από το φιλοθεάμον κοινό που είχε σκυλοβαρεθεί να περιμένει.
Αν ο αγώνας ήταν ντέρμπυ (δώσαμε τον ορισμό παραπάνω), τότε η προσέλευση των φιλάθλων άρχιζε πολύ νωρίς και πολλές φορές, 3 ώρες πριν αρχίσει το ματς, οι πόρτες έκλειναν αφού το γήπεδο είχε πλέον γεμίσει. Τότε υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα: Πώς θα περάσει η ώρα. Όμως η εφευρετικότητα των φιλάθλων έδινε την λύση. Φορητό τάβλι, σκάκι, τράπουλες και εφημερίδες σκότωναν την ώρα μέχρι να βγει η…υδροφόρα.
Όταν επιτέλους έφθανε η ώρα, έκανε την εμφάνισή του το διαιτητικό τρίο, το οποίο βέβαια ήταν άκρως υποτιμητικό για τους Έλληνες, αφού σε όλα τα ντέρμπυ μετακαλούνταν ξένοι διαιτητές, καλή ώρα όπως τώρα. Υποτίθεται για να εξασφαλισθεί το αδιάβλητο, αλλά τις περισσότερες φορές αυτοί ήσαν τρισχειρότεροι από τους δικούς μας. (Η πολύ καλή εβδομαδιαία αθλητική εφημερίδα «ΟΜΑΔΑ», του Συγκροτήματος «Λαμπράκη», που κυκλοφορούσε τότε, σαρκάζοντας την πρακτική αυτή, υποστήριζε ότι θα έπρεπε κάποτε να κληθεί…κινέζος διαιτητής που θα ήταν σίγουρα ακέραιος, λόγω της αποστάσεως Ελλάδος – Κίνας…).
Μετά τους διαιτητές, έβγαινε η φιλοξενουμένη ομάδα και τελευταία η γη-πεδούχος, η οποία όπως ήταν φυσικό εισέπραττε και τα περισσότερα χειροκροτήματα.
Ο αγώνας κυλούσε ως το ημίχρονο, οπότε πάλι έκανε την εμφάνισή της η υδροφόρα, χωρίς όμως να γνωρίσει την αποθέωση αυτή τη φορά, αφού όλος ο κόσμος ασχολείτο με τα διαδραματισθέντα στο α΄ μέρος.
Άρχιζε το δεύτερο ημίχρονο και κάποτε τελείωναν όλα. Εδώ δεν θα πούμε το κλασικό «χαμηλώνουν τα φώτα», διότι τότε εκτός από το ιστορικό γήπεδο του Παναθηναϊκού στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας δεν υπήρχε άλλο γήπεδο με προβολείς ώστε τα φώτα να… χαμηλώνουν όταν τελείωνε το ματς.
Τότε άρχιζε η αντίστροφη πορεία. Ουρές ατέλειωτες στην αφετηρία των λεωφορείων και φυσικά κριτική του αγώνα από φιλάθλους αμφοτέρων των ομάδων, που το ξανατονίζω, βλέπανε δίπλα-δίπλα τον αγώνα χωρίς να τους χωρίζουν…ηλεκτροφόρα καλώδια και αντιαρματικές τάφροι όπως σήμερα.
Βέβαια, οι συζητήσεις και τα σχόλια για τον αγώνα τερματίζονταν μαζί με τη διαδρομή του λεωφορείου, καθώς τότε δεν υπήρχε συνέχεια με την «Αθλητική Κυριακή» και του «Διακογιάννη τη φωνή», αφού δεν υπήρχε καν τηλεόραση. Αλλά και στο ραδιόφωνο οι αθλητικές εκπομπές ήσαν σχεδόν ανύπαρκτες. Υπήρχε τότε ένας και μοναδικός αθλητικός σπήκερ, ο αείμνηστος Μιχάλης Γιαννακάκος που περιέγραφε τους αγώνες με χαρακτηριστική άνεση και χρώμα. Αργότερα εμφανίστηκε ο Νίκος Φώσκολος, επίσης χαρισματικός σπήκερ, ο οποίος βέβαια αργότερα διέπρεψε ως συγγραφέας και σκηνοθέτης. Και ύστερα ο Στάθης Γαβάκης, ο Μιλτιάδης Παναγιωτόπουλος, ο Βασίλης Γεωργίου, ο Θεσσαλονικιός Αντώνης Λογοθέτης και άλλοι
Ήταν τότε η ηρωική εποχή του ποδοσφαίρου μας. Ηρωική, όχι βέβαια από πλευράς ποιότητος, αλλά από πλευράς συνθηκών. Οι ποδοσφαιριστές ήσαν κάποιοι από εμάς, που πάλευαν όλη την εβδομάδα για το μεροκάματο, έκαναν 1-2 προπονήσεις και την Κυριακή στο γήπεδο.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι τότε το ποδόσφαιρό μας ήταν καλύτερο. Υπήρχαν «παιχταράδες». Μπορεί να είναι κι έτσι. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον Μπέμπη, τον Πούλη, τον Πολυχρονίου, τον Νεστορίδη, τον Λινοξυλάκη, τον Υφαντή, τον Ρωσίδη, τον Πετρόπουλο, τον Κανάκη, τον Μανταλόζη, τον Θανάση Σαραβάκο, τον Σταματιάδη, τον Νεμπίδη, τον Πανάκη και τόσους άλλους. Όμως φευ, οι σημερινοί «Ημίθεοι», «Λέοντες», «Θηρία» κ.λπ. είναι αυτοί που μας χάρισαν ένα Πρωτάθλημα Ευρώπης. Πιστεύω ότι επιχειρώντας να συγκρίνουμε το τότε ποδόσφαιρό μας με το τωρινό, επιχειρούμε να συγκρίνουμε εντελώς ανόμοια πράγματα. Τότε που όλη η Ευρώπη έπαιζε προ πολλού σε γήπεδα με χόρτο, εμείς πολύ αργότερα φτιάξαμε ένα γήπεδο με χλοοτάπητα, αυτό του Παναθηναϊκού με ένα χορτάρι εντελώς κακορίζικο και μαραγκιασμένο που αντί να διευκολύνει τους ποδοσφαιριστές, μάλλον τους δυσκόλευε.
Τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές ήταν προ πολλού επαγγελματίες οι δικοί μας παίκτες έβαζαν ρολόγια της ΔΕΗ ή εργάζονταν σε μαγαζιά και εργοστάσια. Είναι και άλλα πολλά (Προπονητές, Γυμναστήρια, Εργομετρικά μέσα, Ιατρική παρακολούθηση και άλλα), τα οποία μας έλειπαν τότε. Επομένως κάθε σύγκριση θα ήταν άδικη.
Ας αφήσουμε λοιπόν εκείνη την μακρινή εποχή μέσα στα πέπλα του μυθικού κι ας τη θυμόμαστε, όσοι την ζήσαμε, με νοσταλγία και αγάπη. Δεν ήταν καλύτερη από την σημερινή. Δεν είχε τίποτα καλύτερο. Μπορούμε να πούμε ότι υστερούσε όσο η νύχτα με τη μέρα. Είχε πολλές δυσκολίες, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες (και αθλητικές και άλλες). Είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είμαστε νέοι. Αλήθεια αυτό το πλεονέκτημα ισοφαρίζεται με τίποτε άλλο; Όσο καλός ποδοσφαιριστής και αν είσαι, αποκλείεται να ισοφαρίσεις αυτό το ματς. Πάντοτε το παλιό θα προηγείται στο σκορ του νέου. Ιδίως αν ποδοσφαιριστές του παλιού είμαστε εμείς…
«Τά στελέχη μας πρέπει μέ το παράδειγμά τους νά διαπαιδαγωγουν, νά πλάθουν τις λαϊκές αγωνίστριες. Αλύγιστες στις δυσκολίες, ανεξάντλητες στήν αγάπη για το λαό, Επίμονες στήν Εκπλήρωση του καθήκοντος. Σεμνές, αξιοπρεπείς, πολιτισμένες, νάναι αύτες τό πρότυπο της γυναίκας του λαϊκού αγώνα».
(Άπό την εισήγηση τής Ρούλας Κουκούλου—Χρόνη* στήν Α’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη τής Πανελλαδικής Δημοκρατικής “Ενωσης Γυναικών, πού έγινε στή 1η τού Μάρτη 1949. (βλέπε : «*Η Γυναίκα τής Ελλάδας στον αγώνα για Λευτεριά, Ειρήνη, Δημοκρατία», έκδοση Π.Δ.Ε.Γ., Λεύτεοη Ελλάδα, Άπρίλης 1949. σελ. 61).
*
«Για την αγρότισσα, την έργάτρια καί τό κορίτσι του σπητιού, πού ολόψυχα πήραν τό δρόμο τής σκληρής ένοπλης πάλης και μίσησαν και σιχάθηκαν καί έφτυσαν τόν παληό έκφυλο κόσμο τής Εκμετάλλευσης καί τής σκλαβιάς, γιά τή μαχήτρια τού ΔΣΕ, ιή μάννα των μετόπισθεν καί τή μικρή άετοπούλα μια νέα ζωή χαρούμενη ανατέλλει…».
* Η Ρούλα Κουκούλα» — Χρόνη αντικατέστησε την «οπορτουνίστρια»» Χρύσα Χατζηβασιλείου εις την υπευθυνότητα του κομμουνιστικού γυναίκειου κινήματος μετά τήν 5η Ολομέλεια τής Κ. Ε. του Κ.Κ Ε. (30-31 |1|1949.
Σοφία Νεφελούδη
Ή Σοφία Άδαμοπούλου κατάγεται άπό τό χωριό Λουτρό τής Μεσσηνίας. Άπό πολύ μικρή έγνώρισε τον Κομμουνισμό, όταν ακόμη εμάθαινε μοδίστρα στην Αθήνα. Για πρώτη φορά συνελήφθη το 1933 σέ μια προεκλογική συγκέντρωση τού «Ενιαίου Μετώπου», στο Θέατρο «Μοντέρνο», άλλα αφέθηκε ελεύθερη αμέσως. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γνώρισε τον Βασίλη Νεφελούδη, το γνωστό ανώτατο στέλεχος τού Κ.Κ.Ε. καί επανειλημμένα βουλευτή καί Γραμματέα τής Κεντρικής Επιτροπής τού Κ.Κ.Ε., τού οποίου τυπικά παρουσιάζεται σαν γυναίκα του, από τό 1934. Ή Σοφία συνελήφθη έκ νέου τό 1938 μαζί με τούς Νεφελούδη, Σκλάβαινα καί Παρτσαλίδη στο σπίτι της, στην οδού Ράλλη, καί μέ άπόφαση τής Επιτροπής Ασφαλείας εστάλη εξορία στη νήσο Γαύδο. Δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη τί έμεσολάβησε, ώστε νά διαταχθεί ή μεταφορά της, έπειτα από μερικούς μήνες, άπό την Γαύδο στην Κίμωλο.
Γεγονός είναι, ότι ή Σοφία προικίστηκε από τη φύση μέ πολλά χαρίσματα, πού στον Κομμουνισμό κατόρθωσε νά τά «αξιοποιήσει», αποδοτικότατα. Χαρακτηριστικό για τά χαρίσματα τής Σοφίας είναι τούτο, ότι τά παληά χρόνια, πού οι «συντρόφισσες» ήταν λίγες άκόμη στο Κ. Κ. Ε. ή Σοφία κατείχε τά «σκήπτρα»…. τής ομορφιάς καί οί γνωστοί της έλεγαν: «Ή πιό όμορφη συντρόφισσα είναι ή γυναίκα του Νεφελούδη».
Σχετικώς μέ την ζωή της Σοφίας στη Γαύδο δεν θά αναφέρουμε παρά μόνο τούτο, ότι ή «δράση» της εκεί περιορίσθηκε «αποκλειστικά» καί μόνον μέσα στην ομάδα των εξόριστων, οπού ήταν «φαρδιά» καί «αποδοτική». Εκεί όμως πού «απέδωσε», ακόμη περισσότερα, ή Σοφία είναι ή Κίμωλος, όπου, όπως θά θυμούνται οι αναγνώστες μας, βρισκόταν καί ο Καραγεώργης, ό όποιος είναι γιατρός μαιευτήρας. Ή δράση της Σοφίας την περίοδο εκείνη, μπορεί νά χαρακτηρισθεί, σαν «θριαμβευτική», γιατί, τότε στην Κίμωλο, δεν ήταν μόνη της. Είχε νά αντιμετωπίσει αρκετές «συντρόφισσες» μέ «προσόντα», όπως ή Άγγελάκη Όλγα η Καραντώνη Βασιλεία, η Καραμπίνη Σουλτάνα, η Κάτου Ροδή, η Στρατηγάζη Σοφία, η Σταθοπούλου Λίτσα, η Βάρκα Κατίνα, η Συνεφαζοπούλου Σπυριδούλα, ή Δημητραζοπούλου Μέλπω, ή Οίκονομίδου Μαρία, η Φράγκου Μάρθα, η Σιάντου Κούλα, οί αδελφές Κοσκινά κλπ. Όλες όμως αυτές δεν έπιαναν χαρτωσιά μπροστά στα θέλγητρα τής Σοφίας, ή όποια κυριολεκτικά «κατήγαγε» θριάμβους ώς την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα.
Μετά την κατάρρευση τού Μετώπου και την επιστροφή των εξόριστων στην Αθήνα, η Σοφία μαζί μέ τίς Κάτου Ροδή, Οίκονομίδου Μαρία καί Κουραμπιέ Ελένη συνελήφθη, υστέρα από λίγο καί στάλθηκε ξανά εξορία στην νήσο Κίμωλο.
Εκεί δεν υπήρχαν τότε άλλοι κομμουνιστές εξόριστοι και ή Σοφία μέ τις αλλες βρέθηκαν στην «ανάγκη» να ζητήσουν «προστασία» από τούς εντόπιους.
Αφού «ανέλυσαν» την «υπάρχουσα κατάσταση» πήραν την «μπολσεβίκικη» απόφαση νά τά δώσουν «όλα» για τον «αγώνα» και ρίχτηκαν με τα μούτρα στην «πραγματοποίηση» τής απόφασής των αυτής.
Τό «πλάνο», πού έβαλαν όχι μόνον το πραγματοποίησαν, αλλά και το «ξεπέρασαν» σέ πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα.
Ή προσπάθεια τους να «αποδώσει» ή κάθε μια άπ’ αυτές ξεχωριστά, όσο μπορούσε περισσότερο, είχε, ως επακόλουθο, να αναπτυχθεί στη Σοφία ό «ατομισμός», πράγμα, πού ανάγκασε τις άλλες να επέμβουν και δυναμικά, πολλές φορές, πάνω στη Σοφία, πού δεν εννοούσε νά «εργασθεί» «κολεκτιβιστικά» και σύμφωνα με τούς κανόνες της «σοσιαλιστικής… «άμιλλας».
Ή Σοφία εκμεταλλευόμενη τα φυσικά της προσόντα και σπρωγμένη από την Ψυχική της διάθεση, είναι μεν γεγονός ότι «απέδωσε» πάρα πολλά, αλλά αυτό «ζημίωσε» τίς άλλες. Εκείνο πού πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε στη Σοφία, είναι τούτο ότι «ξεπλήρωσε» πέρα για πέρα την αποστολή της, σαν «αγωνίστρια του λαού» και κατάφερε με πολλούς «ελιγμούς» προς τούς άρρενες κατοίκους τής Κιμώλου να εξουδετερώσει την «αντίδραση» των θηλυκών κατοίκων τής νήσου, πράγμα πού «ωφέλησε» το Κ.Κ.Ε. και το «λαϊκό κίνημα».
Οι άλλες βέβαια δεν κατόρθωσαν να φθάσουν τη Σοφία σέ απόδοση» αλλά πρέπει νά αναγνωρίσουμε ότι και αυτές κατέβαλαν «φιλότιμες» προσπάθειες να «ανταποκριθούν» στα «βαρεία καθήκοντα» πού ό «αγώνας», τότε, «επέβαλε» σ’ αυτές.
Για τούς περίεργους των αναγνωστών μας, πού θα ήθελαν να μάθουν, αν ή Σοφία και οί άλλες «στάθηκαν» ως την τελευταία στιγμή «πιστές» στον αγώνα για την εξυπηρέτηση τού λαού τής Κιμώλου, τούς πληροφορούμε, ότι δεν έμειναν εκεί ως την απελευθέρωση, αλλά φρόντισαν και έφυγαν, πολύ νωρίτερα, όχι για να «εγκαταλείψουν» το «πόστο» τους, αλλά για να αποδώσουν και «καταθέσουν» τούς καρπούς των «αγώνων» τους στις γυναικολογικές κλινικές των Αθηνών και γιατί «σοβαρότερα» και «μεγαλύτερα» καθήκοντα τίς καλούσαν στην Αθήνα. Ή παραμονή και ή δράση τής Σοφίας και των συντροφισσών της στην Κίμωλο έδωσαν την ευκαιρία στους κατοίκους τής Κιμώλου να «καταλάβουν» «πολύ καλά» τι θα πει κομμουνισμός και τι θα πει «κομμουνιστική ηθική» και «αλληλεγγύη».
Σήμερα (σημείωση: 1949) ή Σοφία είναι ελεύθερη και «αγωνίζεται» «παράνομα», «όπως και ο «άνδρας» της, Βασίλης Νεφελούδης, για την «απελευθέρωση» των άλλων γυναικών, πού βρίσκονται στις φυλακές και στο Τρικέρη. Για να μπορεί μάλιστα να βοηθήσει καλύτερα τίς γυναίκες αυτές ή Σοφία εργάζεται και σαν «Αλληλεγγυήτισσα» και είμαστε βέβαιοι ότι οι φυλακισμένες και εξόριστες θα το έχουν αντιληφθεί αυτό, γιατί θα βλέπουν τήν «ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση», πού στέλνουν οι οργανώσεις της “Αλληλεγγύης, τόσο σ’ αυτές, όσο και στις οικογένειές τους.
Ιδιαιτέρως οι Οργανώσεις τής Αθήνας θα «αποδίδουν» περισσότερο, γιατί ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτές καθοδηγείται από τη Σοφία Νεφελούδη με το προσωπικό της «κύρος» και «παράδειγμα», παρόλο πού ή «τρομοκρατία» «οργιάζει» και την εμποδίζει να «κινηθεί» όσο αυτή θα ήθελε με όλη της την ψυχή και το σώμα.
Υπερβολές…
Εφιαλτικό με, πολύ πιθανόν δε.
Μοντέρνα βαφτίσια
Βρε πού φτάσαμε. Θα ρίξει φωτιά ο Θεός να μας κάψει
- Μπορεί η σημερινή Ελλάδα να μη αισθάνεται και πολύ υπερήφανη για τους ταγούς της, κάποτε όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Υπήρξαν ηγέτες που την πήραν από το χέρι και την οδήγησαν στην απόλυτη δόξα. Ένας απ’ αυτούς, αναμφισβήτητα, ήταν ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος μεταξύ των πολλών άλλων είχε πει και το «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», με αφορμή την ενασχόληση ενός ιερέα και με τα δύο αντικείμενα, με συνέπεια να τα μουσκέψει αμφότερα. Αφορμή μου έδωσε μια Ημερίδα για την «Μάχη της Κρήτη», όπου μία ιατρός ανέλαβε να μας εξηγήσει την στάση των Ευελπίδων εκείνη την εποχή. Είπε λοιπόν ότι προτάθηκε στους Ευέλπιδες να αναλάβουν καθήκοντα αστυνόμευσης των Αθηνών και οι Ευέλπιδες αρνήθηκαν να γίνουν ασφαλίτες!!! Γιατί κυρία μου δεν περιορίζεσθε στον τομέα σας; Ευτυχώς επόμενος ομιλητής, αποκατέστησε την ιστορική αλήθεια, λέγοντας ότι οι Ευέλπιδες αρνήθηκαν να μπουν στα παπούτσια των τροχονόμων, διότι τέτοια καθήκοντα τους πρότειναν και όχι να γίνουν πράκτορες της Κρατικής Ασφαλείας. Όταν όμως μπερδεύεις τις σύριγγες και τα στηθοσκόπια ή ακόμα και την κομματική σκοπιμότητα με την ιστορία, αυτά τα αποτελέσματα προκύπτουν. Για την ιστορία οι Ευέλπιδες αρνήθηκαν και ακολούθησε η κάθοδός τους στην Κρήτη
- Θα θυμόσαστε βέβαια την απάντηση, που έδωσε ο Πότης Αντωνόπουλος (Βασίλης Λογοθετίδης) στην σύζυγό του Λέλα (Ίλια Λιβυκού) όταν εκείνη σχολίασε ότι ενώ αρχικώς είχε πει ότι δεν θα πάει μαζί μ’ αυτήν και την ξαδέλφη τους την Μίνα (Σμάρω Στεφανίδου) στον κινηματογράφο, στην συνέχεια άλλαξε γνώμη («Ο ζηλιαρόγατος»). Και ενώ εγώ νόμιζα ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά, η άτιμη η ζωή με διέψευσε. Είχαν, λέει, συνάντηση στην Αθήνα ο κ. Μητσοτάκης με τον Αιγύπτιο πρόεδρο κ. Αλ Σίσι, όπου μεταξύ των άλλων συζητήθηκε και το θέμα της Μονής Σινά. Ο κ. Σίσι, λέει, διαβεβαίωσε τον δικό μας («άστο πάνω μου Κυριάκο») ότι όλα είναι μια χαρά, διό και τον ευχαριστήσαμε πλέρια. Όμως μόλις πάτησε Κάϊρο, βγήκε, λέει, δικαστική απόφαση που τα ανατρέπει όλα. Και ο κ. Σίσι τι κάνει; Δεν μπορούσε να επέμβει; Αλλά θα πει κάποιος: «Και πού το είδες γραμμένο ρε ότι οι πολιτικοί μπορούν, και κυρίως, πρέπει να επεμβαίνουν στις δικαστικές αποφάσεις;». Τώρα να σας πω ότι το έχω δει κάπου, θα σας πω ψέματα. Μπορεί και να το ονειρεύτηκα. Όμως «Τα όνειρα κοστίζουν ακριβά» όπως είχε τραγουδήσει ο Τόλης Βοσκόπουλος», ενώ το «Όνειρο απατηλό» (μεγάλε Κόκοτα) καραδοκεί πάντα. Κι’ εσένα μωρ’ αδερφάκι μου Σίσι, συμβόλαιο ο λόγος σου. «Είπα … ξείπα» είσαι.
- Προ ημερών η «δημοκρατία» μοίρασε το βιβλίο του κ. Γιώργου Λεκάκη «Ιπποκράτης. Ο πατέρας της Ιατρικής». Εκεί βρίσκεις και την περίφημη ρήση του:«Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν». Μία προσωρινή τελεία εδώ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Μαρινάκης έκανε δηλώσεις, με τις οποίες επαίρεται ότι η κυβέρνηση, χάρη στα τζίνια που διαθέτει αλλά και στην επιτελική δομή που έχει (επιτελικό κράτος ντε…) απεκάλυψε όλα τα σκάνδαλα, όπως αυτά του Κτηματολογίου, Εφορίας, φυλακών, Δημοτικής Αστυνομίας, παράνομες ηλεκτρονικές συνταγογραφήσεις, ΟΠΕΚΕΠΕ, και τράβα κορδόνι. Παραβλέποντας το γεγονός ότι σε μια κραταιά και πλήρως οργανωμένη κυβέρνηση είναι μυστήριο πώς ξεσπάσανε τέτοιου μεγέθους και τόσα σκάνδαλα, σημειώνω ότι όλες αυτές οι «επιτυχίες», έγιναν αφού οι επιτήδειοι-άριστοι, είχαν τσεπώσει αρκετές χιλιάδες ευρώ και άμε τώρα εσύ να τους πιάσεις και να τους δικάσεις, μετά από είκοσι χρόνια βεβαίως βεβαίως, τότε που θα έχουν παραγραφεί και αυτά και όσα ενδεχομένως ακολουθήσουν. Και να ρωτήσω και τη σεβαστή μας κυβέρνηση: Η σχεδιαζομένη και αν γίνει γράψε μου μου, αξιολόγηση θα περιλάβει και τον ΟΠΕΚΕΠΕ και το Κτηματολόγιο και γενικώς τα πάντα όλα; Γελάσαμε βρε παιδί μου….
- Τελικώς αγαπητοί μου αυτό δε είναι κόμμα. Αυτό είναι εργαστήριο που παράγει πρόκες διαφόρων δαμετρημάτων, βεληνεκών και αποστολών. Βγαίνει ο κ. Κυρανάκης και λέει: «Ο Βασίλης Οικονόμου (από αυτόν παρέλαβε) είπε ότι είχε συγκοινωνιακή μελέτη, αλλά μελέτη δεν υπήρχε, άρα ποιόν κοροϊδεύουν εδώ;» Βουνό το δίκιο του. Όταν όμως είδε ότι παρέλαβε καμένη γη, γιατί δεν τα βρόντηξε ή γιατί δεν το είπε τότε; Έπρεπε να τον ξυπνήσουν οι ταξιτζήδες; Και σάμπως τον ξύπνησαν;… Έτερος… προκοβόλος, ο αποπεμφθείς πρώην διοικητής του αμαρτωλού ΟΠΕΚΕΠΕ κ. Σαλάτας. Μας εκμυστηρεύτηκε και τον ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη, ότι τα έτη 2015, 2018 και 2020, υπήρχαν προβλήματα, ήτοι είχαν βουτήξει πολλοί τα δάχτυλά τους στο βάζο με το μέλι, αλλά το μεγαλύτερο πανηγύρι έγινε το 2022 και 2023, τότε που έβγαζαν με τους κουβάδες το μέλι από το βαρέλι. Και τότε γιατί παρέλαβε ο κ. Σαλάτας; Δεν τα είδε έστω όσο καιρό ήταν διοικητής; Γιατί δεν τα κατήγγειλε τότε; Τα είδε τώρα που εξωπετάχτηκε; Δεν μας τα λένε καλά. Και να τους ρωτήσω κάτι. Αν δεν ξεσηκώνονταν οι ταξιτζήδες και δεν αποκαλύπτονταν οι διαχρονικές απάτες του ΟΠΕΚΕΠΕ θα μαθαίναμε κάτι; Απαντώ εγώ για να μη τους φέρω σε δύσκολη θέση: Όχι! Νάμαστε καλά.