➜ Αθόρυβα, όπως μάγκικα και σεμνά περπάτησε, έφυγε από τη ζωή την περασμένη Κυριακή ο Στάθης Μιλάνος. Ηταν ο Βενιαμίν της μουσικής οικογένειας των Μιλάνων στον Βόλο, ένας γλυκομίλητος και ευσυγκίνητος άνθρωπος, αλλά και απαράμιλλος δεξιοτέχνης και δάσκαλος του μπουζουκιού, από αυτούς που σήμερα συναντάς σπάνια.
- Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
➜ Μαζί του κλείνει το τελευταίο κεφάλαιο στη θρυλική Σκάλα του Μιλάνου, μια ιστορική λαϊκή ταβέρνα της πόλης -που είχε μεγάλη άλλοτε αστική παράδοση και σαφή ταξική διαστρωμάτωση-, από όπου πέρασε και γλέντησε κόσμος και ντουνιάς σε ονειρεμένα βράδια.
➜ Και βέβαια, παρέλασαν και μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ο αείμνηστος Πάνος Γεραμάνης θυμόταν τον Βασίλη Τσιτσάνη να λέει «όποιος θέλει να μάθει πώς παίζεται το γνήσιο λαϊκό τραγούδι δεν έχει παρά να πάει στη Σκάλα του Μιλάνου».
➜ Το μαγαζί πρωτάνοιξε το 1919, ως «καφεοινομαγειρείον», ο Στέφανος Μιλάνος από την Πορταριά του Πηλίου στην οδό Ερμού, απέναντι από τον Αγιο Νικόλαο. Εκεί, αλλά και από την οδό Ιωλκού με Αναλήψεως, όπου αργότερα, το 1978, μετακόμισε, κάθε βράδυ ο Στέφανος κι αργότερα οι τρεις γιοι του, ο Κάρολος, ο Νίκος κι όσο ήταν μαζί τους κι ο Στάθης, προτού αποχωρήσει, γιατί «το ταμείο» δεν έφτανε να θρέψει τρία σπίτια, αφού σέρβιραν τους μεζέδες, κούρδιζαν τα όργανα και αρχινούσαν ένα αυστηρά οριοθετημένο τελετουργικό, σαν μυσταγωγία, χωρίς πολλές παραγγελίες. Μια διαφορετική παράσταση για λίγους τυχερούς κάθε βράδυ, ανάλογα με τα κέφια και τις αυτοσχέδιες εμπνεύσεις. Μαζί τους γλέντησαν χιλιάδες ντόπιοι κι επισκέπτες έως τον θάνατο των δύο μεγαλύτερων αδελφών, λίγο μετά το κλείσιμο της Σκάλας το 2005, ελλείψει απογόνων…
➜ Από την ταβέρνα δεν απουσίασαν ποτέ τρία πράγματα. Σύμφωνα με τον Βασίλη Κοντορίζο, στενό συγγενή της οικογένειας, υπήρχαν πάντα μπουζούκια, καρδερίνες κι ένας μαυροπίνακας, όπου ο καταστηματάρχης συνήθιζε να εκθέτει δημόσια όσους δεν τηρούσαν τον λόγο τους κι άφηναν βερεσέδια.
➜ Ενας από αυτούς, όπως βλέπουμε σε μια σπάνια φωτογραφία του Ηλία Πετρόπουλου στο μνημειώδες έργο του «Ρεμπέτικα Τραγούδια» (εκδ. Κέδρος), όπου βρίσκεις πληροφορίες σαν την άμμο της θάλασσας, ήταν και ο κορυφαίος συνθέτης Γιώργος Μητσάκης, για ένα παλιό του χρέος. Ο ίδιος ο μπαρμπα-Στέφανος, αναφέρει ο Πετρόπουλος, κράταγε ένα μπουζούκι σκέτο κομψοτέχνημα, με το οποίο τον κηδέψανε, που δεν είχε τίποτε σιδερένιο πάνω του. Ηταν όλα ξύλινα, ακόμα και τα στριφτάρια που κουρδιζόταν, ενώ οι μπερντέδες στο μανίκι, όπως κι οι χορδές ήταν από έντερο και το βερνίκι στο καπάκι και στις ντούγες του σκάφους στην ποσότητα ακριβώς που χρειαζόταν. Ενα ελληνικό Στραντιβάριους. Γι’ αυτό και ζύγιζε «σκάρτα» 800 γραμμάρια!
➜ Ο πατέρας του Στέφανου, ο Νικόλαος (Κολατσής) Μιλάνος, έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε για το μεράκι και την παρέα του στην μπακαλοταβέρνα του, στη συνοικία Καναλάκι της Πορταριάς. Μετέφερε το αστικό ήθος στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν αλλού κυριαρχούσαν ανατολίτικα ακούσματα, ανάμεσα σε υπέροχες τοιχογραφίες του Θεόφιλου, που ευτυχώς χρόνια μετά αποτοίχισε ο Κίτσος Μακρής και τις διέσωσε απ’ τη φθορά.
➜ Με τον θάνατο του Στάθη, η αυλαία των θρυλικών Μιλάνων στον Βόλο πέφτει οριστικά, και δυστυχώς τίποτε δεν αναπληρώνει αυτή την οδυνηρή απώλεια για τον λαϊκό μας πολιτισμό…
Από τη στήλη «Σχοινί κορδόνι» της «δημοκρατίας»


